Η ΔΕΗ από την ίδρυσή της, το 1950, βρέθηκε στο κέντρο πολιτικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο εξηλεκτρισμός ήταν πρώτος στόχος και βάση της επιχειρούμενης τότε εθνικής ανασυγκρότησης, και η ηλεκτροπαραγωγή ίσως η κρισιμότερη παράμετρος εκείνης της προσπάθειας.
Κατά την ίδρυση της ΔΕΗ λειτουργούσαν στη χώρα 385 ηλεκτρικές εταιρείες. Από αυτές, 263 ιδιωτικές με απλή άδεια, 54 με προνομιακή, 58 ήταν δημοτικές και κοινοτικές και άλλες 10 λειτουργούσαν χωρίς άδεια.
Ιδρυόμενη απορρόφησε όλες τις ιδιωτικές και σταδιακά μονοπώλησε την εγχώρια αγορά παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος.
Ο Μποδοσάκης, ο Ανδρεάδης και τα λιγνιτωρυχεία
Το 1958, μάλιστα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δύσπιστος και καχύποπτος όπως ήταν, φρόντισε να αφαιρέσει από τον Πρόδρομο Μποδοσάκη και να παραδώσει στη ΔΕΗ την εκμετάλλευση των λιγνιτωρυχείων της Πτολεμαΐδας, όπως και τον ατμοηλεκτρικό σταθμό του Αγίου Δημητρίου που ανήκε στον δαιμόνιο μικρασιάτη επιχειρηματία, ο οποίος ανακάλυψε και εκμεταλλεύθηκε τα λιγνιτικά πεδία της Δυτικής Μακεδονίας.
Κατά μία εκδοχή ο Καραμανλής θέλησε τότε να ευνοήσει, έναντι του «βενιζελικού» Μποδοσάκη, τον θεωρούμενο «δικό» του Στρατή Ανδρεάδη, ο οποίος ωστόσο τον τιμώρησε στα χρόνια της Δικτατορίας συνεργαζόμενος με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, πράγμα που δεν συγχώρησε ποτέ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και επιστρέφοντας νικητής και τροπαιούχος το 1974 από το Παρίσι έσπευσε να εθνικοποιήσει όλες τις εταιρείες του Ανδρεάδη, με πρώτη και καλύτερη την Εμπορική Τράπεζα.
Το κρατικό μονοπώλιο και τα «ρετιρέ» των εργαζομένων
Από το 1958 και εντεύθεν, η ΔΕΗ ανεδείχθη σε ένα πανίσχυρο κρατικό μονοπώλιο, συγκροτούμενο σε μια ιδιότυπη εταιρεία, με μία μόνη μετοχή ανήκουσα στο κράτος. Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού σε εκείνα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κατάφερε να προσελκύσει την αφρόκρεμα του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, να συγκεντρώσει τους καλύτερους μηχανικούς και να αναπτυχθεί δυναμικά συγκροτώντας σταδιακά ένα τεράστιο δίκτυο παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος περίπου 210.000 χιλιομέτρων, καταφέρνοντας να ηλεκτροδοτήσει όλη τη χώρα. Στις δεκαετίες του ’50, ιδιαιτέρως του ’60, εκείνο το σχήμα, σε συνθήκες προστατευτικής οικονομίας, απέδωσε τα μέγιστα. Η επιχείρηση επιτελούσε το έργο της, μεγάλωνε σταθερά και ενίσχυε πραγματικά την εθνική οικονομία.
Με τον καιρό ωστόσο φορτώθηκε βάρη και αγκυλώσεις, οι κυβερνήσεις κατά καιρούς την εκμεταλλεύθηκαν κατά τρόπο βάναυσο και η μεταπολίτευση τη βρήκε με ένα πανίσχυρο και απαιτητικό συνδικάτο, που έφθασε να εξοργίσει ακόμη και τον φιλικά διακείμενο προς τους συνδικαλιστές Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος στην κρίση του 1985 απέδωσε τους εργαζομένους στην επιχείρηση ως «ρετιρέ».
