Σαλεύω: κουνιέμαι, παλεύω με την ακινησία, αλλά και σχεδόν τρελαίνομαι. Το «Salema Revisited» του χορογράφου Αντώνη Φωνιαδάκη έχει όλο το «σάλεμα» της κρητικής παράδοσης στον πυρήνα του. Δεδομένου όμως ότι μιλάμε για έναν διεθνώς καταξιωμένο χορογράφο σύγχρονου χορού δεν μπορεί να μη διακατέχεται και από τη φρεσκάδα της ματιάς που ενεργοποιείται από τα ερεθίσματα της εποχής της. Δύο χρόνια μετά το παρθενικό «Salema» στο πλαίσιο του SNF Nostos (τότε Summer Nostos Festival) με τη συνδρομή του λυράρη Αντώνη Μαρτσάκη να συνοδεύει τη μουσική της παράστασης, ο Αντώνης Φωνιαδάκης επανέρχεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τη συνέχεια εκείνης της πρώτης απόπειρας να χαρτογραφήσει την κρητική παράδοση μέσα από τα προσωπικά του βιώματα στο νησί όπου μεγάλωσε. Με αφορμή τα τριάντα χρόνια του Μεγάρου παρουσιάζει λοιπόν σε παγκόσμια πρεμιέρα ένα απρόσμενο χορογραφικό ταξίδι. Αυτή τη φορά συνεργάζεται στη μουσική επιμέλεια με τον Πάρι Περυσινάκη, τον Γιώργο Σκορδαλό και τρεις μουσικούς, ενώ τη χορογραφία του ζωντανεύουν επί σκηνής δέκα χορευτές.
Ποια είναι η διαφορά του «Salema Revisited» από το «Salema» του 2019;
«Κατ’ αρχάς, η διάρκειά του έχει σχεδόν τριπλασιαστεί και από είκοσι λεπτά είναι πλέον μία ώρα. Επειτα, ήθελα να κάνω κάτι με περισσότερο βάθος και ένταση που θα οδηγήσει τον κόσμο σε ένα ταξίδι πέρα από τη λάμψη του εικοσάλεπτου που απλά χαιρόμαστε με την ομορφιά του χορού. Η παράσταση έχει στηθεί ως ένα abstract παιχνίδι σε σχέση με κάποια βήματα από παραδοσιακούς χορούς που έχω μελετήσει, αλλά δεν γίνεται επί τούτου μια μελέτη, μια καταγραφή και μια αποδόμηση της παράδοσης. Τολμώ και παίρνω το δικαίωμα ως Κρητικός και ως άνθρωπος που έχω μεγαλώσει σε αυτή την κουλτούρα να δώσω μια προσωπική ανάγνωση μπολιασμένη με την πορεία μου ως χορογράφου σύγχρονου χορού. Να δω πώς μπορώ να την «παραφράσω» και να τη δώσω πίσω στους ντόπιους, για να δω αν εμπλουτίζει, αν εμπνέει, αν τους βοηθάει να δουν με κάποιον διαφορετικό τρόπο μια παράδοση που είναι αρκετά κλειστή και αρκετά συμπαγής. Οχι τόσο πολύ στο μουσικό κομμάτι, όσο στο χορευτικό, όπου ό,τι είναι παραδοσιακό είναι ιερό. Εκεί είναι το ρίσκο. Πώς έρχομαι και αφουγκράζομαι διαφορετικά ένα μέρος της χορευτικής μουσικής, τη βάζω σε μια σκηνική δράση που δεν έχει σχεδόν τίποτα να κάνει με την παραδοσιακή μορφή εκτέλεσης των μουσικών αυτών μοτίβων σε σχέση με τον παραδοσιακό χορό».
