Το μήνυμα πως όσο η Τουρκία αφήνεται, χωρίς αποτελεσματική αντίδραση και χωρίς εξίσου αποτελεσματικές αυστηρές κυρώσεις, ν’ αμφισβητεί την βαρβαρότητα του παρελθόντος της, τόσο θ’ αποθρασύνεται και δεν θα διστάσει να τις επαναλάβει, έστω και με συγκαλυμμένη μορφή, στο παρόν και στο μέλλον, έστειλε ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.
Ο κ. Παυλοπουλος μιλώντας σε εκδήλωση για την σφαγή της Χίου στο πλαίσιο του συνεδρίου του δικηγορικού συλλόγου Χίου για την επέτειο των 200 ετών από την ελληνική επανάσταση τόνισε ότι η σφαγή της Χίου είναι κορυφαίο ιστορικό γεγονός το οποίο σηματοδοτεί το στίγμα της τουρκικής βαρβαρότητας και προαναγγέλει τις γενοκτονίες του 20ου αιώνα.
«Και όσο η Τουρκία θ’ αφήνεται, και πάλι χωρίς αποτελεσματική αντίδραση και χωρίς εξίσου αποτελεσματικές αυστηρές κυρώσεις, να προσβάλει θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε τους κανόνες για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, τόσο οι αδιανόητες προσβολές της θα συνεχίζονται και θα διευρύνονται παρέχοντας, επιπλέον, ένα «ανέξοδο» «παράδειγμα προς μίμηση» και για άλλα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας» τόνισε ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην ομιλία του αυτή ο κ. Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Την 30ή Μαρτίου 1822, η οθωμανική θηριωδία, χαρακτηριστικό δείγμα βαρβαρότητας που «στοιχειώνει» –μεταξύ και πολλών άλλων θηριωδιών, δυστυχώς– το απεχθές παρελθόν της Τουρκίας, ενέσκηψε με κτηνώδη σφοδρότητα στο Μαρτυρικό Νησί της Χίου. Το αίμα των κατοίκων της Χίου – «φουσκωμένο» ποτάμι το οποίο ρέει, αδιαλείπτως, πάνω στην «γη» της Ελληνικής Ιστορίας – «πότισε» το Ιερό Χώμα της Εθνεγερσίας του 1821, για να «ριζώσει» το Νεότερο Ελληνικό Κράτος και, μαζί, να επανέλθει η Ελευθερία στο από αιώνων λίκνο της. Συνήθως –και εν πολλοίς δικαίως – αναφερόμενοι στην Σφαγή της Χίου μένουμε στα γεγονότα της Μεγάλης Θυσίας. Θυσίας, η οποία υπενθυμίζει στο Έθνος των Ελλήνων αφενός μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της Επανάστασης που ξεκίνησε την 25η Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα και, αφετέρου, ποιο είναι σήμερα αλλά και στο μέλλον το χρέος μας για την υπεράσπιση της Πατρίδας. Είναι όμως ανάγκη, για την πληρότητα της αποτίμησης της σημασίας της Σφαγής της Χίου στην όλη πορεία της Εθνεγερσίας του 1821, να διεισδύσουμε στα γεγονότα της 30ής Μαρτίου 1822 αποκαλύπτοντας, επιπλέον και για μιαν ακόμη φορά, από την μια πλευρά τι σηματοδότησαν για την μετέπειτα συμπεριφορά της Τουρκίας και, συνακόλουθα, τι διδάσκουν, πάντοτε ως προς το κράτος αυτό, τον Ελληνισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Διεθνή Κοινότητα γενικώς. Και, από την άλλη πλευρά, ποια ήταν η επίπτωση των ως άνω ιστορικών γεγονότων στην «έκρηξη» του Φιλελληνισμού κυρίως στην τότε Ευρώπη και πώς, προς αυτή την κατεύθυνση, η Χίος ήταν ο «πρόδρομος» της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1826, κατά την «επική» Έξοδο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», σύμφωνα με τον Διονύσιο Σολωμό.
Α. Στις αρχές Μαρτίου του 1822, ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, πρωτεργάτης και ηγέτης της Σαμιακής Επανάστασης της 17ης Απριλίου 1821, αποβιβάσθηκε στην Χίο για να ξεκινήσει ο Απελευθερωτικός Αγώνας κατά των οθωμανών.