Κομματικές διοικήσεις και έλλειμμα επενδύσεων
Η αλήθεια είναι ότι η ΔΕΗ πέρασε από διάφορες φάσεις. Στις περισσότερες των περιπτώσεων κακόπεσε, οι διορισμένες κομματικές διοικήσεις συνήθως ήσαν εντελώς ανεπαρκείς, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις σύνθετες απαιτήσεις της θέσης και του ρόλου της επιχείρησης, αλλά και όποτε βρέθηκαν οραματικές και ενεργές δεν βρήκαν την υποστήριξη που χρειάζονταν. Εν τω μεταξύ οι ενεργειακές ανάγκες αυξάνονταν, καθώς η οικονομία άλλαζε και οι συνδεδεμένες με την ηλεκτρική ενέργεια υπηρεσίες πολλαπλασιάζονταν.
Το 1986 ένα πανελλαδικό μπλακάουτ φανέρωσε το έλλειμμα των επενδύσεων που καταδίωκε την επιχείρηση και την ανάγκη αναδιοργάνωσής της. Ωστόσο ουδεμία συγκλονιστική αλλαγή επήλθε. Μπαλώματα και φτιασιδώματα συνόδευαν τις κατά καιρούς κρίσεις, καθώς η συνδικαλιστική δράση διατηρούνταν αχαλιναγώγητη, οι κομματικές επιλογές συνέχιζαν στις περισσότερες των περιπτώσεων το καταστροφικό τους έργο και βεβαίως τα πολυποίκιλα συμφέροντα είχαν πλέον εδραιωθεί, διέθεταν βάσεις ισχύος και επιρροής προς όφελός τους ασκώντας τον δικό τους διαβρωτικό ρόλο.
Το 2000 η πρώτη προσπάθεια αλλαγής
Κάπως έτσι κύλησαν οι τρεις δεκαετίες της μεταπολίτευσης, για να φθάσουμε στην πρώτη σημαντική και ενδιαφέρουσα απόπειρα αλλαγής το 2000, στη δεύτερη θητεία του Κώστα Σημίτη, υπό τη διοίκηση των Δημήτρη Παπούλια και Στέργιου Νέζη. Τότε άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η ΔΕΗ μετεξελίχθηκε σε πραγματική πολυμετοχική εταιρεία, εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών, απέκτησε ιδιώτες μετόχους, αποδέχθηκε αρχές και κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης, η λειτουργία της απέκτησε εσωτερική συνέπεια, εξελίχθηκε επιχειρηματικά, παρουσίασε πρωτοφανή κερδοφορία, μείωσε τον δανεισμό της, έκανε επενδύσεις και έδειχνε να προετοιμάζεται συστηματικά για την επόμενη φάση. Στο τέλος εκείνης της τετραετίας, παραμονές της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η ΔΕΗ ήταν μια άλλη εταιρεία.
Νέος κύκλος ζημιών και υπερχρέωσης με Καραμανλή
Ωστόσο, επερχόμενη η πολιτική αλλαγή, ο Κώστας Καραμανλής εγκατέστησε τη δική του διοίκηση, η οποία εν ριπή οφθαλμού επανέφερε τη ΔΕΗ στις παλαιές κακές της μέρες. Ολη εκείνη η προσπάθεια εκσυγχρονισμού και αναγέννησης χάθηκε μονομιάς μέσα σε δύο χρόνια. Προϊόντος του χρόνου ξανάπεσε σε κύκλο ζημιών και υπερχρέωσης, διολίσθησε σε κύκλο αναξιοπιστίας και επελθούσα η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 τη βρήκε σε κρίση υπαρξιακή, ανίκανη να συγκεντρώνει τα έσοδά της, σε κατάσταση πλήρους ακινητοποίησης. Οι διοικήσεις που ακολούθησαν στην πολιτικά ασθενή δεκαετία της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης απεδείχθησαν προβληματικές και ανίκανες να δημιουργήσουν ευκαιρίες επανεκκίνησης. Εν τω μεταξύ νέες ανάγκες άρχισαν να αναδεικνύονται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και των βαρών που συσσώρευσαν οι ποινές εξαιτίας των ρύπων και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το ενεργειακό ισοζύγιο με τον καιρό κατέστη ασύμφορο, το βάρος των λιγνιτικών μονάδων ασήκωτο και η ανάγκη μετατόπισης της παραγωγής σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επείγουσα.
