Συμβολικό απώτατο όριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης και καινοτομική νομική σύλληψη ως προς την εννοιολόγηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, η δίκη της Νυρεμβέργης έληξε την 1η Οκτωβρίου 1946 με την καταδίκη σε θάνατο 12 υψηλόβαθμων στελεχών του Γ΄ Ράιχ που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του καθεστώτος. Παρά το γεγονός ωστόσο ότι πρόσωπα όπως ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο Ερνστ Καλτενμπρούνερ, ο Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ, ο Βίλχελμ Κάιτελ, ο Αρτουρ Τσάις-Ινκβαρτ υπήρξαν καθοριστικά ως προς την εδραίωση του ναζισμού και την εφαρμογή δολοφονικών πολιτικών που έγιναν πρόξενος θανάτου εκατομμυρίων ατόμων, δεν αποτελούσαν το στενό περιβάλλον του Αδόλφου Χίτλερ.
Heike B. GOrtemaker
Η αυλή του Χίτλερ. Ο στενός κύκλος του Φύρερ στο Τρίτο Ράιχ και μετέπειτα
Μετάφραση Γιάννης Κέλογλου.
Εκδόσεις Gutenberg, 2021, σελ. 528, τιμή 25 ευρώ
Γύρω από τον Φύρερ σχηματίστηκε ένας επιλεκτικός κύκλος ευνοούμενων, ο οποίος γνώρισε αυξομειώσεις μέχρι το 1945 λειτουργώντας ως οιονεί οικογενειακός περίγυρος αλλά και ως εξέδρα φανατικών οπαδών και αντηχείο των νεφελωδών ιδεών του. Κομματικά στελέχη, υπασπιστές, φίλοι και οι σύζυγοί τους συνιστούσαν αυτή την ετερόκλητη ομάδα που η Χάικε Γκερτεμάκερ αποκαλεί «η αυλή του Χίτλερ». Στο ομώνυμο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg η γερμανίδα ιστορικός διερευνά τη συγκρότηση, τη διαδρομή και τη μεταπολεμική επιβίωση των μελών της.
Δύο κύκλοι
Ο χιτλερικός περίγυρος διέθετε δύο ενσαρκώσεις: την «κλίκα του Μονάχου» και την «παρέα του Μπέργκχοφ». Η πρώτη χρονολογείται από τις απαρχές της ανάμειξης του μελλοντικού δικτάτορα στην πολιτική το 1919 στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, η δεύτερη αποκρυσταλλώνεται το 1935, μετά την ανοικοδόμηση του αλπικού του καταφυγίου στο Ομπερζάλτσμπεργκ. Διέφεραν τόσο ως προς τη σύνθεση όσο και ως προς τη λειτουργία. Οι άνθρωποι του Μονάχου ήταν ακροδεξιοί διανοούμενοι, πρώιμοι ναζιστές των ταγμάτων εφόδου, βετεράνοι του «πραξικοπήματος της μπιραρίας» τον Νοέμβριο του 1923: Ντίτριχ Εκαρτ, Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, Ερνστ Ρεμ, Χέρμαν Εσερ, Ρούντολφ Ες, Χέρμαν Γκέρινγκ, Βίλχελμ Μπρίκνερ. Σε αυτόν τον εσμό θιασωτών της θεωρητικής ή φυσικής βίας θα προστεθούν μεγαλοαστοί οπαδοί μιας αντισημιτικής, ακραία εθνικιστικής Γερμανίας (Καρλ και Χελένε Μπέχσταϊν, Ελζα και Χούγκο Μπρούκμαν), οι οποίοι θα συνδράμουν οικονομικά τον Χίτλερ θεωρώντας τον ιδανικό κυβερνήτη, και άτομα που θα αναλάβουν να φιλοτεχνήσουν τη δημόσια εικόνα του (ο φωτογράφος Χάινριχ Χόφμαν, ο προπαγανδιστής Γιόζεφ Γκέμπελς).
