Βαθμολογία

5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη

Κινηματογραφικά μιλώντας, ζούμε την εποχή του Τζέιμς Μποντ και του «No time to die» επομένως το γεγονός ότι από σήμερα Πέμπτη μόλις δύο νέες ταινίες ανοίγουν στις αίθουσες κι αυτές σε περιορισμένο κύκλωμα, δεν προκαλεί βεβαίως απορίες. Πόσο μάλλον με τα εισιτήρια που η ταινία έκοψε από την Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου ως και την Τρίτη 5 Οκτωβρίου: σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της TULIP, εταιρείας διανομης της ταινίας, φτάνουν τα 106.196. Είναι βέβαιον ότι το «No time to die» που εξακολουθεί να προβάλλεται σε παραπάνω από 200 αίθουσες έχει μέλλον μπροστά του διότι απεδείχθη όντως η ταινία την οποία ο κόσμος αδημονούσε να δει μετά την πρώτη της αναβολή λόγω του εγκλεισμού που προέκυψε από τη νόσο Covid 19. Κ


«Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό» («Bad Luck Banging or Loony Porn», Ρουμανία, διεθνής συμπαραγωγή 2021)

Το βραβευμένο με την Χρυσή Αρκτο στο φετινό φεστιβάλ Βερολίνου «Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό» είναι η μια από τις δύο νέες αυτές ταινίες. Σκηνοθετημένο από τον διακεκριμένο Ρουμάνο σκηνοθέτη Ράντου Γιούντε, το φιλμ αρχίζει με σκηνές σκληρού πορνό και προσπαθεί να εξελιχθεί σε κάτι που μοιάζει με φιλοσοφικό δοκίμιο της καθημερινότητας πάνω στα «πρέπει» και τα «μη πρέπει» που ορίζει η σύγχρονη κοινωνία.

Κεντρικό πρόσωπο μια δασκάλα (Κάτια Πασκάριου) που θα βρεθεί εκτεθειμένη όταν ένα ερασιτεχνικό πορνό στο οποίο είχε πολύ έντονη συμμετοχή, διαρρέει στο διαδίκτυο. Υπό την απειλή της απόλυσης, αποφασίζει να μην καταθέσει τα όπλα παρά να μπει στην επίθεση και να υπερασπιστεί τον εαυτό της προβάλλοντας διάφορα επιχειρήματα τα οποία φυσικά «σηκώνουν» διάλογο, οπότε ο καθένας έχει την γνώμη του.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Ράντου Γιούντε έφτιαξε μια πολύ περίεργη, «παιχνιδιάρικη» ταινία, παρδαλή αλλά συγχρόνως σοβαρή. Από την μια είναι μοιρασμένη σε κεφάλαια τα οποία χωρίζονται με ροζ καρτέλες και καλλιγραφικούς τίτλους υπό τους ήχους χαρούμενων τραγουδιών, από την άλλη ακολουθεί μια ρεαλιστική γραφή που πλησιάζει εκείνη του ντοκιμαντέρ καθώς παρακολουθούμε μια ημέρα από την καθημερινότητα της δασκάλας στους δρόμους του Βουκουρεστίου. Εκεί βρίσκεται η πραγματική αξία της ταινίας, στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης επισημαίνει τον μισανθρωπισμό και την «παράνοια» που έχει προκληθεί από την «Covid εποχή» : όλοι οι άνθρωποι, μασκοφορεμένοι ως επί το πλείστον, συμπεριφέρονται με μια τρομερή επιθετικότητα, αγενώς και χωρίς κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό τους.

Οσο για το στοιχείο του πορνό βρίσκεται στην ταινία αποκλειστικά για εμπορικούς λόγους και δεν ήταν απαραίτητο να ενταχθεί αφού το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να υπονοηθεί πολύ πιο κομψά και όχι με την χυδαιότητα που προς στιγμή αποκαρδιώνει.

Βαθμολογία: 2 ½


«Η γυναίκα που έφυγε» («Domangchin yeoja»/ «Τhe woman who run», Ν. Κορέα, 2020)

Ατελείωτης διάρκειας μονοπλάνα στα οποία βλέπουμε δύο ανθρώπους να συνομιλούν μεταξύ τους, συνθέτουν την γενική εικόνα αυτής της ταινίας που προέρχεται από την Νότιο Κορέα και προσπαθεί να ακολουθήσει τα βήματα Ευρωπαίων σκηνοθετών που έχουν εντρυφήσει σε αυτό το είδος κινηματογράφου, με «πατριάρχη» τον Ερίκ Ρομέρ.

Το νήμα που συνδέει αυτές τις συναντήσεις είναι μια γυναίκα (Κιμ Μιν –Χε) η οποία εν τη απουσία του ανδρός της, αποφασίζει να επισκεφτεί γνωστούς σε διάφορες περιοχές της Σεούλ και να περάσει ώρες μαζί τους. Οι κουβέντες του αέρα συνδυάζονται με θέματα σοβαρά, κάπου το χιούμορ κάνει διακριτικά την παρουσία του, οι ηθοποιοί είναι θαυμάσιοι στο δύσκολο έργο τους – επαναλαμβάνω τα μονοπλάνα είναι πολύ μεγάλης διάρκειας. Αλλά για το που και σε τι ακριβώς όλο αυτό το πράγμα καταλήγει, φοβάμαι ότι δεν έχω την απάντηση. Η ταινία διαρκεί δύο ώρες αλλά θα μπορούσε να διαρκεί άλλες τόσες.Ο ρυθμός δεν θα πρέπει να βρίσκεται στις προτεραιότητες του σκηνοθέτη Χοινγκ Σανγκ Σου – όχι εδώ τουλάχιστον γιατί η προηγούμενή του ταινία «The day after» είχε.

Βαθμολογία: 2 ½


Μαζι με την ταινία «Η γυναίκα που έφυγε» προβάλλεται και η μικρού μήκους «A la carte»των Ταξιάρχη Δεληγιάννη και Βασίλη Τσιουβάρα, μια ευγενική δραματική σάτιρα πάνω στην πολιτική, όσο και την δημοσιογραφική υποκρισία. Λαμβάνει χώρα αποκλειστικά μέσα σε ένα ραδιοφωνικό στούντιο όπου ένας δημοσιογράφος (Αντώνης Μποσκοίτης) κάνει συνέντευξη σε έναν υπουργό (Χρήστος Στέργιοιγλου). Στημένες οι ερωτήσεις, στημένες οι απαντήσεις, οι βρισιές του κοινού στα μηνύματα μεταφράζονται σε «ύμνους» αλλά και μια τραγωδία κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Χωρίς να λέει κάτι το αξέχαστο ή το πρωτόγνωρο, η ταινία βγάζει ένα πικρό γέλιο γιατί αντιμετωπιζει με ειλικρίνεια το ψέμα.