Τι σας ώθησε να κάνετε αυτή την επιστροφή στις ρίζες σας;
«Είναι μια ανάγκη για επιστροφή και κατανόηση του ίδιου μου του εαυτού. Από το πού ξεκίνησα ουσιαστικά να χορεύω και πώς αυτό έχει επηρεάσει την πορεία μου. Εχω πάει σε πανηγύρια, έχω γιορτάσει, έχω χορέψει. Οταν ήμουν πιτσιρίκος είχα μάθει τους βασικούς παραδοσιακούς χορούς και χόρευα σε ένα παραδοσιακό τοπικό συγκρότημα στην Ιεράπετρα. Ηθελα να ανατρέξω στην πορεία μου από παιδί, να δω ποια ομορφιά μπορεί να υπάρχει σε αυτή τη συνάντηση και τι το απώτερο θα μπορούσε να συμβεί, κάτι που κι εγώ ίσως δεν θα μπορούσα να περιμένω».
Στο «Salema» συνεργαστήκατε µε τον µουσικό Αντώνη Μαρτσάκη. Γιατί αλλάξατε συνεργάτη στο «Salema Revisited»;
«Υπήρξαν κάποιες δονήσεις μετά την παρουσίαση της παράστασης στην Αθήνα το 2019 όσον αφορά μερίδα της τοπικής κοινότητας στην Κρήτη, ανθρώπων που εκφράστηκαν από τα κοινωνικά δίκτυα δίχως να έχουν δει την παράσταση. Υστερα έγινε η παρουσίαση στα Χανιά, πήγε πάρα πολύ καλά και χαρήκαμε που καταφέραμε να ξεπεράσουμε αυτό το μίσος και τον φόβο στα social media. Οταν ήρθε πάλι η στιγμή να αποφασίσουμε αν θα συνεργαστούμε με τον Μαρτσάκη καταλάβαμε και οι δύο ότι υπήρχε ένα πολύ έντονο πρόγραμμα για τον ίδιο στην Κρήτη, είναι ένας μουσικός που έχει πολύ μεγάλη ζήτηση. Θα ήταν λοιπόν πολύ δύσκολο να συνδυάσω το πρόγραμμά του με το δικό μου, και εξάλλου ήθελα να προχωρήσω σε μια άλλη εκδοχή του έργου με στόχο να πάρω κάτι ατόφιο παραδοσιακό και να το μεταπλάσω.
Με τον Πάρι Περυσινάκη, ο οποίος είναι ο μουσικολόγος της παράστασης, έχουμε επιλέξει κάποια παραδοσιακά μοτίβα να ακούγονται ατόφια στην παράσταση, όπως είναι το πεντοζάλι, ενώ έχουμε παραφράσει άλλα από διαφορετικές περιοχές της Κρήτης ώστε να έχουν μια μελωδικότητα και να θυμίζουν κρητική παράδοση, χωρίς ωστόσο να είναι αυτούσια παραδοσιακά».
Τις περιµένατε τις αντιδράσεις όταν «αγγίξατε» την παράδοση;
«Κάπως θορυβήθηκα, αισθάνθηκα ότι οι κοινωνίες είναι μικρές και το άνοιγμα πάνω σε αυτήν είναι σχεδόν ένα ταμπού. Ωστόσο, θα έπρεπε να μην ενοχλεί πλέον κανέναν, γιατί η τέχνη υπάρχει όχι για να προσβάλλει ή να εκδιώκει κάτι που έχει ήδη καταχωρηθεί και είναι όντως ιερό, αλλά για να δείχνει μια άλλη οπτική, να ανοίγει ένα περιθώριο συζήτησης. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να κάνει και καλό στην παράδοση, γιατί μπορεί έτσι να κατανοήσουμε πραγματικά τις αξίες και τις βάσεις πάνω στις οποίες πατάμε, αλλά και κάποιος να εμπνευστεί από αυτήν και να της δώσει μια νέα πνοή».
Πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί να ξεφύγει από την παράδοση και να ασχοληθεί µε σύγχρονες εκφάνσεις της τέχνης στην Κρήτη;
«Δεν είναι και τόσο. Υπάρχουν πλέον σχολές χορού που δεν αφορούν το παραδοσιακό, συνδυάζουν την εκγύμναση με την κινησιολογία, αλλά και πάλι οι επιλογές δεν είναι πολλές. Επίσης, το νησί είναι μικρό, είναι αναγκαίο κακό να θες να φύγεις από αυτό ώστε να μπορέσεις να εμπλουτίσεις κάτι παραπάνω σε αυτό που σε απασχολεί. Ολα λειτουργούν σε ένα πολύ προσωπικό επίπεδο για τον καθένα από εμάς, πώς τελικά ενώ ξεκινάμε από την παράδοση και αυτή είναι το πρώτο μας καρδιοχτύπι, τι μας κάνει να θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτή. Στη δική μου περίπτωση, ενώ χαιρόμουν πολύ που έσερνα τον πρώτο χορό και έβρισκα μια αγαλλίαση και μια έκφραση με το παραδοσιακό, όταν συνάντησα κάτι πιο σύγχρονο με περισσότερες εναλλαγές ήταν φυσιολογικό να θέλω σιγά-σιγά να πάω προς αυτό».
Τι βιώνετε όταν εκφράζεστε µε τον σύγχρονο χορό και τι µε τους παραδοσιακούς χορούς;
«Αυτά που νιώθω ποικίλλουν ανάλογα με τη δραματουργία ή με το συναίσθημα της κίνησης, παρ’ όλα αυτά εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι είναι πάντα αληθινό το συναίσθημα. Οτι φτάνεις σε ένα σημείο όπου αυτό που κάνεις δεν είναι μια μελέτη ή μια πρόβα αλλά ένα βίωμα επί σκηνής. Γιατί γίνεται μια τέτοια απορρόφηση σωματικότητας την ώρα της παράστασης που δεν μπορείς να προσποιηθείς. Υπάρχει αυτή η μετάβαση όπου λες δεν χορεύω αλλά υπάρχω, είναι η στιγμή της αλήθειας και είναι ένα συναίσθημα ιερό, κάτι που κατέκτησα μέσα από την τεχνική πειθαρχία, την πρόβα, την επανάληψη. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τους κρητικούς χορούς. Γιατί όταν έρχεται η στιγμή να αφεθούμε πραγματικά στη χαρά και στο γλέντι και αυτό το πράγμα μας παρασύρει και μας βάζει σε μια κατάσταση εκτός εαυτού είναι με τη σειρά του μια στιγμή αλήθειας. Γιατί πόσες φορές σε μια κλειστή κοινωνία οι άνθρωποι είναι ουσιαστικά οι εαυτοί τους; Αυτό συμβαίνει σε στιγμές μοναδικές που δεν σκεφτόμαστε πια αλλά αντιδρούμε σε κάτι εύχαρο, το οποίο έχει έναν παλμό που μας βγάζει στοιχεία του εαυτού μας τα οποία κι εμείς οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουμε ότι τα έχουμε».
Πόσο εύκολο είναι να αφεθεί ένας χορευτής που έχει χρειαστεί να κατακτήσει τον χορό µέσα από την πειθαρχία της πρόβας και της τεχνικής;
«Δεν μπορεί κάποιος να αφεθεί, να συνομιλεί με άλλους χορευτές επί σκηνής και να υπάρχει μια συνάφεια μεταξύ τους χωρίς κάποιους κοινούς παρονομαστές. Ενας από αυτούς είναι ο τεχνικός άξονας. Οποιαδήποτε τεχνική υπηρετεί ένας χορευτής, πρέπει να έχει ένα μονοπάτι πάνω στο οποίο ξέρει πολύ καλά πώς να πατάει. Πιστεύω ότι για να καταφέρει κάποιος να αφεθεί πρέπει να έχει καταφέρει να δαμάσει κάτι σχεδόν μαθηματικό».