Επειτα από την ανάληψη της εξουσίας στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο πυρήνας μεταβλήθηκε: «Από τον κύκλο για τον Χίτλερ περνάμε στον κύκλο γύρω από τον Χίτλερ». Οι πλούσιοι χορηγοί σταδιακά απομακρύνθηκαν, το ίδιο και οι γνωριμίες που προηγουμένως συναναστρεφόταν για λόγους πολιτικού συμβολισμού, όπως η Γουίνιφρεντ Βάγκνερ, νύφη του μεγάλου ρομαντικού συνθέτη (και εγνωσμένου αντισημίτη) Ρίχαρντ Βάγκνερ. Με την αναγκαστική εξαγορά οικοπέδων, την εκδίωξη κατοίκων και τη σταδιακή ανοικοδόμηση μιας κλειστής «συνοικίας» γύρω από το Μπέργκχοφ των βαυαρικών Αλπεων, όπου αποσυρόταν τακτικά στη διάρκεια του έτους, διαμορφώθηκε ένας χώρος στον οποίο πρόσβαση είχαν πια μόνο οι ευνοούμενοι του ηγεμόνα: διαχειριστές των προσωπικών του υποθέσεων (ο γραμματέας της καγκελαρίας του κόμματος Μάρτιν Μπόρμαν), ζευγάρια εν είδει «ανάδοχης οικογένειας» (Γιόζεφ και Μάγδα Γκέμπελς, ο προσωπικός του γιατρός Καρλ Μπραντ και η σύζυγός του, Ανι, πρώην πρωταθλήτρια της κολύμβησης, ο αρχιτέκτονας Αλμπερτ Σπέερ και η σύζυγός του, Μαργκαρέτε), υπασπιστές, γραμματείς, κόλακες κάθε λογής. Κυρίαρχη θέση έλαβε η μυστική του ερωμένη, η Εύα Μπράουν, αφανής στον δημόσιο βίο, οικοδέσποινα στον ιδιωτικό χώρο του Χίτλερ.
Λιγότερο πορώδης από τη φατρία του Μονάχου, αυτή του Μπέργκχοφ μεριμνούσε για «την ευεξία του Χίτλερ κι εκείνος φρόντιζε τον κύκλο των υποστηρικτών του με καριέρες, χρήματα, δώρα και μικρορουσφέτια κάθε λογής». Η εγγύτητα προς τον ηγεμόνα δημιουργούσε ασυνήθιστες δυναμικές. Το 1938, για παράδειγμα, ο πανίσχυρος Χέρμαν Γκέρινγκ, υπουργός Αεροπορίας και επικεφαλής της Λουφτβάφε, ζήτησε από τον υφιστάμενό του, αλλά υπασπιστή του Χίτλερ και καθημερινό συνομιλητή του, σμήναρχο Νικόλαους φον Μπέλοβ, να μεσολαβήσει ώστε ο ίδιος να διαδεχθεί στην αρχιστρατηγία της Βέρμαχτ τον άρτι αποπεμφθέντα Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ. Η έξωση από τον ναζιστικό Παράδεισο ήταν άνευ επιστροφής: όταν ο Ρούντολφ Ες εξοβελίστηκε ως μέλος μιας παλιάς φρουράς που ανήκε περισσότερο στους δρόμους παρά στα σαλόνια ή ο υπασπιστής Βιλχελμ Μπρίκνερ απολύθηκε «εξαιτίας ενός γελοίου λάθους σερβιρίσματος στο τραπέζι από το προσωπικό» η απομάκρυνσή τους υπήρξε οριστική και αμετάκλητη.
