Τα καθοριστικά διλήμματα των επόμενων εθνικών εκλογών που θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής τέθηκαν με αμείλικτο τρόπο στη ΔΕΘ: αυτοδυναμία ή νέες εκλογές ήταν το «σήμα» που εξέπεμψε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης – προοδευτική διακυβέρνηση ή «εκλογικές περιπέτειες και εκβιασμοί» ήταν το «μήνυμα» του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα. Παρά τη διαβεβαίωση του κ. Μητσοτάκη ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, οι δυο αντίπαλοι ξεδίπλωσαν επί της ουσίας την προεκλογική τους ατζέντα σε βάθος χρόνου προϊδεάζοντας για τη σφοδρή εκλογική σύγκρουση που αναμένεται και τις απρόβλεπτες διαστάσεις που κρύβουν οι επόμενες κάλπες, όποτε και αν τελικώς στηθούν.
Οι δύο περιπτώσεις και ο καθοριστικός παράγοντας
Στη μεν πρώτη περίπτωση – αυτοδυναμία ή δεύτερες εκλογές με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η ΝΔ το 2020 επαναφέροντας το μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα – το σενάριο μοιάζει μονόδρομος για διπλές εκλογές, καθώς η επίτευξη αυτοδυναμίας με το σύστημα της απλής αναλογικής φαντάζει άπιαστο όνειρο. Στη δε δεύτερη περίπτωση – προοδευτική διακυβέρνηση – τα σενάρια είναι περισσότερα και περιπλέκονται αρκετά στον βαθμό που απαιτείται η συνεργασία, η στήριξη ή έστω η ανοχή κάποιων κομμάτων ως έσχατη – αλλά μάλλον δυσχερή, σύμφωνα με όσα αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις – λύση.
Σε κάθε περίπτωση, ο καθοριστικός παράγοντας που θα κρίνει τις εξελίξεις είναι η λαϊκή ετυμηγορία, από την οποία θα κριθεί προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν τα πράγματα. Αυτό που είναι βέβαιον είναι ότι για πρώτη φορά θα αναμετρηθούν εκλογικά οι δύο πολιτικές στρατηγικές: απλή αναλογική για κυβερνήσεις συνεργασίας ή επιστροφή στην ενισχυμένη αναλογική για αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Υπό αυτή την έννοια οι πολίτες θα κληθούν διά της ψήφου τους να επιλέξουν όχι μόνον το κόμμα προτίμησής τους αλλά και το μοντέλο διακυβέρνησης του τόπου.
Τα επίδικα ζητήματα για ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ
Τα επίδικα ζητήματα είναι: για τον κ. Μητσοτάκη η υπέρβαση του «εμποδίου» της απλής αναλογικής, κάτι που για τον ίδιο συνιστά προϋπόθεση προκειμένου η χώρα να μην περιέλθει σε ακυβερνησία ώστε να ολοκληρώσει το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο με ορίζοντα δεκαετίας, ενώ για τον κ. Τσίπρα η απλή αναλογική αποτελεί το «όχημα» για την επίτευξη κυβέρνησης συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα προοδευτικής διακυβέρνησης της χώρας κόντρα στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της ΝΔ. Ωστόσο, πέραν των πολιτικών προσδοκιών υπάρχει η πραγματικότητα των αριθμών, που στην περίπτωση των επόμενων εκλογών κρύβει μια σύνθετη σπαζοκεφαλιά με απρόοπτα αλλά και προβλέψιμες παραμέτρους από τις οποίες μπορούν να εξαχθούν προκαταβολικά κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως ότι από όλες τις δημοσκοπήσεις αυτό που συνάγεται είναι ότι δεν προκύπτει αυτοδυναμία.
Απιαστο όνειρο η αυτοδυναμία
Καθοριστικός παράγοντας παραμένει και με την απλή αναλογική το ποσοστό που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα που δεν θα περάσουν το κατώφλι του 3% για την είσοδό τους στη Βουλή. Στις εκλογές του Ιουλίου 2019 το αθροιστικό ποσοστό τους ήταν 8,07% και η ΝΔ κατέκτησε την αυτοδυναμία με ποσοστό 39,85%. Με το ίδιο ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων η ΝΔ θα χρειαζόταν σε εκλογές με απλή αναλογική ποσοστό 46,27% (!) για να κατακτήσει την αυτοδυναμία. Συμπέρασμα: με την απλή αναλογική δεν θα έχουμε αυτοδυναμία, όποιο και να είναι το πρώτο κόμμα. Για αυτό και ο κ. Μητσοτάκης επιδιώκει χωρίς περιστροφές «να τελειώνει» με την απλή αναλογική και να πάει σε δεύτερες εκλογές ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο διασφαλίζοντας «συνθήκες κυβερνησιμότητας και όχι ακυβερνησίας» (ακόμα και στο θεωρητικό σενάριο να επεδίωκε κυβερνητική συνεργασία με το πιο «όμορο» κόμμα, όπως η Ελληνική Λύση, οι δημοσκοπήσεις από τον Αύγουστο και μετά δεν δίνουν το απαραίτητο άθροισμα, κάτι που σημαίνει ότι θα χρειαζόταν και η συμμετοχή τρίτου κόμματος, εν προκειμένω του ΚΙΝΑΛ).
