Για δεκαετίες, η εικόνα τους στοίχειωνε την εθνική μνήμη και συνείδηση. Μαυροντυμένες μέχρι τέλους και κρατώντας τις φωτογραφίες των παιδιών τους, οι μανάδες των – Ελληνοκυπρίων – αγνοουμένων του 1974 μαζεύονταν στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας στη Λευκωσία ζητώντας να μάθουν τι απέγιναν τα παιδιά τους.
Καθένα από τα 47 χρόνια που μας χώρισαν από εκείνο το καλοκαίρι έπαιρνε και κάποιες μαζί του, μέχρι που χάθηκαν. Ολες με την ίδια απορία και χωρίς οι πλείστες να γνωρίζουν ότι τα παιδιά τους, πάνω στο αφήγημα για «επιστροφή» των οποίων κτίστηκαν αμέτρητες πολιτικές καριέρες και εκφωνήθηκαν άλλοι τόσοι πατριωτικοί δεκάρικοι, ήταν θαμμένα σε διάφορα σημεία.
Ενίοτε στις ελεύθερες περιοχές. Και το χειρότερο; Οτι η πολιτεία γνώριζε για αυτά. Με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά, δεν τους το έλεγε.
Οσο πιο πολλοί θεωρούνταν οι αγνοούμενοι τόσο καλύτερα μπορούσαν να κάνουν οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων «αγώνα για επιστροφή» των παιδιών τους, κρατώντας την ελπίδα τους ζωντανή με παραμύθια ότι τους είχαν ξαναπαντρέψει στην Τουρκία ή ότι τους είχαν φυλακισμένους.
Και επίσης διότι, εάν το ζήτημα άνοιγε, θα αποκαλύπτονταν τα σημεία και τέρατα που σημάδεψαν εκείνο το καλοκαίρι τον τόπο.
Οχι από την εισβολή, αυτά είναι γνωστά, αλλά από την προδοσία και τη διάλυση του πραξικοπήματος που προηγήθηκε και την αδιαφορία του κράτους τότε και μετά για σωστή διερεύνηση της τύχης τους.
Υπήρχε όμως και ένας τρίτος παράγοντας: κάποιοι συγγενείς, όχι βέβαια οι μανάδες και οι σύζυγοι, γνώριζαν ότι οι δικοί τους ήταν νεκροί.
Λίγοι από ιδιοτέλεια, άλλοι από φόβο μήπως και έμεναν ακάλυπτα τα παιδιά των νεκρών – «αγνοουμένων» σε μια Κύπρο διαλυμένη, έκαναν ότι δεν γνώριζαν.
Οταν προς το τέλος τη δεκαετίας του 1990, ο βραβευμένος σήμερα – μαζί με την τουρκοκύπρια συνάδελφό του Σεβγκιούλ Ουλουντάγ – για τις έρευνές του στο θέμα δημοσιογράφος Αντρέας Παράσχος τόλμησε να το διερευνήσει σε βάθος, έγινε δέκτης ακόμα και απειλών ενάντια στη ζωή του.
Οι μανάδες στέκονταν ακόμα στα οδοφράγματα και έκλαιγαν. Συχνά, στην ίδια πόλη όπου τα παιδιά τους ήταν θαμμένα και που κάποιοι εισέπρατταν μισθούς αξιοζήλευτους «ασχολούμενοι» με την τύχη τους.
Με καθυστέρηση δεκαετιών
Τις προάλλες η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Κυπριακής Βουλής τόλμησε να αγγίξει έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών το ζήτημα και να ανακοινώσει ότι θα διερευνήσει και ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων από πλευράς αρμοδίων.
Το εάν θα φτάσει μέχρι τέλους αυτή η ιστορία δεν το γνωρίζει κανείς.
Είχαν προηγηθεί δύο καταδικαστικές για την Κυπριακή Δημοκρατία αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) που αφορούσαν δύο περιπτώσεις πεσόντων, οι οποίοι όπως και πολλοί άλλοι είχαν ταφεί πρόχειρα στο μετέπειτα Κοιμητήριο Λακατάμιας κοντά στη Λευκωσία σε ομαδικούς τάφους.
