Οι κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εναλλάσσονται ανάλογα με την πολιτική προέλευση του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, με τις κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς να προκρίνουν την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη μέσω μειωμένης φορολογίας, δημιουργώντας πλούτο και τις κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς να προκρίνουν πολιτικές αναδιανομής, με έμφαση στην αύξηση των δημοσίων δαπανών. Ομως ανεξαρτήτως της πολιτικής προέλευσης των κομμάτων υπάρχει ένα ελάχιστο consensus, ένας ελάχιστος κοινός τόπος για την ανάγκη η κάθε χώρα να έχει έναν ισχυρό ιδιωτικό τομέα και ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος που να επιτρέπουν την άσκηση αυτών των δύο εναλλακτικών πολιτικών. Οι χριστιανοδημοκράτες, φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες μπορεί να στρέφουν το πλοίο της οικονομικής πολιτικής κάποιες μοίρες δεξιά ή αριστερά αλλά η βασική κατεύθυνση και το πλόιμο του πλοίου δεν αλλάζει. Αυτό είναι το ευρωπαϊκό consensus.
Στην Ελλάδα σήμερα δεν συμβαίνει αυτό. Η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση προέρχεται – για λόγους ιστορικής συγκυρίας – από έναν χώρο που δεν αντιλαμβάνεται (ή ενδεχομένως – και αυτό είναι ακόμα χειρότερο – δεν ενδιαφέρεται να αντιληφθεί) πώς λειτουργεί μια σύγχρονη, διεθνοποιημένη ευρωπαϊκή οικονομία, όπως η ελληνική. Οι έννοιες της ανάπτυξης και των επενδύσεων, οι βασικές οικονομικές παράμετροι όπως οι οικονομίες κλίμακος και η ανταγωνιστικότητα, είναι για τον χώρο αυτόν έννοιες εχθρικές ιδεολογικά. Ο πολιτικός αυτός χώρος θεωρεί – εξ αιτίας της ιδεολογικής καταγωγής και των πολιτικών του στερεοτύπων – ότι το κεφάλαιο σε μια κοινωνία είναι ταξικός εχθρός και η μεσαία τάξη ιδεολογικά ύποπτη για συνεργασία με τον ταξικό εχθρό που πρέπει να πληρώνει μαζί με το κεφάλαιο για να επιτευχθεί το πέρασμα σε μια άλλη κοινωνία (τα πρότυπα εδώ διαφέρουν μεταξύ «ριζοσπαστικής» αριστεράς που οραματίζεται τη λατινοαμερικανική μπολιβιριανή επανάσταση και της «παραδοσιακής» που νοσταλγεί το σοβιετικό παρελθόν).
Το αποτέλεσμα των δοξασιών αυτών είναι πολιτικές υπερφορολόγησης που οδηγούν στην ελαχιστοποίηση των επενδύσεων και την επακόλουθη αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, που αποτελούν υποκατάσταστο της παγιωμένης στον χώρο αυτόν πεποίθησης ότι ανάπτυξη έρχεται μόνο όταν αυξάνονται οι μισθοί με διοικητικές παρεμβάσεις και οι δημόσιες δαπάνες με μεγαλύτερα ελλείμματα, που όμως δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Οι πολιτικές αυτές, υπό την όποια εκδοχή τους, σε κλειστή οικονομία δεν δουλεύουν μεσο-μακροπρόθεσμα γιατί έρχονται σε αντίθεση με τα βασικά ανθρώπινα κίνητρα και σε μια ανοικτή και διεθνοποιημένη οικονομία δεν αποδίδουν ούτε καν βραχυπρόθεσμα γιατί καταλήγουν σε άμεση εξαγωγή κεφαλαίων και αθρόες εισαγωγές.
Ολα αυτά τα έζησε ο ελληνικός λαός μετά το 2015 και τα απέρριψε μαζικά και καθαρά πριν δύο μόλις χρόνια. Η αξιωματική αντιπολίτευση όμως, αντί να πάρει το μάθημα και να επιχειρήσει να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, επανήλθε με την ίδια ακριβώς άγονη και ματαιόπονη συνταγή, που αγνοεί τη βασική ισορροπία που πρέπει να υπάρχει στην οικονομική πολιτική μεταξύ ανάπτυξης και αναδιανομής. Το πολιτικό αποτέλεσμα της στάσης αυτής το βλέπουμε απτά στις δημοσκοπήσεις.