Μετά τον πόλεμο
Για τη Χάικε Γκερτεμάκερ η γνώση του Ολοκαυτώματος, του προγράμματος ευθανασίας των ψυχικά ασθενών και των λοιπών εγκλημάτων πολέμου είναι δεδομένη, καθώς στο περιβάλλον του Χίτλερ δεν υπήρχαν στεγανά. Επιπλέον, οι προεκτάσεις των γεγονότων αυτών ήταν τέτοιες ώστε κανείς δεν έμενε αμέτοχος. Ο Αλμπερτ Σπέερ, για παράδειγμα, υποδύθηκε στη Νυρεμβέργη τον απολιτικό τεχνοκράτη, ωστόσο ποτέ δεν αμφισβήτησε την εξουσία ή την ορθότητα των πράξεων του Φύρερ, ενώ ως υπουργός Εξοπλισμών χρησιμοποίησε χωρίς καμία τύψη το σύστημα καταναγκαστικής εργασίας Εβραίων και αιχμαλώτων πολέμου που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Μεταπολεμικά, οι επιζώντες του κύκλου φυλακίστηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα, πέρασαν από ειδικά δικαστήρια αποναζιστικοποίησης, ουδέποτε όμως απαρνήθηκαν τον εθνικοσοσιαλισμό. Η γραμματέας του Χίτλερ Κρίστα Σρέντερ ήταν συνδρομήτρια ναζιστικών περιοδικών που εκδίδονταν στην Αργεντινή και διακονούσαν την «τόσο θαμμένη αλήθεια». Τα γεγονότα του αιώνα υπήρξαν «ιστορικά και εξελικτικά αναγκαία» έγραφε ο Φον Μπέλοβ στον Μπρίκνερ. Το 2010 ο γιος του, Κλάους Ντιρκ φον Μπέλοβ, θα περιέγραφε στην Γκερτεμάκερ πώς τα μέλη του κύκλου «αλληλογραφούσαν, αντάλλασσαν επισκέψεις και διοργάνωναν ευρύτερες συγκεντρώσεις σε ειδικές περιστάσεις: «λόγου χάρη, ταξιδέψαμε όλοι μαζί για να υποδεχθούμε τον Αλμπερτ Σπέερ στη Χαϊδελβέργη»» μετά την αποφυλάκισή του. «Οι γονείς μου ήταν ακραιφνείς εθνικοσοσιαλιστές ως τον θάνατό τους» σημείωνε.
Η ιδιωτική ζωή του Χίτλερ, «ανθρώπου χωρίς προσωπικότητα» κατά την παραπλανητική διατύπωση του βιογράφου Γιόακιμ Φεστ, επανέρχεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ιστορικών. Τόσο ο Πέτερ Λόνγκεριχ όσο και ο Φόλκερ Ούλριχ, οι οποίοι εξέδωσαν δύο ογκώδεις βιογραφίες του ναζιστή δικτάτορα μεταξύ 2013 και 2020, δίνουν έμφαση σε αυτήν – σε αντίθεση με τον «πολιτικό» Χίτλερ που πρόβαλλε η επηρεασμένη από την κοινωνική ιστορία προσέγγιση του Ιαν Κέρσοου. Πρόσφατες εκδόσεις όπως τα απομνημονεύματα της γραμματέως του Γιόζεφ Γκέμπελς Μπρουνχίλντε Πόμζελ με τίτλο Δεν θέλαμε να ξέρουμε (εκδ. Μεταίχμιο), μελέτες σαν το Hitler at Home (εκδ. Yale University Press) της ελληνοκαναδής ιστορικού Δέσποινας Στρατηγάκου ή μυθιστορήματα όπως το Πρωσικό μπλε του Φίλιπ Κερ έχουν εξοικειώσει πολλούς αναγνώστες με τον στενό κύκλο του Φύρερ, επομένως ο ισχυρισμός της Χάικε Γκερτεμάκερ ότι «ελάχιστοι εξ αυτών είναι γνωστοί στο ευρύ κοινό» είναι μάλλον υπερβολικός. Η εκτεταμένη έρευνά της ωστόσο συνιστά συμπαγή και συγκροτημένη αφήγηση, πολύτιμη ψηφίδα στην ιστορία της ναζιστικής Γερμανίας.