Ομως παρουσιάζονταν στους συγγενείς τους ως αγνοούμενοι.
Ο λόγος; Σε μεγάλο βαθμό τα λάθη που είχαν γίνει σε μάχες, όπως λ.χ. στην περιοχή του Αγίου Παύλου στη Λευκωσία, κατά τη β’ φάση της τουρκικής εισβολής, όταν αφέθηκαν ακάλυπτα κατά την υποχώρηση των ελληνοκυπριακών δυνάμεων προκεχωρημένα σημεία, στα οποία οι στρατιώτες μην έχοντας ειδοποιηθεί ξύπνησαν το πρωί και βρέθηκαν κυριολεκτικά περικυκλωμένοι από τους εισβολείς και τις δυνάμεις της Τουρκικής Δύναμης Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ), το στρατόπεδο της οποίας ήταν απέναντι.
Οσοι δεν σκοτώθηκαν στις μάχες που ακολούθησαν πιάστηκαν αιχμάλωτοι και εκτελέστηκαν. Ενας από αυτούς ήταν και ο έφεδρος Χριστοφής Ππασιάς, τον οποίο αφορά η μία από τις πρόσφατες αποφάσεις του ΕΔΑΔ και τον οποίο άλλοι στρατιώτες είδαν να τον συλλαμβάνουν Τούρκοι και να φωνάζει «Παναγία μου, τα παιδιά μου!».
Τάφηκαν σε μαζικούς τάφους
Με αρκετή από την περιοχή των μαχών να έχει καταληφθεί, οι συγγενείς άρχισαν να αναζητούν τους δικούς μέσω των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν πως οι πλείστες των σορών είχαν περισυλλεγεί και παραδοθεί στα μέλη της Στρατιωτικής Μπάντας της Εθνικής Φρουράς (ΣΜΕΦ), με τα φορτηγά της οποίας μεταφέρθηκαν στη Λακατάμια και τάφηκαν σε μαζικούς τάφους, όπως και πολλοί άλλοι νεκροί – ανάμεσά τους και πεσόντες Ελλαδίτες της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) – από μάχες σε άλλες τοποθεσίες.
Το κράτος γνώριζε. Και διατηρούσε ακριβή, αλλά απόρρητο κατάλογο με πολλούς από αυτούς που είχαν ταφεί, αρνούμενο να δώσει πληροφορίες στους συγγενείς τους.
Δεν ήθελε για πολιτικούς λόγους να μειωθεί ο αριθμός των αγνοουμένων και τους παρουσίαζε ως τέτοιους στους οικείους τους. Αυτό άλλωστε είναι που υπόσχεται η Βουλή να διερευνήσει σήμερα.
Είναι κάτι που το ΕΔΑΔ ήδη έκρινε και για το οποίο καταδίκασε την Κύπρο.
Αρχείο με ντοκουμέντα
Η πτυχή των ελλαδιτών αγνοουμένων είναι βέβαια ένα κεφάλαιο από μόνη της, αλλά μιλώντας ειδικά για τους τάφους στη Λακατάμια οφείλει κανείς να καταγράψει και το εξής: Πολλοί συγγενείς «αγνοουμένων» ταξίδευαν κάθε καλοκαίρι από την Ελλάδα γνωρίζοντας ότι τα παιδιά τους είχαν – μάλλον – σκοτωθεί και – μάλλον – ταφεί στο κοιμητήριο.
Στέκονταν πάνω από τάφους που έγραφαν «Αγνωστος» και τελούσαν τρισάγιο την ώρα που οι Αρχές ήξεραν σε ποιον «αγνοούμενο» ανήκε ο τάφος.
Το είχε αποκαλύψει και αυτό ο Ανδρέας Παράσχος στα πολλά των άρθρων του τα οποία οι αρμόδιοι αγνοούσαν επιδεικτικά, μαζί με τις αποδείξεις που τα συνόδευαν, χωρίς ποτέ να τον καλέσουν να καταθέσει, πριν από τη συνεδρία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής.