1. Με 1.500 άνδρες επιτέθηκε στην φρουρά των οθωμανών, έχοντας την συμπαράσταση, σχεδόν αποκλειστικώς, των κατοίκων της υπαίθρου της Χίου. Οι 3.000 οθωμανοί, που βρίσκονταν στο Νησί, κλείσθηκαν στο Κάστρο της Χίου. Η πολιορκία τους άρχισε αλλά γρήγορα «εκφυλίσθηκε» επιχειρησιακώς και έτσι δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Η αντίδραση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ υπήρξεν όχι μόνον ακαριαία αλλά και πρωτοφανώς στυγνή, «δίνοντας το σύνθημα» για αδιανόητες ωμότητες, δείγματα πραγματικής βαρβαρότητας δίχως προηγούμενο. Κατ’ εντολή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, ο Καρά Αλή πασάς αποβιβάσθηκε, ύστερα από σφοδρό κανονιοβολισμό, στην Χίο την 30ή Μαρτίου 1822. Πυρπόλησε τα περίχωρα και την Πρωτεύουσα του Νησιού κάνοντας τα πάντα «στάχτη».
2. Και ύστερα άρχισε η Σφαγή. Σφαγιάσθηκαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Χίου, μέλη του Ελληνικού στοιχείου, πλην των αγοριών ηλικίας μεταξύ 3 και 12 ετών και των γυναικών ηλικίας μεταξύ 3 και 40 ετών. Έτσι, από 117.000 μέλη του Ελληνικού στοιχείου σφαγιάσθηκαν πάνω από 42.000, ενώ όσοι εξαιρέθηκαν, κατά τα προλεχθέντα, από την Σφαγή –περί τις 50.000– αρχικώς αιχμαλωτίσθηκαν και στην συνέχεια οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της οθωμανικής επικράτειας για να καταλήξουν στα χέρια των δουλεμπόρων, όπου και πολλοί ακόμη έχασαν την ζωή τους από τους βασανισμούς και άλλες κακουχίες. Για ν’ αντιληφθεί κανείς το αποκρουστικό «πρόσωπο» της οθωμανικής βαρβαρότητας κατά την Σφαγή της Χίου είναι αρκετό να υπενθυμισθεί ότι μαζί με την αναφορά, την οποία απηύθυνε προς την Κωνσταντινούπολη ο τότε τούρκος τοποτηρητής της Χίου Βαχίτ πασάς για να πιστοποιήσει την ανακατάληψη του Νησιού, απέστειλε μαζί και πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια και δύο φορτία με κομμένα αυτιά!
Β. Πριν απ’ όλα η Σφαγή της Χίου πρέπει να μας θυμίζει ότι δεν ήταν, ακόμη και τότε, ένα μεμονωμένο δείγμα της οθωμανικής βαρβαρότητας εις βάρος των υπόδουλων Ελλήνων αλλά και, γενικότερα, όσων βίωσαν επί αιώνες τα δεινά του οθωμανικού ζυγού.
1. Είχαν προηγηθεί και άλλα τέτοια δείγματα, πολλά από τα οποία έχουν, δυστυχώς, σχεδόν λησμονηθεί. Και τούτο πρωτίστως επειδή ο διεθνής περίγυρος της εποχής, κατ’ εξοχήν δε η απαραδέκτως ανεκτική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων της σκοτεινής εκείνης περιόδου, δεν βοήθησαν ώστε να συντηρηθούν δεόντως στην συλλογική μνήμη. Κάτι το οποίο είχε, επιπροσθέτως, ως καταστροφικό, κυριολεκτικώς, αποτέλεσμα την αποθράσυνση της οθωμανικής βαρβαρότητας.
2. Τ’ αποτελέσματα, ως προς την αποθράσυνση της τουρκικής, πλέον, θηριωδίας μετά την εμπέδωση του τουρκικού κράτους υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ τον 20ό αιώνα –με την πλήρη ανοχή ή και στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, εις βάρος κυρίως της Ελλάδας– υπήρξαν κάτι παραπάνω από ιστορικώς «ηχηρά». Μέσα στο πρώτο τρίτο κιόλας του 20ού αιώνα, η Τουρκία επιδόθηκε, «ακάθεκτη», σε σειρά εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας, με αποκορύφωμα τις αδιανόητες, για το Παγκόσμιο Πολιτισμό, Γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου, των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των Ασσυρίων. Γενοκτονίες, για τις οποίες ακόμη και σήμερα η Τουρκία δεν έχει ζητήσει, έστω και καθ’ υποφοράν, μια στοιχειώδη συγγνώμη, επιμένοντας, δίχως ουσιαστική αποτελεσματική αντίδραση με ανάλογες κυρώσεις από την Διεθνή Κοινότητα ή ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να προκαλεί διεθνώς και να διαστρέφει ασυστόλως την Ιστορία. Και αυτό, προκειμένου να συγκαλύψει την βαρβαρότητα του παρελθόντος και να συνεχίσει, με νέες «σύγχρονες μεθόδους», την προκλητική παραβίαση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κυρίως ως προς τις διατάξεις τους που αφορούν τον σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Γ. Στο αμιγώς διεθνές πνευματικό πεδίο της εποχής, η Σφαγή της Χίου βρήκε την θέση που της άρμοζε, ως ιστορικό γεγονός που αφορούσε ευθέως το Πνεύμα και τον Πολιτισμό, ιδίως στην Λογοτεχνία και στην Ζωγραφική.
