Αποφασισμένες πριν από την πανδημία και τον κορωνοϊό, οι δύο νέες παραστάσεις του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, «Η τριλογία των Λήμανς Μπράδερς» και «Τσερνόμπιλ –  Ενα χρονικό του μέλλοντος», συμπίπτουν με τη συμπλήρωση των τριάντα χρόνων του στη σκηνοθεσία: Ο δημιουργός του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, μετρά 61, ναι 61, σκηνοθεσίες εντός και εκτός της θεατρικής του στέγης, συνυπολογίζοντας τις δύο εφετινές πρεμιέρες. Αν και ξεκίνησε ως ηθοποιός, σύντομα ένιωσε πως η θέση του ήταν κάτω από τη σκηνή, να ενορχηστρώνει το αποτέλεσμα. Από την πρώτη σκηνοθεσία στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας με τον «Ηχο του όπλου» (1991-92) ως τις δύο πρώτες στην αυλή, ακόμα, του Θεάτρου του Νέου Κόσμου – «Βρωμιά», «Κοινός λόγος» (1997) – κι από εκεί σε όλες τις άλλες, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος κέρδισε τη θέση του στο ελληνικό θέατρο. Και συνεχίζει…

Αλήθεια, τι συνδέει τα δύο έργα που σκηνοθετείτε εφέτος;

«Υπάρχει ένα σημείο συνάντησης: είναι ο αφηγηματικός τους λόγος. Επίσης αφορούν ιστορικά αληθινά γεγονότα και πραγματικά πρόσωπα. Μου αρέσει το γεγονός ότι παίζονται μαζί».

 

Σας έλκει το αφηγηματικό θέατρο;

«Εχω μια διαδρομή στο είδος. Αυτό το «αφηγούμαι μια ιστορία» είναι για εμένα το πιο σημαντικό – με ενδιέφερε ακόμα κι όταν ήμουν ερασιτέχνης σκηνοθέτης. Ο «Κοινός λόγος» είναι η απαρχή. Και πρέπει να πω ότι δεν εμποδίζει τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Γιατί εμένα με αφορά το συναίσθημα, όχι η αποστασιοποίηση. Και στα δύο έργα που κάνω εφέτος το μπλέκω».

Σκηνή από την παράσταση «Η τριλογία των Λήμαν Μπράδερς» του Στέφανο Μασίνι

 

Πρεμιέρα πρώτη, η «Τριλογία των Λήμαν Μπράδερς».

«Το μυθιστόρημα γράφτηκε από τον Στέφανο Μασίνι και ο ίδιος το διασκεύασε για το θέατρο, με τον Λούκα Ρονκόνι να το ανεβάζει για πρώτη φορά – ακολούθησαν ο Σαμ Μέντες και άλλοι. Το κείμενο έχει επιπλέον μια θεατρικότητα, είναι σαν ποιητικό. Είναι πολύ έξυπνο από τον συγγραφέα να βάζει τα τρία αδέλφια να αφηγούνται την ιστορία τους, που ξεκινά το 1844, όταν ο πρώτος φτάνει στην Αμερική, στην Αλαμπάμα. Ανοίγει ένα μαγαζάκι με ρούχα και υφάσματα, για να ακολουθήσουν, ένας-ένας, οι άλλοι δύο. Διηγούνται την ιστορία τους, παίζουν τους εαυτούς τους αλλά και όλους τους άλλους ρόλους, μέλη της οικογένειάς τους ή όχι».

 

Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε;

«Οταν το πρωτοδιάβασα, μου άρεσε η γραφή του. Χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις στα οικονομικά – χρειάστηκε να διαβάσω σχετικά, με ενδιέφερε κυρίως η εξέλιξη αυτών των ανθρώπων, η οικογενειακή τους σχέση, η επιρροή που είχαν πάνω στην οικονομία της Αμερικής, ο ιδιοφυής τρόπος που συζητούσαν. Πρέπει να δει κανείς πως όταν ο ένας ρίχνει μια ιδέα, οι άλλοι την αρπάζουν, τη μετεξελίσσουν. Και φυσικά η επίδραση που είχαν στην παγκόσμια οικονομία, για να φτάσουμε το 2008, με την κατάρρευση της εταιρείας, στην οικονομική καταστροφή. Εχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς ξέφυγαν τα πράγματα, πώς, λόγω αλαζονείας, στο τέλος είχε χαθεί κάθε έλεγχος. Μέσα στα 164 χρόνια που διαρκεί η ιστορία τους έχει πια χαθεί και η ταυτότητά τους».

