Η στιγμή που αποφάσισε να εγκαταλείψει μαζί με την οικογένειά της το Αφγανιστάν ήταν, όπως εκμυστηρεύεται, η χειρότερη της ζωής της. «Δεν υπάρχουν λόγια για να την περιγράψω. Δεν μπορούσαμε, όμως, να συνεχίσουμε να μένουμε εκεί. Η κατάσταση είναι πλέον πολύ άσχημη…».
Η Χούμα Αχμαντί είναι μία από τις επτά αφγανές βουλευτίνες που έφτασαν την περασμένη εβδομάδα στη χώρα μας, όπου θα φιλοξενηθούν μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία μετεγκατάστασής τους. Διετέλεσε βουλευτής στην πατρίδα της για δύο θητείες, ενώ με πορεία τουλάχιστον 20 χρόνων στην πολιτική, η Χούμα θεωρείται από τις βουλευτίνες με τη μεγαλύτερη εμπειρία. Η άνοδος του καθεστώτος των Ταλιμπάν, ωστόσο, κατέστρεψαν μέσα σε μια νύχτα όλα όσα εκείνη και άλλες γυναίκες είχαν καταφέρει.
«Στα περισσότερα κορίτσια δεν επιτρέπεται να πάνε στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο, οι τράπεζες καταρρέουν, αρκετοί έχουν σκοτωθεί από τους Ταλιμπάν, αλλά οι περισσότεροι πεθαίνουν από την πείνα. Υπάρχουν ελλείψεις στο ηλεκτρικό» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Χούμα Αχμαντί, η οποία μαζί με τους δύο γιους, τις δύο κόρες και τον σύζυγό της άφησαν τη ζωή τους στο Αφγανιστάν και ελπίζουν να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις επτά αφγανές βουλευτίνες που βρίσκονται εδώ και λίγες μέρες στη χώρα μας έρχονται να προστεθούν άλλες 26 γυναίκες δικηγόροι και δικαστές, οι οποίες μαζί με τις οικογένειές τους έφτασαν, μέσω Τιφλίδας, στην Αθήνα το βράδυ της Πέμπτης. Ο αγώνας για τη Χούμα Αχμαντί υπέρ των ανθρώπων και ειδικά των γυναικών στο Αφγανιστάν, όμως, δεν σταματά εδώ. Οπως λέει, κι όταν φτάσει στην Αμερική αλλά και από την Ελλάδα όπου βρίσκεται αυτή την περίοδο «θα υψώνουμε τη φωνή μας» και συνεχίζει: «Είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένη από τους Ελληνες, τους δημοσιογράφους, τις εφημερίδες που μας έδωσαν «καταφύγιο» για να ζήσουμε σε ένα ειρηνικό περιβάλλον και να δώσουμε τη μάχη μας για τη Δημοκρατία. Εκπροσωπώ τους ανθρώπους που έμειναν στο Αφγανιστάν και που δεν μπόρεσαν να φύγουν, Θα συνεχίσω τον αγώνα μου και την πολιτική μου δράση».
Η 50χρονη Χομέιρα Αγιούμπι εξελέγη δύο φορές βουλευτίνα στο Αφγανιστάν. Με σπουδές στα Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ, αποφάσισε να κατέβει στην πολιτική. «Οι φονταμενταλιστές υποστήριζαν πως το Ισλάμ απαγορεύει να ψηφιστεί μία γυναίκα. Αντιμετώπισα πολλές επιθέσεις αυτοκτονίας, βομβιστικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια της θητείας μου, αλλά αγωνίστηκα και κατάφερα να εκλεγώ με τις περισσότερες ψήφους ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες στην περιφέρειά μου». Εργάστηκε στην εκπαίδευση κοριτσιών και αγοριών σε διάφορες περιοχές του Αφγανιστάν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. «Μετά από 10 χρόνια πορείας στο Κοινοβούλιο είχα καταφέρει να αλλάξω τη νοοτροπία των ανθρώπων, τους έμαθα πως μια γυναίκα μπορεί να εργαστεί πολύ καλύτερα από έναν άνδρα και ήταν ένας από τους λόγους που με ψήφιζαν ξανά και ξανά». Στην περιφέρειά της εκλέγονταν εκτός από εκείνη άλλοι τέσσερις άνδρες. «Για τους ψηφοφόρους, αυτοί ήταν οι «διεφθαρμένοι»κι εγώ η «θεά» τους. Για το συμφέρον του λαού, έκανα είκοσι σχολεία για τα κορίτσια, έχτισα αεροδρόμιο με τη βοήθεια χορηγών, έφτιαξα στην περιοχή ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια στη χώρα κυρίως για τα κορίτσια, των οποίων οι οικογένειες δεν τα άφηναν να πάνε σε άλλες επαρχίες για να σπουδάσουν. Κατασκεύασα εκατοντάδες χιλιόμετρα δρόμων για να ενωθούν με την πόλη, μαιευτικές κλινικές γιατί πολλές γυναίκες πέθαιναν κατά τη διάρκεια της γέννας».
Ιδιαίτερα υπερήφανη είναι για τη δημιουργία της Επιτροπής Κατά της Διαφθοράς, της οποίας ήταν πρόεδρος για έξι χρόνια. «Σήμερα, δεν υπάρχει καμία ελπίδα για τις γυναίκες στο Αφγανιστάν. Ολες είναι στο σπίτι, δεν μπορούν να πάνε στο σχολείο. Στους εργασιακούς χώρους δεν υπάρχουν γυναίκες, δεν υπάρχουν γυναίκες εισαγγελείς, στην πολιτική, στην αεροπορία. Μπορεί κανείς να δει μόνο γυναίκες γιατρούς και νοσηλεύτριες, κι αυτό γιατί οι Ταλιμπάν τις έχουν ανάγκη. Εχουν βάλει ακόμη και περιορισμούς στις γυναίκες για να βγουν έξω από το σπίτι. Δεν τους επιτρέπεται να φορούν τακούνια, άρωμα ή να φορούν ρούχα που θεωρούν οι ίδιοι προκλητικά». Παρόλο που, όπως εκμυστηρεύεται στα «ΝΕΑ», δεν ήθελε να αφήσει τη χώρα της, η δική της ζωή αλλά και της οικογένειάς της βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. «Οι κόρες μου δεν μπορούσαν πια να πάνε σχολείο, έκλεισαν κάθε πτυχή της ζωής μας. Γι’ αυτό αποφάσισα να φύγω».