Η καυτή πατάτα στα χέρια του Μητσοτάκη
Κερδίζοντας τις εκλογές το καλοκαίρι του 2019 ο κ. Μητσοτάκης βρέθηκε με μια καυτή πατάτα στα χέρια. Η ΔΕΗ είχε καταστεί προβληματική και αναξιόπιστη, δεν είχε πρόσβαση στις αγορές και χωρίς επέμβαση συστηματική και οργανωμένη θα κατέρρεε στην κυριολεξία υπό το βάρος των ζημιών, των χρεών και της αδυναμίας της να πραγματοποιήσει επενδύσεις. Το κόστος εξυγίανσης μεταφέρθηκε κατά βάση στους καταναλωτές μέσω της αύξησης των τιμολογίων του ρεύματος και μαζί διεκδικήθηκε κάποια διευκόλυνση από την Ευρώπη για τις ποινές των ρύπων. Ακολούθως ετέθη το δίλημμα της ανάπτυξης.
Το στοίχημα της αναγέννησης
Η νέα διοίκηση του Γιώργου Στάσση διαπίστωσε ότι δεν είχε πολλές επιλογές. Επρεπε να επιτύχει γρήγορη κερδοφορία, ικανή να υποστηρίξει την έξοδο στις αγορές, τη μόνη που θα μπορούσε να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους πόρους για τις επενδύσεις και μαζί να εγγυηθεί την επανατοποθέτηση της επιχείρησης στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη. Κάπως έτσι φθάσαμε στις τελευταίες εξελίξεις. Εδώ και ενάμιση χρόνο η νέα διοίκηση της ΔΕΗ συνεργάζεται με διεθνή σχήματα συμβούλων, προσέλαβε την Goldman Sachs και σταδιακά έχτισε ένα πλάνο εξόδου από την κρίση. Το πλάνο προέβλεπε πώληση περιουσιακών στοιχείων και αναζήτηση χρηματοδοτικών πόρων προκειμένου να υποστηριχθεί ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 5 δισ. ευρώ μέχρι το 2024 και άλλων 3 δισ. ευρώ μέχρι το 2026. Η επιτυχής πώληση του ΔΕΔΔΗΕ και η ευτυχής συγκυρία αποκόμισης 1,3 δισ. ευρώ ενεργοποίησαν το όλο σχέδιο επανεκκίνησης της ΔΕΗ. Αυτομάτως ετέθη το δίλημμα πώς και με ποιους άλλους τρόπους θα συγκεντρωθούν οι απαιτούμενοι για τις επενδύσεις πόροι.
Πράσινο φως από τις διοικήσεις και το Υπερταμείο
Ετσι ετέθη το ζήτημα της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου κατά 750 εκατ. ευρώ μέσω της διάθεσης του 17% της ΔΕΗ που κατείχε το ΤΑΙΠΕΔ. Απαντες οι εμπλεκόμενοι διαβεβαιώνουν ότι δεν υπήρξε καμία πίεση από την πλευρά των ευρωπαϊκών αρχών. Η επιλογή βαραίνει τις διοικήσεις της ΔΕΗ, του Υπερταμείου που ενέκρινε τη συγκεκριμένη επιλογή και βεβαίως την κυβέρνηση, η οποία αποδέχθηκε και υπερασπίστηκε τη σχετική εισήγηση. Κατά μία εκδοχή ο Πρωθυπουργός επικοινώνησε κάποια στιγμή με τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ και τον ενημέρωσε ότι στόχος της συγκεκριμένης επιλογής είναι η εξυγίανση και επανεκκίνηση της ΔΕΗ.
