Οι ισχυρότερες από τις αναμενόμενες οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας το πρώτο εξάμηνο του έτους οδήγησαν την Fitch Ratings να αναβαθμίσει την πρόβλεψή της για την αύξηση του ΑΕΠ για ολόκληρο το έτος στο 6,0%. Στη έκθεση τονίζεται ότι η επόμενη προγραμματισμένη αναθεώρηση της αξιολόγησης της Ελλάδας αναμένεται τον Ιανουάριο του 2022 και περιγράφονται οι προϋποθέσεις αναβάθμισης, που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα και το δημόσιο χρέος.
Η αναθεώρηση αυτή δεν μειώνει τις προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2021, αλλά υπονοεί ότι ο λόγος χρέος/ΑΕΠ έχει κορυφωθεί σε χαμηλότερο επίπεδο και ότι η ανάπτυξη θα υποστηρίξει τη μείωση του ελλείμματος από το επόμενο έτος.
Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,5% το πρώτο τρίμηνο και 3,4% το 2ο τρίμηνο, ολοκληρώνοντας τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης μετά την απότομη πτώση του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο του 2020 που προκλήθηκε από περιορισμούς που σχετίζονται με την πανδημία.
Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Fitch αναφέρει ότι η ετήσια ανάπτυξη ήταν περίπου 7% το πρώτο εξάμηνο του έτους και το πραγματικό ΑΕΠ επέστρεψε στο προ πανδημικό επίπεδο το δεύτερο τρίμηνο.
Η εγχώρια ζήτηση φαίνεται να έχει οδηγήσει την ανάπτυξη αυτή, με τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση να αυξάνονται σε σύγκριση με το 2020. Η απότομη αύξηση των εξαγωγών αντισταθμίστηκε από την αύξηση των εισαγωγών.
Στην έκθεση τονίζεται ότι τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου, αντανακλώνται στην επικαιροποιημένη εκτίμηση για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος,
Ο διεθνής οίκος αναγνωρίζει επίσης, κάποια μεταβλητότητα σε ότι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι μπορεί να περιορίσουν την ανοδική αναθεώρηση.
Οι περιορισμοί της αλυσίδας εφοδιασμού στους κύριους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας και στους εσωτερικούς τομείς που εκτίθενται περισσότερο στο αυξανόμενο κόστος εισροών, θα μπορούσαν να περιορίσουν την ανάπτυξη, καθώς και μια αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού.
Αναφέρει ότι περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένα, μειώνοντας την ανάγκη για νέους περιορισμούς.
Οι δείκτες υψηλότερης συχνότητας για το 3ο τρίμηνο υποδηλώνουν συνεχή ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και οι διαθέσιμες πληροφορίες για την τουριστική περίοδο υποδηλώνουν κάποια ανάκαμψη. Οι αφίξεις από το εξωτερικό τον Ιούνιο και τον Ιούλιο ήταν περίπου το 40% των επιπέδων του 2019, αλλά πάνω από 3,5 φορές σε σχέση με τα περσινά στοιχεία.
Για το 2022, ωστόσο, μειώνει την πρόβλεψή της για αύξηση του ΑΕΠ σε 4,0% από 5,3%. Αλλά η ανάκαμψη θα συνεχιστεί καθώς η ανάπτυξη του Next Generation EU θα επιταχύνει και θα αυξήσει τις πραγματικές δαπάνες.
Υπογραμμίζει, ότι οι επιχορηγήσεις NGEU που διατίθενται στην Ελλάδα ανέρχονται σε 18,4 δισεκατομμύρια ευρώ (10,1% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019, καθιστώντας την έναν από τους σημαντικότερους δικαιούχους). Εκτιμά μάλιστα, ότι λίγο λγιότερο από το 45% των χρημάτων αυτών θα δαπανηθούν το διάστημα 2021-2023.
«Αν και αναμένουμε ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 3,5% το 2023, αυτό θα παραμείνει πολύ πάνω από τον πιθανό ρυθμό ανάπτυξης λόγω της σημαντικής πλεονάζουσας ικανότητας στην οικονομία» τονίζεται.
Το έλλειμμα
Ο οίκος τονίζει ότι οι βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης για το 2021 δεν μεταφράζονται σε χαμηλότερη πρόβλεψη δημοσίου ελλείμματος. «Στην πραγματικότητα ανεβάσαμε την πρόβλεψη για το έλλειμμα για το 2021 στο 10,0% του ΑΕΠ από 9,5% στην ανασκόπηση του Ιουλίου λόγω των υψηλότερων εκτιμήσεων για το κόστος της κυβερνητικής στήριξης στην οικονομία, η οποία θα υπερτερεί των θετικών επιπτώσεων των εσόδων από την ισχυρή ανάπτυξη» τονίζει και προσθέτει: «Αναμένουμε ότι το έλλειμμα θα μειωθεί από το επόμενο έτος, φτάνοντας το 3,3% του ΑΕΠ το 2023, καθώς δεν εφαρμόζονται τα μέτρα στήριξης της πανδημίας».
Δημόσιο χρέος
Αναφορικά με το δημόσιο χρέος τονίζει ότι κορυφώθηκε το 2020 στο 205,6% του ΑΕΠ. Προβλέπει ότι το χρέος θα αρχίσει να μειώνεται φέτος, φτάνοντας το 196,2% έως το 2023.
Το υψηλό ακαθάριστο χρέος διογκώνεται από την πολύ μεγάλη ταμειακή θέση του ελληνικού κράτους (περίπου 18% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2021).
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Η οικονομική ανθεκτικότητα το πρώτο εξάμηνο συνοδεύτηκε από απότομη πτώση τόσο του συνολικού επιπέδου μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στον ελληνικό τραπεζικό τομέα (σε 29,4 δισ. Ευρώ στο τέλος Ιουνίου από 47,2 δισ. Ευρώ στο τέλος του 2020). Αυτό οφείλεται κυρίως στις συνεχιζόμενες πωλήσεις χαρτοφυλακίων τιτλοποιημένων NPL που διευκολύνονται από το σύστημα κρατικών εγγυήσεων στο πλαίσιο του Προγράμματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων Ηρακλής.
Η έκθεση καταλήγει: «Η επόμενη προγραμματισμένη αναθεώρηση της αξιολόγησης της Ελλάδας αναμένεται τον Ιανουάριο του 2022. Η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο δημόσιο χρέος/ΑΕΠ που επιστρέφει σε σταθερή καθοδική πορεία και η συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετική αξιολόγηση. Η αποτυχία μείωσης του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αρνητικές ενέργειες».