Η ευκαιρία Τσίπρα και το «προσκλητήριο»
Στον αντίποδα ο κ. Τσίπρας βλέπει ως μοναδική ευκαιρία τη μη επίτευξη αυτοδυναμίας ώστε να προκύψει μια προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας, δηλώνοντας ότι ακόμα και με μία ψήφο διαφορά να βρεθεί πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, θα λάβει τη διερευνητική εντολή και θα επιδιώξει την κυβερνητική σύμπραξη με τα προοδευτικά και αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης. Το «προσκλητήριο» απευθύνεται στο ΚΙΝΑΛ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25. Οι παράγοντες ωστόσο που θα κρίνουν τυχόν συγκλίσεις σε κυβερνητικό επίπεδο με τα κόμματα αυτά είναι πολλοί και σύνθετοι. Για αυτό και ο κ. Τσίπρας έσπευσε να διαμηνύσει ότι «κανένας δεν θα τολμήσει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη που θα του αναλογεί, ανάλογα με το αποτέλεσμα, να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογικές περιπέτειες και να δώσει σανίδα σωτηρίας στον κ. Μητσοτάκη».
Η προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας ή ανοχής
Το πολλαπλό σενάριο που συζητείται στον ΣΥΡΙΖΑ είναι: συμμετοχή, στήριξη, ή ανοχή σε μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας. Το Σύνταγμα προβλέπει στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας διερευνητικές εντολές στα πρώτα τρία σε εκλογική δύναμη κόμματα για σχηματισμό κυβέρνησης. Για να τελεσφορήσει μια διερευνητική εντολή θα πρέπει να προκύπτει από τις διαβουλεύσεις με τα άλλα κόμματα είτε πλειοψηφία 151 ψήφων (κυβερνητική πλειοψηφία) είτε έστω 120 θετικών ψήφων εφόσον αποτελούν πλειοψηφία επί των παρόντων. Αυτό προϋποθέτει ότι κάποιοι βουλευτές θα απέχουν από τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης ώστε διά της ανοχής τους να διευκολύνουν τον σχηματισμό κυβέρνησης δίχως να την έχουν ψηφίσει (κυβέρνηση μειοψηφίας/ανοχής). Σε αριθμούς αυτό σημαίνει ότι μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης-ανοχής ακόμα και με 120 θετικές ψήφους, υπό την προϋπόθεση ότι θα ψηφίσουν συνολικά 239 βουλευτές και οι υπόλοιποι 61 δεν θα συμμετέχουν, ώστε να προκύπτει η απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία (120 έναντι 119) επί των παρόντων που προβλέπει το Σύνταγμα για την ψήφο εμπιστοσύνης.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑΤΟΥ 2019
Υπόθεση εργασίας: στην πρώτη περίπτωση (κυβέρνηση πλειοψηφίας) με βάση τις έδρες που αναλογούν στα κόμματα με την απλή αναλογική επί των ποσοστών του 2019, θα έπρεπε να δώσουν θετική ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ και τα τρία κόμματα: ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25, πράγμα μάλλον δύσκολο, ειδικά σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ. Στη δεύτερη εξίσου σύνθετη περίπτωση (κυβέρνηση μειοψηφίας), ΝΔ και ΕΛ. ΛΥΣΗ συγκεντρώνουν 142 έδρες, οπότε θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να λάβει τουλάχιστον 143 ψήφους που απαιτούν τη στήριξη του ΚΙΝΑΛ και του ΚΚΕ (103+27+17) και την αποχή (ανοχή) των 11 βουλευτών του ΜέΡΑ25+ (βλέπε σχετικό πίνακα κατανομής εδρών). Ο κάλπες βεβαίως κρύβουν εκπλήξεις και όπως επισημαίνουν έμπειροι περί τα εκλογικά πολιτικοί παράγοντες, «κανείς δεν μπορεί να προκαθορίσει πώς θα αντιδράσει το εκλογικό σώμα στο δίλημμα “μία ή δύο εκλογές;” που θα τεθεί για πρώτη φορά ιστορικά με τόσο κάθετο τρόπο».