Οι υψηλές προσδοκίες και η άλλη λύση
Στο ερώτημα γιατί επελέγη η συγκεκριμένη λύση και όχι κάποια άλλη, π.χ. αυτή της έκδοσης ομολογιακού δανείου, οι υπεύθυνοι του εγχειρήματος επιμένουν ότι ήταν η προσφορότερη στην παρούσα συγκυρία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα καταφύγουν και σε έκδοση ομολογιακού δανείου σε επόμενο στάδιο. Μάλιστα υπολογίζουν ότι το αποτέλεσμα της αύξησης να είναι πολύ καλύτερο του αναμενομένου και δεν είναι απίθανο να ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.
Αποκρούουν επίσης τις αιτιάσεις πολλών ότι με τη μέθοδο που επελέγη χάνεται ο έλεγχος της επιχείρησης επισημαίνοντας ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές ηλεκτρικές εταιρείες τα ποσοστά που ελέγχονται από το κράτος είναι μικρότερα του 34%, που θα μείνει υπό τον έλεγχο του ελληνικού κράτους.
Αποκλείουν και την επιθετική εξαγορά
Διευκρινίζουν ακόμη ότι δεν θα προκύψει από την όλη διαδικασία στρατηγικός επενδυτής, γιατί όπως λένε οι εμπλεκόμενοι, όσοι διεκδικούν τέτοιους ρόλους πρώτα διασφαλίζουν θέσεις στη διοίκηση και μετά επιχειρούν. Και τέτοιες θέσεις στη διοίκηση της ΔΕΗ, όπως δηλώνουν οι υπεύθυνοι της επιχείρησης, δεν πρόκειται να εκχωρηθούν. Ακόμη, αποκλείουν το ενδεχόμενο οργάνωσης μηχανισμού επιθετικής εξαγοράς, γιατί κάτι τέτοιο θα προκαλούσε εκτόξευση της μετοχής στα ύψη.
Κριτική για μεταφορά αξιών σε ιδιώτες
Στον αντίποδα πάντως οι επικριτές της όλης ιδέας επιμένουν ότι άνοιξε η κερκόπορτα της ΔΕΗ και ουσιαστικά μέσω της αύξησης κεφαλαίου, διά της διάθεσης του ποσοστού που κατέχει το ΤΑΙΠΕΔ, μεταφέρονται αξίες από το κράτος σε ιδιώτες επενδυτές και πιθανώς η όρεξη για άλλες πιο δυναμικές εξελίξεις. Και επιπλέον σημειώνουν ότι στην παρούσα φάση ανόδου των τιμών του φυσικού αερίου και προβλημάτων στη διάθεσή του τέτοια εγχειρήματα μπορεί να αποβούν μοιραία.
Ευκαιρία για μεγέθυνση και αναγέννηση
Ωστόσο οι χειριστές του σχεδίου ανταπαντούν ότι οι καιροί ου μενετοί και πως η ΔΕΗ έχει μια ευκαιρία μεγέθυνσης και αναγέννησης μέσω επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εντός και εκτός της χώρας, οι οποίες φθάνοντας στο 70% του συνόλου θα της επιτρέψουν να μειώσει την έκθεσή της στο κόστος των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Απλώς συνιστούν υπομονή και αντοχές γιατί τα αποτελέσματα δεν έρχονται αυτόματα, θέλουν τον χρόνο τους.
Οπως και να έχει, η ΔΕΗ εξάπτει τα πολιτικά πάθη, ιστορικά οι όποιες αλλαγές γεννούν εντάσεις και αναστατώσεις. Οι επόμενες εβδομάδες μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, οπότε και θα έχουν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες και θα εκκινήσουν οι διαδικασίες αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, θα είναι κρίσιμες, καθώς όλες οι ενδιαφερόμενες δυνάμεις θα τοποθετηθούν.