Ο δημοσιογράφος διατηρεί ακόμα το λεπτομερέστατο αρχείο, από το οποίο με προθυμία έδειξε στα «ΝΕΑ» πολλά από τα ντοκουμέντα, ανάμεσά τους και ένα έγγραφο που αποδεικνύει πως ειδικά στο Κοιμητήριο Λακατάμιας υπήρχε σε κάποιον βαθμό καταγραφή.
Στις στολές πολλών από τους πεσόντες βρέθηκαν τα Φύλλα Πορείας τους, όπως λ.χ. του λοχία της ΕΛΔΥΚ Χρήστου Κουκουλάρη, τον οποίο οι συγγενείς του αναζητούσαν για χρόνια. Οι Αρχές γνώριζαν και τον ακριβή τάφο.
Ακούγοντας τα περί «συγγνώμης» της Πολιτείας τις προάλλες, ο Ανδρέας Παράσχος μειδιά και οργίζεται.
Το κατήγγειλε άλλωστε και ενώπιον των βουλευτών χωρίς κανείς να τολμήσει να τον αμφισβητήσει. Πολλοί των αρμοδίων, εξηγεί, ενώ ήξεραν δεν ήθελαν να χαλάσουν «το μέγα απόρρητο σύμπλεγμα με τον κατάλογο των αγνοουμένων, ο οποίος από το 1974 δημοσιοποιήθηκε επισήμως τον Δεκέμβριο του 2000».
Εκείνο κρατούσε τους φακέλους επτασφράγιστους μακριά από τους συγγενείς των νεκρών.
Την ώρα που κάποιοι «έκαναν καριέρες ζεσταίνοντας τις καρέκλες και κάνοντας ταξιδάκια διαφώτισης με τα λεφτά των φορολογουμένων, οι σύζυγοι των Ππασιάδων έπλεναν σκάλες και καθάριζαν τουαλέτες για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Τσιμπούσι πάνω από τους τάφους
Κάπως έτσι συνεχίστηκε το τσιμπούσι πάνω από τους τάφους και τους κλειστούς φακέλους.
Η κοινωνία είχε μάθει αρκετά λόγω της επιμονής ανθρώπων όπως ο Παράσχος και από μαρτυρίες συγγενών.
Η πολιτεία όμως συνέχιζε για δεκαετίες να τους παραπλανεί.
Σε κάποιες περιπτώσεις από διάφορα σημεία είχει γίνει εκταφή οστών, τα οποία ραντίζονταν για καιρό με χημικά, όπως αποκαλύφθηκε στη Βουλή τις προάλλες, σε σημείο που πλέον είναι δύσκολο να αναγνωριστούν με DNA και να επιστραφούν στους οικείους τους.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες
Μια από τις πιο τραγικές αλλά και αξιοπρεπείς μορφές αυτές της ιστορίας είναι η Αγγελική Κυπριανίδου.
Αναζητώντας τον «αγνοούμενο» στις μάχες του Αγίου Παύλου σύζυγό της, νεαρή κοπέλα τότε με δύο παιδιά, υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, καθώς ο άντρας της έβρισκε τρόπο να επικοινωνεί τακτικά μαζί της.
Οταν πήγε στο σημείο, της είπαν να φύγει διότι πιο κάτω είχε «γίνει μακελειό» όπως αφηγήθηκε στα «ΝΕΑ».
Συνέχισε να τον ψάχνει μέχρι που ένας κληρωτός της είπε ότι είχαν πάρει νεκρούς από εκείνες τις μάχες στη Λακατάμια.
Οπως και άλλοι συγγενείς οι οποίοι είχαν τέτοιες πληροφορίες, αποτάθηκε στις Αρχές, αλλά συνάντησε την απόρριψη του αιτήματός της για επιτόπια έρευνα προκειμένου να δει εάν τελικά ο άντρας της ήταν νεκρός ή «αγνοούμενος».
Της είπαν ότι δεν επιτρέπεται και μπορεί να γίνει μόνο εάν υπάρχει υπόνοια εγκλήματος. Ετσι πήγε στο σημείο νύχτα και έσκαψε μόνη της, «με το φεγγάρι» όπως μου αφηγήθηκε με τη βοήθεια φίλων.
