Απιαστο όνειρο κινδυνεύει να γίνει η ιδιοκατοίκηση για τη νέα γενιά. Το πρόβλημα, που κατά μίαν έννοια προεκτείνεται στο ευρύτερο πεδίο της στέγασης, αφού δεν είναι οι τιμές των ακινήτων μόνο που «πήραν φωτιά» αλλά και οι τιμές των ενοικίων, προϋπήρχε και πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Αλλά η πανδημία το επιδείνωσε σε σημείο που οι ακραίες ανισότητες στη στέγαση απειλούν να εξοστρακίσουν διά παντός μεγάλες κοινωνικές ομάδες από τα κέντρα των πόλεων, όπου κατά κανόνα (η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση) η αγορά ή η ενοικίαση ενός διαμερίσματος από κάποιον προϋποθέτει να διαθέτει μεγάλο πορτοφόλι.
Το φαινόμενο επεκτάθηκε
«Γινόμαστε μάρτυρες του αποκλεισμού μιας μερίδας της κοινωνίας από περιοχές της πόλης μας, επειδή δεν μπορεί να αντέξει το κόστος της στέγασης. Το βλέπαμε στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη. Δυστυχώς το φαινόμενο επεκτάθηκε πλέον και στο Βερολίνο» δήλωσε στο Bloomberg ο δήμαρχος της γερμανικής πρωτεύουσας Μίκαελ Μίλερ. Ο νέος αυτός κοινωνικός αποκλεισμός έχει μετατρέψει τη στέγαση σε «καυτή πατάτα» για τις κυβερνήσεις, τα κόμματα και τους πολιτικούς – διότι πελάτες τους είναι οι «νέοι ανέστιοι», οι οποίοι συνειδητοποιώντας τον κοινωνικό αποκλεισμό τους θα στραφούν ενδεχομένως προς τα άκρα των κομματικών συστημάτων κάθε χώρας. Ο ηγέτης του γερμανικού συνδικάτου Ver.di απεφάνθη ότι τον 21ο αιώνα η τιμή του ενοικίου απέκτησε την ίδια πολιτική σημασία που έχει η τιμή του ψωμιού – η ιστορική θρυαλλίδα για το ξέσπασμα κοινωνικών εκρήξεων.
Πελαγοδρομούν οι κυβερνήσεις
Οι κυβερνήσεις σε κάθε γωνιά της γης, δημοκρατικές και αυταρχικές, εξετάζουν ή έχουν εφαρμόσει πολλές ιδέες για να αντιμετωπίσουν το οξύ κοινωνικό πρόβλημα. Βάζουν πλαφόν στις τιμές των ενοικίων, επιβάλλουν ειδική φορολόγηση στους μεγαλοϊδιοκτήτες, εθνικοποιούν ιδιωτικές περιουσίες, μετατρέπουν σε κατοικίες κτίρια που στέγαζαν γραφεία στα οικονομικά και επιχειρηματικά κέντρα των πόλεων και τώρα είναι κενά. «Για την ώρα δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το πρόβλημα θα λυθεί εύκολα» γράφει ο ρεπόρτερ του Bloomberg Αλαν Κρόφορντ.
Στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας βρίσκεται η κρίση ακινήτων στη Κίνα με αφορμή την κατάρρευση της κορυφαίας εταιρείας real estate της χώρας, Evergrande. Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει εντείνει την κρατική εποπτεία στον κλάδο και φημολογείται ότι θα επιβάλει άγρια φορολογία στους ιδιοκτήτες για να τους πιέσει να ρίξουν τις τιμές των ενοικίων. Αλλά και ο νοτιοκορεάτης ομόλογός του, Μουν Τζάε-ιν, είδε πρόσφατα το κόμμα του να καταποντίζεται στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές καθώς από την ανάληψη των καθηκόντων του, τον Μάιο του 2017, οι τιμές των ακινήτων στη χώρα αυξήθηκαν κατά 90%.
Στον Καναδά το πρόβλημα αποδίδεται εν πολλοίς στις ξένες επενδύσεις στον κλάδο των ακινήτων.
Ο άρτι επανεκλεγείς πρόεδρος Τζάστιν Τριντό έχει υποσχεθεί προεκλογικά να απαγορεύσει για δύο έτη την αγορά κατοικιών από αλλοδαπούς. Αυτός τουλάχιστον επιβίωσε πολιτικά. Στη Σουηδία τον περασμένο Ιούνιο η κυβέρνηση του Σοσιαλδημοκράτη Στέφαν Λέβεν έπεσε αφού έχασε τη στήριξη του Κόμματος της Αριστεράς έπειτα από μεταρρυθμίσεις που επέβαλε στη στεγαστική νομοθεσία, επιτρέποντας τις τιμές των ενοικίων να διαμορφώνονται ανεξέλεγκτα από την αγορά.