 

Πρεμιέρα νούμερο δύο: «Τσερνόμπιλ».

«Στο «Τσερνόμπιλ», δέκα χρόνια μετά το πραγματικό γεγονός, η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, συγγραφέας, δημοσιογράφος, θεατρική συγγραφέας και νομπελίστας, παίρνει συνεντεύξεις από ανθρώπους που το έζησαν. Πιάνει την ανθρώπινη πλευρά αυτής της καταστροφής και επικεντρώνεται πάνω στα ανθρώπινα συναισθήματα.

Πρόσφατα, που συνειδητοποίησα ότι το Τσερνόμπιλ έχει κοινά στοιχεία με την πανδημία, διάβασα και κάτι σχετικό: Μια επιτροπή της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας ανέφερε ότι «ο κορωνοϊός είναι το Τσερνόμπιλ του 21ου αιώνα»».

 

Πώς «στήνετε» τις παραστάσεις σας;

«Ξεκινάω από το σκηνικό, είτε η ιδέα είναι δική μου είτε του σκηνογράφου. Στο «Τσερνόμπιλ» συζητώντας με τους συντελεστές καταλήξαμε σε μια εγκατάσταση-installation, όπου οι ήρωες είναι το ζωντανό της κομμάτι, ένα μέρος της. Ανάμεσα στις ιστορίες υπάρχει μια για κάποιον που θέλει να φτιάξει ένα μουσείο για το Τσερνόμπιλ με αντικείμενα που έχουν απομείνει από το πραγματικό γεγονός. Αυτό στάθηκε η έμπνευση για το σκηνικό της εγκατάστασης.

Στους «Λήμανς», τώρα, θα πω ότι εμένα γενικά μου αρέσει η ιδέα του παταριού. Εδώ είναι σκηνικοί όγκοι που με μια αφαίρεση παραπέμπουν στη Νέα Υόρκη. Και για πρώτη φορά κάνω τόσο μεγάλη χρήση βίντεο. Πάνω σε κάθε όγκο προβάλλονται βίντεο από διαφορετικά μέρη και τόπους που αφορούν την εξέλιξη του έργου. Από το μαγαζάκι και τα σπίτια τους ως τους επαγγελματικούς τους χώρους».

 

Σκηνοθέτης 30 χρόνων: Δηλαδή;

«Από την πρώτη παράσταση την σεζόν 1991-92 ως την εφετινή 2021-22 τα έργα έχουν ως κοινό σημείο τα πράγματα που με ενδιαφέρουν στη ζωή και στο θέατρο. Γιατί για εμένα αυτά πάνε μαζί. Πάντα με ενδιέφεραν και συνεχίζουν να με ενδιαφέρουν ο άνθρωπος και η κοινωνία. Θέλω να διατηρώ το ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει στην κοινωνία, πώς την αφουγκράζομαι και πώς συμμετέχω μέσω της δουλειάς μου. Κι αν ξεφυλίσσεις τα έργα, 61, νομίζω, συνολικά, αυτό επιβεβαιώνεται».

 

Ποιος ήταν/είναι ο στόχος σας στο θέατρο; Η επιτυχία;

«Ξεκινώντας δεν είχα σκέψεις για το πώς θα πετύχω. Ισως πιο πολύ απ’ όλα να ήθελα να μη χάσω το κέντρο μου. Αυτό που κατάλαβα νωρίς είναι ότι εμένα η σκηνοθεσία ταίριαζε στον ψυχισμό μου, στον κόσμο μου. Ενιωθα πιο καλά με τον εαυτό μου από την εποχή που ήμουν ηθοποιός και δεν μιλάω καθόλου για το αποτέλεσμα. Αλλά για τη συνύπαρξη με τους ανθρώπους. Οταν ήμουν ηθοποιός, αν το κλίμα δεν ήταν καλό, κλεινόμουν σαν στρείδι, γινόμουν εριστικός και επιθετικός, είχα πολλά άγχη, πολλά ζόρια. Ως σκηνοθέτης είχα μια απόλυτη ηρεμία. Και ενώ θα μπορούσα να είμαι ένας καλός ηθοποιός, δεν το απολάμβανα».

 

Είπατε ποτέ «φτάνει, κουράστηκα»;

«Οχι, όχι. Ούτε έχω κουραστεί ούτε έχω βαρεθεί. Ισως γιατί δεν έχω σταματήσει και να «παίζω», κι αυτό το λέω και θετικά και αρνητικά. Μου αρέσει το παιχνίδι με τους ανθρώπους. Οπως μου αρέσει και το χιούμορ – ενίοτε και το μαύρο».