Η επιμονή της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια περιθωριακή οικονομική πολιτική αυξάνει αναπόφευκτα τις πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης. Πρώτον διότι πρέπει να καλύπτει με την οικονομική της πολιτική και τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, επιδιώκοντας να βρίσκεται σε μια μόνιμη ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και δίκαιης μοιρασιάς του νέου πλούτου, αφού πρέπει να καλύψει πολιτικά έναν πολύ ευρύτερο χώρο από αυτόν στον οποίο παραδοσιακά απευθυνόταν το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Δεύτερον και σημαντικότερο, γιατί και η πιθανότητα μόνον, έστω και μικρή, της επανόδου της χώρας σε περιθωριακές οικονομικές πολιτικές θα υπονόμευε την άσκηση της δικής της πολιτικής που στηρίζεται στην ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές και έχει ως κύριο καύσιμο τις μακροπρόθεσμες θετικές προσδοκίες τις οποίες δημιουργούν οι μεταρρυθμίσεις και η επιστροφή στην κανονικότητα.
Για την ώρα ευτυχώς μια τέτοια προοπτική δεν διαφαίνεται. Καθώς η πανδημία επηρεάζει όλο και λιγότερο την οικονομική πραγματικότητα, η συνεπής, σταθερή και διαρκής μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς σε όλα τα μέτωπα, απελευθερώνοντας σε σημαντικό βαθμό το περίφημο ελατήριο πάνω στο οποίο είχε πεισματικά καθίσει ο κ. Τσίπρας την περίοδο 2015-2019. Η προοπτική αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, το μεγάλο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον, η σταθερή πορεία προς την επενδυτική βαθμίδα και την επανεκκίνηση του τραπεζικού συστήματος, η διαρκής βελτίωση στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του κράτους, η αναγέννηση της αγοράς ακινήτων, η δυναμική των ελληνικών εξαγωγών, όλα δείχνουν ότι μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο δυναμικής οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης που θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το 2026 και ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις πολύ περισσότερο.
Ο μόνος που δεν αντιλαμβάνεται ή δεν μπορεί να αντιληφθεί τη δυναμική αυτή που αναπτύσσει η οικονομία και τις αναπόφευκτες πολιτικές επιπτώσεις που επιφέρει είναι η αξιωματική αντιπολίτευση. Για αταβιστικούς ιδεολογικούς λόγους αντί να κινηθεί προς την κεντροαριστερά διεκδικώντας τον ρόλο της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, εκφέρει έναν οικονομικό λόγο που θυμίζει αυτόν του 2015 και ψαρεύει ταυτόχρονα στα θολά νερά του αντιεμβολιασμού (ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα το πρώτο κόμμα στους αρνητές των εμβολίων), αναζητώντας στα εμβόλια τρόπους να προσελκύσει ψήφους από την ακροδεξιά, ενθυμούμενη νοσταλγικά τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ.
Το πολιτικό αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων σε περιβάλλον μιας δυναμικά βελτιούμενης οικονομίας, είναι μαθηματικά προδιαγεγραμμένο. Αυτό όμως, όπως προαναφέραμε, δεν αναιρεί καθόλου – το αντίθετο μάλιστα – τις αυξημένες ευθύνες που η σημερινή κυβέρνηση έχει αναλάβει να φέρει με επιτυχία σε πέρας την είσοδο της χώρας σε μια νέα οικονομικά εποχή. Με περισσότερες και διαρκείς μεταρρυθμίσεις που ανατροφοδοτούν την αναπτυξιακή διαδικασία και με μέτρα δίκαιης κατανομής του πλούτου που καλύπτουν όσο γίνεται πιο ευρύ μέρος του πολιτικού φάσματος.
*Ο κ. Θόδωρος Σκυλακάκης είναι αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.