Καταλαβαίνοντας πόσο δύσκολη της είναι η ανάμνηση εκείνης της εμπειρίας δεν επέμεινα στην παράκλησή μου να τη συναντήσω, είχε όμως τη μεγάλη καλοσύνη να μου πει κάποια πράγματα από το τηλέφωνο.
«Θυμάμαι που το χώμα ήταν ακόμα μαλακό», μου είπε και μου εξήγησε πως έσκαβαν συνεχώς, όμως το χώμα κυλούσε πάλι και το ξανάβγαζαν όπως μπορούσαν, προσπαθώντας να αποφύγουν τη μυρωδιά της αποσύνθεσης από τις πρόχειρα τοποθετημένες σορούς.
«Βρήκα 3-4 άλλους πριν βρω τον σύζυγό μου», συνέχισε. «Τα παιδιά μου ήταν έξι και οκτώ τότε. Κάθε μέρα που έφευγα τους έλεγα «πάω να βρω τον πατέρα σας»».
Και όταν πλέον σκάβοντας η ίδια τον βρήκε; «Δεν τους είπα, α είναι στον ουρανό κ.λπ. Τους εξήγησα ότι ο πατέρας τους ήταν ένας ήρωας και δούλεψα μαζί τους το τραύμα. Τα έμαθα να είναι περήφανα για τον πατέρα τους, όπως και εγώ».
Τη ρώτησα εάν και η ίδια προσέφυγε στη Δικαιοσύνη. «Οχι, κ. Κωνσταντίνου», μου απάντησε, εξηγώντας πως εάν η Πολιτεία ήθελε να κάνει κάτι για τον σύζυγό της μπορούσε να το κάνει από μόνη της.
Ακόμα και σ’ έναν δρόμο εκεί στην περιοχή όπου έπεσε να δώσει το όνομά του. Σπανιότητα έκαναν κάτι τέτοιο για ήρωες του 1974.
Δεν είχαν όμως όλες οι μανάδες και οι σύζυγοι το κουράγιο να πάνε μια νύχτα να σκάψουν για να βρουν τον άνθρωπό τους ανάμεσα σε άλλες σορούς σε αποσύνθεση. Αλλωστε δεν ήξεραν καν πού τους έθαψαν.
Οι πλείστες μανάδες έζησαν – και πέθαναν – περιμένοντας να μάθουν τι απέγιναν την ώρα που η Πολιτεία γνώριζε πως ήταν νεκροί αλλά τους το έκρυβε.
Ο Κυριάκος Αντωνιάδης, ο οποίος ήταν αστυνομικός και πέρασε τέσσερα χρόνια ερευνώντας τους αγνοουμένους, δήλωσε τις προάλλες το εξής συγκλονιστικό: «Είχαμε μαρτυρίες. Αλλά η Υπηρεσία δεν έδινε στοιχεία στους συγγενείς γιατί ήθελαν τις μανάδες να πηγαίνουν στα οδοφράγματα με τις φωτογραφίες και να κλαίνε, για να μπορούν κάποιοι να κάνουν τις δουλειές τους εις βάρος των αγνοουμένων. Ο Θεός να μη δείξει σε κανέναν όσα πέρασα στη θητεία μου στην Υπηρεσία Αγνοουμένων».
Ενας από αυτούς τους νεκρούς ήταν και ο αδελφός του, στον ίδιο χώρο, στη Λακατάμια. Αναγνωρίστηκαν δύο οστά του μόνο.
Πρόκειται για ένα φρικιαστικό, ένα δεύτερο, εμφύλιο, έγκλημα του 1974. «Ας σπάσει έστω και τώρα αυτό το απόστημα», λέει ο Ανδρέας Παράσχος.
Αλλά ακόμα και τώρα, κανείς δεν είναι σίγουρος ότι θα γίνει τελικά και αυτοί οι άνθρωποι, όσοι ζουν, θα έχουν αν μη τι άλλο μια ηθική ικανοποίηση και ένα μνήμα για να θάψουν τους νεκρούς τους και το παρελθόν των δικών τους ζωών που τόσο αδίστακτα και άδικα σακατεύτηκαν.
Πόσω μάλλον να δουν και κάποιον να τιμωρείται για αυτή την τόσο ντροπιαστική σελίδα της κυπριακής Ιστορίας.