1. Μένει για πάντα, ως ανεπανάληπτη και αείχρονη «πνευματική παρακαταθήκη», η ποιητική προσφορά του Βίκτωρος Ουγκώ για την φρίκη της Σφαγής της Χίου. Στο ποίημά του, «Τα Ελληνόπουλα», γραμμένο το 1828, ο εμβληματικός Γάλλος λογοτέχνης άφησε στην πνευματική αιωνιότητα στίχους –αξίζει η προσφυγή στην έξοχη μετάφραση στα Ελληνικά του Κωστή Παλαμά– που μένουν χαραγμένοι, αδιαλείπτως, στο «θησαυροφυλάκιο» της παγκόσμιας λογοτεχνικής δημιουργίας. Θυμίζω, μόνο, τις εξής λίγες στροφές από «Τα Ελληνόπουλα»:
«Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα. Η Χίος, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα.»
2. Στο πεδίο της Ζωγραφικής, την Σφαγή της Χίου «καταγράφει» διαρκώς στην διεθνή συλλογική μνήμη ο περιώνυμος και πρωτοποριακός, στον χώρο του Ρομαντισμού, πίνακας του Ευγένιου Ντελακρουά. «Η Σφαγή της Χίου», ελαιογραφία σε καμβά «γιγαντιαίου» μεγέθους –4,19Χ3,54 μ.– κατέχει περίοπτη θέση στο Μουσείο του Λούβρου, πραγματικός «φόρος τιμής» στην Ελλάδα, μαζί –φυσικά από την οικεία ιστορική και πνευματική σκοπιά– με την Αφροδίτη της Μήλου και την Νίκη της Σαμοθράκης. «Η Σφαγή της Χίου» συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων έργων της τεχνοτροπίας του Ρομαντισμού στον χώρο της Ζωγραφικής. Τα χρώματά του και η όλη σύνθεσή του συγκλόνισαν και συγκλονίζουν τον θεατή του πίνακα, με την μοναδική εκφραστική ζωντάνια και την ανείπωτη συγκίνηση που αποπνέουν κατ’ εξοχήν τ’ απεικονιζόμενα πρόσωπα.
Συμπερασματικώς, η Σφαγή της Χίου, ως κορυφαίο ιστορικό γεγονός το οποίο προσλαμβάνει τις διαστάσεις που του αναλογούν ιδίως υπό το φως των εξίσου κορυφαίων συμβολισμών της Επετείου των 200 ετών της Εθνεγερσίας του 1821, δεν είναι –κάθε άλλο μάλιστα– «μονοσήμαντη» ως προς τους αποδέκτες της σήμερα. Και τούτο διότι βεβαίως και πρωτίστως αφορά εμάς, τους Έλληνες, οι οποίοι οφείλουμε, με βάση τα διδάγματα της Σφαγής της Χίου, αφενός να τιμούμε τις θυσίες των Προγόνων μας για την υπεράσπιση της Πατρίδας. Και, αφετέρου, ν’ αναλογιζόμαστε το δικό μας Χρέος απέναντι στην Πατρίδα και να το «μεταλαμπαδεύουμε» εναργές στις γενιές των Ελλήνων που έρχονται. Πλην όμως η Σφαγή της Χίου αφορά, πέραν της Ελλάδας και των Ελλήνων, ευθέως και πολλαπλώς τόσο την Διεθνή Κοινότητα εν γένει όσο και, κυρίως, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον υπό την εξής έννοια: Όσο η Τουρκία αφήνεται, χωρίς αποτελεσματική αντίδραση και χωρίς εξίσου αποτελεσματικές αυστηρές κυρώσεις, ν’ αμφισβητεί – ή και ν’ αγνοεί επιδεικτικώς, παραχαράσσοντας ασυστόλως την Ιστορία – την βαρβαρότητα του παρελθόντος της, τόσο θ’ αποθρασύνεται και δεν θα διστάσει να τις επαναλάβει, έστω και με συγκαλυμμένη μορφή, στο παρόν και στο μέλλον. Και όσο η Τουρκία θ’ αφήνεται, και πάλι χωρίς αποτελεσματική αντίδραση και χωρίς εξίσου αποτελεσματικές αυστηρές κυρώσεις, να προσβάλει θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε τους κανόνες για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, τόσο οι αδιανόητες προσβολές της θα συνεχίζονται και θα διευρύνονται παρέχοντας, επιπλέον, ένα «ανέξοδο» «παράδειγμα προς μίμηση» και για άλλα Κράτη-Μέλη της Διεθνούς Κοινότητας».