Ο ρόλος της πανδημίας
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο η επέλαση της Covid-19 επιδείνωσε την ήδη προϋπάρχουσα κρίση των ακινήτων. Ανοδική ώθηση στις τιμές έδωσε η συγκυρία των πολύ χαμηλών επιτοκίων, του παγώματος της κατασκευαστικής δραστηριότητας, της αύξησης των οικογενειακών δαπανών από τα νοικοκυριά και του γεγονότος ότι μειώθηκαν κάθετα τα πωλητήρια στα σπίτια. Η αίσθηση ευμάρειας των ιδιοκτητών τονώθηκε, αλλά οι ελπίδες των υποψηφίων ιδιοκτητών για ιδιοκατοίκηση ψαλιδίστηκαν. Ταυτόχρονα με τις τιμές των ακινήτων εκτοξεύθηκαν και τα ενοίκια.
«Γινόμαστε μάρτυρες ενός μείζονος γεγονότος που δεν μπορεί να αποκρυβεί ή να αγνοηθεί» σημειώνει ο Ντον Λέιτον, πρώην διευθύνων σύμβουλος της γιγαντιαίας (κρατικής) αμερικανικής εταιρείας χορήγησης στεγαστικών δανείων Freddie Mac. Και εξηγεί ότι σήμερα οι πραγματικές τιμές των σπιτιών στην αγορά των ΗΠΑ είναι περισσότερο από 30% υψηλότερες από τα επίπεδα-ρεκόρ που είχαν φτάσει στα μέσα της δεκαετίας του 2000, προτού δηλαδή ξεσπάσει η κρίση των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου (subprime market), που ήταν προπομπός, ως γνωστόν, της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Ταξικό χάσμα γενεών
Στις ΗΠΑ, όπως και σε άλλες χώρες, υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (Baby Boomers), των γεννηθέντων δηλαδή από το 1945 έως το1965, στην οποία η ιδιοκατοίκηση είναι κανόνας, και των Millennials και των Gen Z (όσων γεννήθηκαν από το 1981 και εντεύθεν), για τους οποίους η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης αποτελεί πολύ φιλόδοξο, έως και ουτοπικό στόχο. Το έλλειμμα στέγης ίσως σπείρει τον σπόρο της επόμενης οικονομικής κρίσης, δεδομένου μάλιστα ότι το κόστος δανεισμού αρχίζει να ανεβαίνει. Ο Νιράι Σαχ του Bloomberg Economics πιστεύει ότι τα καμπανάκια του συναγερμού χτυπούν με συχνότητα μεγαλύτερη από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Διαχωριστική γραμμή
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι το στεγαστικό πρόβλημα είναι παγκόσμιο και μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια των οικονομιών αλλά και των κοινωνιών. Και ότι στην προσπάθεια των κυβερνήσεων να βρουν λύσεις, αν κάτι πρέπει να αποφευχθεί είναι η «τιμωρία», είτε των ενοικιαστών είτε των ιδιοκτητών. Διότι μια νέα, πρωτοφανής για τις σύγχρονες κοινωνίες ταξική διαχωριστική γραμμή διαγράφεται όλο και εντονότερα μεταξύ ιδιοκτητών και μισθωτών στέγης.
Ο Αντονι Μπριτς της βρετανικής δεξαμενής σκέψης Centre for Cities έχει συνδέσει την ψήφο υπέρ του Brexit το 2016 και την αποδοκιμασία της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τους βρετανούς ψηφοφόρους με την κρίση της αγοράς στέγης στη χώρα.
Δημοψήφισμα στο Βερολίνο
Στο Βερολίνο, η απόφαση της τοπικής κυβέρνησης να θέσει όριο στις αυξήσεις των ενοικίων ανετράπη από δικαστήριο της πόλης έπειτα από προσφυγή των ιδιοκτητών.
Ενοικιαστές-ακτιβιστές κινητοποιήθηκαν και συγκέντρωσαν υπογραφές σε αριθμό ικανό για να προκαλέσουν δημοψήφισμα με το ερώτημα της «κατάσχεσης» ή όχι (αναγκαστικής διάθεσης στην αγορά ακριβέστερα) ακινήτων που ανήκουν σε ιδιώτες μεγαλοϊδιοκτήτες, κυρίως εταιρείες real estate. Σήμερα Κυριακή, ταυτόχρονα με τις γενικές εκλογές, οι Βερολινέζοι καλούνται να συμμετάσχουν και στο τοπικό αυτό δημοψήφισμα.
Σε ρόλο πυροσβέστη η κυβέρνηση του κρατιδίου του Βερολίνου ανακοίνωσε προ ολίγων ημερών ότι θα αγοράσει από δύο μεγάλους ομίλους διαχείρισης ακινήτων περίπου 15.000 διαμερίσματα αντί 2,46 δισ. ευρώ για να τονώσει την προσφορά κατοικίας.