Σε πολλά µέρη της Ελλάδας αλλά και στην Κρήτη ιδιαίτερα, υπάρχει η λεγόµενη «τοξική αρρενωπότητα». Πώς αντιµετωπίζεται λοιπόν ένα αγόρι που θέλει να γίνει χορευτής;
«Εγώ θα μιλήσω για την προσωπική μου εμπειρία. Δέχτηκα απίστευτο bullying όταν ξεκινούσα τη δεκαετία του ’80 στην Ιεράπετρα. Ακόμα και σήμερα που επιστρέφω στην πόλη, πέρα από την καταξίωση που έχω ως καλλιτέχνης, υπάρχουν βλέμματα, ψίθυροι όταν γυρίζω την πλάτη μου, γιατί η ιδέα ότι είσαι σεξουαλικά σε μια άλλη κατάσταση πάντα ιντριγκάρει τον κόσμο, όσο κι αν υπάρχει και μια σχετική κατανόηση. Ναι, θεωρώ ότι όντως υπάρχει τοξικότητα της αρρενωπότητας, από την άλλη, όμως, έχω βιώσει και μια τρυφερή αρρενωπότητα, έναν κρυφό κώδικα κατανόησης του τι σημαίνει να αποδέχεσαι τη διαφορετικότητα όσον αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Σημειωτέον, μια μεγάλη παρεξήγηση που επιβιώνει είναι ότι οι άνδρες χορευτές έχουν μια συγκεκριμένη σεξουαλική ταυτότητα, ενώ δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Πάντως, ένας χορευτής λάτιν ή τζαζ είναι πλέον πιο αποδεκτός γιατί αυτή είναι μια κουλτούρα που έχει έρθει στα σπίτια και μέσα από τηλεοπτικά προγράμματα την τελευταία δεκαετία. Αλλά και πάλι, θεωρώ ότι ένα αγόρι που χορεύει είναι ταμπού. Ξέρετε, υπάρχει ένας σεξουαλισμός γύρω από τον χορό. Λένε: «Α, αυτή είναι χορεύτρια…» ή «Τα μπαλέτα…». Και τα υπονοούμενα έχουν σε κάθε περίπτωση σεξουαλική χροιά. Ναι, ο χορός έχει μια σεξουαλική δύναμη γιατί είναι κάτι απίστευτα όμορφο και θέλουμε να το κοιτάμε και να το θαυμάζουμε και συχνά μπερδευόμαστε για το τι είναι αισθησιασμός και τι σεξουαλικό στοιχείο. Είναι ευκολότερο να ασχοληθεί κάποιος σήμερα με χορό στην επαρχία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προκαταλήψεις. Σίγουρα τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα απ’ όταν ξεκινούσα εγώ».
Αλήθεια, ποια είναι η γνώµη σας για τα τηλεοπτικά προγράµµατα χορού, τύπου «Dancing with the Stars»;
«Θετική και αρνητική. Θετική με την έννοια ότι ξαφνικά φέρνουν τον χορό στο σαλόνι του κάθε ανθρώπου και τον συνηθίζει ως μορφή διασκέδασης και κάπως την απενοχοποιεί και την αποδέχεται. Αρνητική, επειδή εν τέλει όλα αυτά τα προγράμματα εμπορευματοποιούν την έννοια του χορού, την κάνουν ευρείας κατανάλωσης και τελικά υπάρχει ένας κίνδυνος να νομίζει το κοινό ότι αυτή είναι η άρτια μορφή του, το καλύτερο που μπορεί να γίνει, ενώ ουσιαστικά υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν αυτό εκτός τηλεόρασης με μια γραφή που είναι πολύ πιο λεπτεπίλεπτη, τρισδιάστατη και πιο απαιτητική στην κατανόησή της. Εκεί είναι που χάνονται οι ισορροπίες, καθώς δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα στο μέτριο, το άριστο, το βαθύτερο και το πιο ελαφρύ».
INFO
«Salema Revisited»: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη), στις 16 και 17 Οκτωβρίου.