Ένα χρόνο μετά την ιστορική καταδικαστική απόφαση για τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής και τον εγκλεισμό των ηγετικών της στελεχών στη φυλακή, και η ελληνική κοινωνία, ιδίως όμως το πολιτικό σύστημα, δεν δείχνουν να έχουν πάρει τα μαθήματά τους.
Μια τέτοιας ιστορικής σημασίας απόφαση θα έπρεπε να αφυπνίσει συνειδήσεις, το ίδιο με την τραγική στιγμή της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα.
Θα έπρεπε να διατηρεί ατόφια, ακέραια και ξεκάθαρα τα δημοκρατικά αισθήματα των Ελλήνων, έτσι ώστε να μπορεί αυτόματα να απομονώνει ακροδεξιές και νεοναζιστικές απόψεις που στόχο έχουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα και τον τρόπο ζωής μας.
Δυστυχώς, ένα χρόνο μετά η συγκυρία (ή μήπως όχι;) το έφερε έτσι ώστε να συζητάμε για το αν μπορεί να αναβιώσει η ακροδεξιά στη χώρα μας.
Για το αν έχει η Χρυσή Αυγή πολιτικό μέλλον στην Ελλάδα. Για το αν τα «ορφανά» της νεοναζιστικής οργάνωσης μπορούν να έχουν διείσδυση στην ελληνική κοινωνία ή αν θα δημιουργηθούν κι άλλα κόμματα με δημοκρατικό «φερετζέ».
Κι εν τέλει για το αν θα αποδεχθεί η πλειονότητα των πολιτών να επιστρέψει η χώρα στις σκοτεινές περιόδους της Χρυσής Αυγής.
Τότε που το πολιτικό σύστημα απέτυχε παταγωδώς να αντιμετωπίσει την απειλή.
Τότε που δημοσιολογούντες, δημοσιογράφοι και άλλοι παράγοντες της χώρας έκλειναν τα μάτια στον χρυσαυγιτισμό.
Και μάλιστα τον δικαιολογούσαν. Πότε δημιουργώντας μια life style εκδοχή και κάνοντας… μόδα τα μαύρα ρούχα με τα κέλτικα σύμβολα και τα κουρεμένα κεφάλια.
Και πότε νομιμοποιώντας τη Χρυσή Αυγή ντύνοντάς την με τον μανδύα του «σούπερ ήρωα» που σώζει τους Ελληνες από τους μετανάστες και τις γιαγιάδες από τους… παραβατικούς αλλοδαπούς.
Το τεράστιο έγκλημα όλων απέναντι στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής μπορεί να εξισωθεί με τους «κοιμισμένους» πολιτικούς και την κοινωνία του 1967, οι οποίοι δεν έβλεπαν τον κίνδυνο της Χούντας και τελικά πιάστηκαν στον ύπνο με τις πιτζάμες από τους Συνταγματάρχες.
Η μεγάλη νίκη
Όμως, η καταδίκη από το δικαστήριο της Χρυσής Αυγής ήταν μια πραγματική νίκη για τη Δημοκρατία, για τον δημοκρατικό λαό που δεν μπορεί να ανεχθεί τους νεοναζί, ούτε μέσα στη Βουλή, ούτε έξω από αυτήν.
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά… ακροδεξιά σκουριά δεν πιάνει. Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε πάντα, κι όχι μόνο όταν βλέπουμε τα κτήνη με τα μαύρα ρούχα να σφάζουν Ελληνες πολίτες.
Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι το ελληνικό χώμα ποτίστηκε με αίμα χιλιάδων Ελλήνων που σφαγιάστηκαν από εκείνους οι οποίοι ήταν και παραμένουν ινδάλματα των ακροδεξιών – νεοναζί.
Ωστόσο, βλέπουμε ότι επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση αυτή με αφορμή τις επιθέσεις ακροδεξιών παρακλαδιών της Χρυσής Αυγής και τη σύνδεση των εξτρεμιστικών αυτών ενεργειών με έναν απροκάλυπτο αντικομμουνισμό.
Αλλά συνδέεται δυστυχώς και με πρόσωπα εντός κι εκτός Βουλής που προωθούν μια ακραία, διχαστική, εμφυλιοπολεμική ρητορική η οποία στην ουσία ρίχνει νερό στο μύλο της ακροδεξιάς.
Η απάντηση πρέπει να είναι σκληρή και χωρίς αστερίσκους. Είτε αφορά σε νέα ακροδεξιά φυντάνια με μαύρα ρούχα είτε αφορά τους Χρυσαυγίτες με… γραβάτα που το παίζουν «θεσμικοί» αλλά είναι απλά λύκοι με προβιά.
Τον φασισμό ο ελληνικός λαός τον έχει ζήσει καλά στο πετσί του.
Επέτρεψε δυστυχώς να επανέλθει μέσα από τον χρυσαυγίτικο εσμό που μας ταλαιπώρησε αρκετά χρόνια.
Τώρα, που έχουμε το παρελθόν να μας διδάσκει, οφείλουμε να είμαστε πιο προσεκτικοί απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Και κανένα κόμμα, κανένας πολιτικός δεν πρέπει να επιτρέπουν στην ακροδεξιά να ξαναβγεί στην επιφάνεια.
Κανένας δεν πρέπει να επιτρέψει την επιστροφή της Ελλάδας στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα που διέλυσε τη χώρα μας.
Και κανείς δεν μπορεί τελικά να αποδεχθεί ότι η ακροδεξιά, ο φασισμός, ο ακραίος διχαστικός, μισαλλόδοξος λόγος, με όποια μορφή κι αν εμφανίζονται, έχουν θέση στην πατρίδα μας.