Η συμφωνία για την εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρικής σχέσης για την άμυνα και την ασφάλεια, μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, προκάλεσε θετικό αντίκτυπο όχι μόνο σε στρατιωτικούς και διπλωματικούς κύκλους, αλλά και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία. Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στη δημοσιοποίηση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων αρχικά των αεροσκαφών Rafale και πλέον και των φρεγατών Belharra, αλλά ιδίως στην ξεχωριστή ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής που περιλαμβάνεται στη συμφωνία. Το γεγονός αυτό, αναδεικνύει πέρα από τα τεχνικά χαρακτηριστικά της συμφωνίας, την πολιτική διάσταση και τις γεωπολιτικές της επιδράσεις.
Υπό αυτή την έννοια, πρόκειται για μια απτή αποτύπωση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, του γνωστού συνθήματος «Ελλάς – Γαλλία Συμμαχία», το οποίο έχει οικοδομηθεί εντός πλαισίου ιστορικού βάθους και αποτελεί μια από τις ελάχιστες επιλογές διεθνούς συνεργασίας που υπηρετείται στη χώρα μας διαχρονικά και διακομματικά με απόλυτη συνέπεια. Παράλληλα, υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα συγκρότησης κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, ιδίως μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία.
Μια τέτοια στρατηγική επιλογή, ιδίως από την οπτική ενός μικρότερου κράτους, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ένα σύνολο παραγόντων που θα επιτρέπουν να αξιολογηθεί πέρα από συγκυριακά χαρακτηριστικά. Εν προκειμένω η Ελλάδα και η Γαλλία έχουν μια μακρά, στενή και διαρκή σχέση που θεμελιώνεται σε κοινές αξίες και στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, συμπεριλαμβανομένης εν προκειμένω και της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Παράλληλα, η Γαλλία αποτελεί μια ισχυρή χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετέχει ως ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και αποτελεί πυρηνική δύναμη, την μόνη πλέον στην ΕΕ. Με πληθυσμό 67 εκατομμυρίων, κατέχει την πέμπτη θέση παγκοσμίως στο ακαθάριστο ΑΕΠ και μετέχει στην G7, τη Σύνοδο των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη. Επίσης, με τον πολιτισμό, τη γλώσσα, αλλά και τις δημοκρατικές και κοσμικές αξίες της, διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο και έχει επιδράσει καθοριστικά στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού.
Εκτός όμως από την πολυεπίπεδη παγκόσμια ισχύ της, η Γαλλία διαθέτει ισχυρούς διαχρονικούς δεσμούς με την Ελλάδα, που αποτελούν εχέγγυα σταθερής και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός επηρεάστηκε καθοριστικά από τις ιδέες της γαλλικής Επανάστασης και ο γαλλικός Διαφωτισμός συνέβαλε στη διαμόρφωση του ιδεολογικού υπόβαθρου της ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο γαλλικός φιλελληνισμός, επέδρασε καθοριστικά τόσο στρατιωτικά, όσο και πολιτικά και διπλωματικά στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Η Ελλάδα και η Γαλλία υπήρξαν σύμμαχοι κατά τη διάρκεια και των δύο παγκοσμίων Πολέμων, ενώ η Γαλλία υποστήριξε καθοριστικά πολλές από τις στρατηγικές επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως η ένταξη στην ΕΟΚ.
Σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες της Ελλάδας, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου, οικοδόμησαν στρατηγικές σχέσεις εμπιστοσύνης με τη Γαλλία. Παράλληλα, πολλοί πρόεδροι της Γαλλίας, υπήρξαν ιδιαιτέρως δημοφιλείς στην Ελλάδα, την οποία στήριξαν έμπρακτα σε πολλές και καθοριστικές περιστάσεις. Από την ιστορική επίσκεψη του Στρατηγού Ντε Γκωλ το 1963, μέχρι την παραχώρηση του προεδρικού αεροσκάφους από τον Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστεν, που συμβόλισε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974. Από την προνομιακή σχέση Παπανδρέου – Μιτεράν τη δεκαετία του ΄80, ως τη στήριξη του προέδρου Ολάντ την κρίσιμη περίοδο του κινδύνου εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την ομιλία του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στην Πνύκα, οι δεσμοί των δύο χωρών, υπήρξαν αδιάληπτοι και στρατηγικού επιπέδου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τρεις Γάλλοι Πρόεδροι υπήρξαν οι μοναδικοί ξένοι ηγέτες που είχαν το προνόμιο να απευθυνθούν και να διευθύνουν το ελληνικό Κοινοβούλιο. Πολλοί είναι οι τομείς που η επίδραση της Γαλλίας υπήρξε καθοριστική. Για παράδειγμα η Γαλλία αποτέλεσε πρότυπο για την κρατική οργάνωση και τη συγκρότηση της διακυβέρνησης στην Ελλάδα. Άλλωστε, όταν το 1983, ιδρύθηκε η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, το υπόδειγμα υπήρξε – και εξακολουθεί να είναι – η φημισμένη École Nationale d’Administration (ENA).
Υπό αυτό το πρίσμα, η υπογραφή της ελληνογαλλικής συμφωνίας, ανταποκρίνεται στην απαίτηση ύπαρξης ιστορικού βάθους όταν επιχειρείται να διαμορφωθούν στρατηγικές συμμαχίες που θεμελιώνονται διαχρονικά και υπερβαίνουν τη συγκυρία.
*Ο δρ. Γεώργιος Δίελλας είναι Σύμβουλος του ΑΣΕΠ. Διδάσκει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.