Είναι, άραγε, ατελής και θα πρέπει να διορθωθεί η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία; Θα πρέπει, άραγε, οι σχετικές διατυπώσεις να αναδιαμορφωθούν ώστε να περιγράφονται πλήρως οι ελληνικές θέσεις για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ και θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα να συμμετάσχουν ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Σαχέλ ή αλλού;
Θεωρώ ότι δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στο έθνος και στον λαό όσοι απαντούν καταφατικά στα παραπάνω ερωτήματα. Όχι μόνο γιατί υποβαθμίζουν μία μεγάλη επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής – τη μεγαλύτερη των τελευταίων πολλών χρόνων – μετατρέποντας ένα κεφαλαιώδους σημασίας για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας γεγονός σε μία υπόθεση εσωτερικής μικροπολιτικής αντιπολίτευσης και παλαιοκομματικής μεμψιμοιρίας. Αλλά και γιατί, επίσης, ενισχύουν υποδορίως έναν παραλογισμό, μία ψυχοπαθολογία, που βιώσαμε και κατά τη διάρκεια της κρίσης χρεοκοπίας της χώρας: ότι, δηλαδή, είναι οι ξένοι και όχι εμείς εκείνοι που οφείλουν να μεριμνήσουν ώστε να επιλυθούν τα προβλήματα στη χώρα μας και να κατοχυρωθούν τα δίκαιά μας, έτσι όπως εμείς τα κατανοούμε και τα θέλουμε.
Οι δύο τροποποιήσεις της συμφωνίας που άλλοι βρίσκουν ως πρόσχημα για να μην την υποστηρίξουν στη Βουλή και άλλοι απλώς για να πουν ότι είναι καλούτσικη αλλά θα μπορούσε να είναι και καλύτερη δεν είναι κατά τη γνώμη μου σωστές. Η άποψη πως η αμυντική συμφωνία θα πρέπει να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα ελληνικά δίκαια σε όλα τα επίπεδα υπονοεί πως η υπεράσπισή τους, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε πτυχή των εξελίξεων, θα είναι κατά κύριο λόγο ευθύνη όχι ημών των ίδιων αλλά των συμμάχων. Κάτι που είναι και ηθικά απαράδεκτο, διότι συνιστά την πεμπτουσία του ραγιαδισμού και της κακομοιροκρατίας, αλλά επίσης μπορεί να είναι και πλήρως αποπροσανατολιστικό: τη στιγμή που είναι επιτακτική η συνειδητοποίηση των κινδύνων και η εγρήγορση της κοινωνίας, αυτή η λογική τροφοδοτεί, αντιθέτως, κάθε είδους εφησυχασμό. Επίσης, είναι μία ένσταση μάλλον αφελής διότι δείχνει να αγνοεί πλήρως τι είναι και πώς μπορεί να εξελιχθεί μία πολεμική σύγκρουση, θεωρώντας πως μία αντιπαράθεση ισχύος μεταξύ δύο χωρών, με όποια αφορμή, θα μπορούσε να περιοριστεί, ας πούμε, σε ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο θάλασσας στο 115ο ναυτικό μίλι από την ακτή ενός ελληνικού νησιού. Πρόκειται περί άποψης που δεν αντέχει στη λογική και που δεν αξίζει να τη συζητάμε. Μία αντιπαράθεση ισχύος που θα λάβει τις διαστάσεις πολεμικής αναμέτρησης έχει πολλές φάσεις και πολλές ανάγκες που όλες τους θα πρέπει να καλυφθούν από ελληνικής πλευράς. Σε όποια από αυτές τις ανάγκες υπάρξει ενίσχυση που θα απορρέει από τη συμφωνία, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι καθοριστικά θετικό.
Εξ ίσου ανάξια να απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο είναι η άποψη πως η σύναψη αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία δημιουργεί προσκόμματα προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού στρατού. Ευρωπαϊκός στρατός, έτσι όπως τον φαντάζονται οι ακραιφνείς ευρωπαϊστές στην πατρίδα μας, δεν πρόκειται δυστυχώς να δημιουργηθεί τα επόμενα πολλά χρόνια. Αλλά και αν ακόμη από ένα θαύμα δημιουργείτο, μάλλον δεν θα ήταν αυτός που θα συνέδραμε την Ελλάδα σε μία πολεμική αναμέτρηση με κάποια άλλη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ την οποία οι «νέες» χώρες της ΕΕ, μαζί με την Γερμανία, δεν κρύβουν πως θεωρούν πυλώνα τής Ένωσης και ασπίδα για την δική τους προστασία.
Η άποψη, επίσης, πως θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο Έλληνες στρατιωτικοί να συμμετάσχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις εκτός ελλαδικού χώρου είναι μία άποψη μάλλον θλιβερή. Σπεύδω να πω εδώ ότι δεν προτείνω και δεν υποστηρίζω τη δημιουργία εκστρατευτικού σώματος για να πολεμήσει στη Σαχέλ ή αλλού. Το αν θα γίνει αυτό, κάποια στιγμή, πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνυπολογισμού πολλών παραγόντων. Όμως, είναι απαράδεκτο να αποκλείεται εκ προοιμίου να συμμετάσχει ελληνική δύναμη σε πολεμικές επιχειρήσεις ενός συμμάχου από τον οποίο, όμως, εμείς προσδοκούμε πολεμική συνδρομή, ειδικά μάλιστα εάν αυτές οι επιχειρήσεις προσπαθούν να υποστηρίξουν τις αξίες του δυτικού πολιτισμού στον οποίον η χώρα μας θέλει να συμμετέχει.
Επιπροσθέτως, για το ίδιο θέμα, και με δεδομένο ότι κάθε μέρα όλο και περισσότερο γίνεται ευρύτατα κατανοητή η αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ισχυρής αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος για την χώρα μας, είναι σημαντικό κάποιος να σκεφτεί ότι η Ελλάδα απειλείται από μία χώρα οι στρατιωτικοί της οποίας τις τελευταίες δεκαετίες έχουν συμμετάσχει σε μία σειρά πολέμων. Αντίθετα, ο ελληνικός στρατός είναι μεν ευτύχημα ότι δεν έχει χρειαστεί να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις από το 1974 και μετά, αλλά το ίδιο πράγμα από μία άλλη άποψη είναι και αδυναμία: ένας στρατός πρέπει να δοκιμάζει τις δυνάμεις του, τα όπλα του, τους μηχανισμούς του, τις τακτικές του σε πραγματική βάση. Γιατί για αυτό πρέπει να είναι ταγμένος ο στρατός της χώρας: για να μπορεί να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τις αξίες της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας. Και αυτό απαιτεί δράση, τόλμη, θυσίες αλλά και προγραμματισμό και πρόνοια.
Εκτός από ύψιστη κουτοπονηριά είναι και σφάλμα να απαιτούμε από μία ξένη χώρα να μας συνδράμει στρατιωτικά και με κάθε άλλο τρόπο σε μία ενδεχόμενη σύγκρουση για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής μας ακεραιότητας, ενώ εμείς, την ίδια στιγμή, να δηλώνουμε ότι δε θα προσφέρουμε κανενός ανάλογου είδους βοήθεια προς αυτήν σε μία παρόμοια περίπτωση. Αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίον συμπεριφέρονται τα έθνη που θέλουν να έχουν αξιοπρέπεια στη διεθνή σκηνή.
Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί πως είναι ερώτημα άνευ ουσίας αυτό που τίθεται κατά κόρον για το εάν υπάρχει βεβαιότητα πως η αμοιβαία αμυντική συνδρομή που είναι διατυπωμένη στο άρθρο 2 της Συμφωνίας θα υλοποιηθεί όντως από τη μεριά της Γαλλίας σε περίπτωση που η Ελλάδα εμπλακεί σε πόλεμο. Αυτό πράγματι είναι κάτι που δε μπορεί να το προδικάσει κανείς κατηγορηματικά: μπορεί να υλοποιηθεί, μπορεί και όχι. Αλλά, ακόμη και αν δεν υλοποιηθεί με την μορφή που ενδεχομένως κάποιοι φαντάζονται (ίσως σαν μία επανάληψη της ναυμαχίας του Ναυαρίνου), μπορεί να υλοποιηθεί σε μικρότερο βαθμό αλλά με έναν τέτοιο τρόπο που να είναι καθοριστικός για την εξέλιξη μίας αναμέτρησης ισχύος. Αυτό, άλλωστε, γίνεται φανερό από το απλό γεγονός πως η συμφωνία αυτή ακόμη και με την υπογραφή της έχει ισχυροποιήσει την Ελλάδα, όχι μόνο διπλωματικά και πολιτικά αλλά επίσης και επιχειρησιακά, γιατί δημιουργεί ανασφάλεια, φόβο και ερωτηματικά σε κάθε πιθανό επίβουλο. Εκεί φαίνεται ήδη η πρακτική χρησιμότητα της συμφωνίας.
Για όσους, μάλιστα, έχουν μεγάλη αμφιβολία για την τυχόν υλοποίησή της, θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι οι τουρκικές δυνάμεις στη Λιβύη δέχθηκαν κάποια στιγμή ισχυρά πλήγματα που προήλθαν από αεροσκάφη που δεν τα είδαν ποτέ. Αεροσκάφη τα οποία, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν τύπου Rafale και τα οποία, σύμφωνα με τις τουρκικές υποψίες, ανήκαν είτε στη Γαλλία είτε στα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα. Δηλαδή, στις δύο χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει υπογράψει αμυντική συμφωνία. Μία από τις δύο, λοιπόν, για να επιχειρήσει στη Λιβύη δε χρειάστηκε καν να υπογράψει αμυντική συμφωνία με κάποια από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις της χώρας αυτής.
*Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συγγραφέας με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου του βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης», εκδόσεις Κριτική.