Λίγο μετά την εκλογή της Ανγκελα Μέρκελ ως καγκελαρίου, το γερμανικό λεξικό Langenscheidt άρχισε έναν ετήσιο διαγωνισμό για τη λέξη της χρονιάς της γερμανικής νεολαίας. Το 2015, μετά από 9 χρόνια διακυβέρνησης Μέρκελ, κέρδισε το ρήμα «merkeln», δηλαδή «μερκελίζω». Ο ορισμός του μερκελίζω είναι «παραμένω αδρανής σε σημαντικά θέματα και δεν εκφράζω σαφείς απόψεις η κατευθύνσεις». Η νεολαία κατάφερε με μία λέξη να προσδιορίσει τα θετικά και αρνητικά της μεθόδου διακυβέρνησης Μέρκελ.
Η Μέρκελ είναι φυσικός με ερευνητική καριέρα πριν από την πολιτική καριέρα. Η μέθοδός της ήταν να προσεγγίζει την πολιτική ως μια σειρά προβλημάτων τα οποία θα λυθούν χωρίς να διαταραχθούν ισορροπίες και να δημιουργηθούν εντάσεις. Δεν ήταν πολιτικός του μπαλκονιού ούτε του μεγάλου οράματος. Ηταν η απόλυτη πραγματίστρια στα πάντα, από τον τρόπο μου μιλούσε, χωρίς εξάρσεις, τον τρόπο που ντυνόταν, το απόλυτο αντι-στύλ, τον τρόπο που έλυνε τα προβλήματα, χωρίς να παίρνει ξεκάθαρες θέσεις. Η μέθοδος Μέρκελ ανταποκρινόταν στο συντηρητικό και κεντροδεξιό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας, σε ένα βαθμό και την Κεντροαριστερά, και της επέτρεψε να επικρατήσει χωρίς αντίπαλο για 16 χρόνια. Κατάφερε να κρατήσει σταθερά το τιμόνι της Γερμανίας και της Ευρώπης (εάν εξαιρέσουμε την ανοχή της προς τα αυταρχικά καθεστώτα της ΕΕ) με το επιχειρηματικό και πολιτικό σύστημα να επικροτεί αυτή τη σταθερότητα. Ομως η στάση αυτή άφησε ένα τεράστιο κενό στο προοδευτικό σκέλος της γερμανικής κοινωνίας και ιδιαίτερα στις νέες γενιές που προσδοκούν κάτι περισσότερο από έναν εξαιρετικό διαχειριστή.
Η στάση της Μέρκελ να αντιδρά μόνο όταν της ήταν αδύνατο να παραμείνει αμέτοχη συνέβαλε στη συνεχή μείωση του ποσοστού των Χριστιανοδημοκρατών, το 2017 επικράτησαν με 32,9% ενώ το 2013 είχαν επικρατήσει με 41,5%. Σε πολλές περιπτώσεις δεν αντέδρασε έγκαιρα και έχει δεχθεί σφοδρή κριτική για αυτό. Οταν ακροδεξιοί και φιλοναζί δημιούργησαν επεισόδια στο Heidenau, η Μέρκελ έκανε καταδικαστικές δηλώσεις μόνο αφού δέχθηκε κριτική από τα ΜΜΕ για τη σιωπή της. Παρόμοια ήταν η αντίδρασή της μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011. Ενώ ήταν υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, μόλις τρεις μέρες μετά την καταστροφή άλλαξε στάση όταν συνειδητοποίησε ότι η κοινή γνώμη ήταν κατά. Μερικούς μήνες μετά ανακοίνωσε σχέδιο απεξάρτησης από την πυρηνική ενέργεια ως το 2022, χωρίς αντίστοιχο πρόγραμμα αντικατάστασης από φθηνότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Το κόστος των 2,4 δισ. του σχεδίου μετακυλίστηκε στους καταναλωτές. Η καθυστερημένη αλλαγή πολιτικής στοίχισε στους Χριστιανοδημοκράτες τις εκλογές της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ένα παραδοσιακό τους κάστρο, την εκλογή του πρώτου Πράσινου πρωθυπουργού κρατιδίου και εδραίωση της αντίληψης πως οι Πράσινοι έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν έναν τρίτο πολιτικό πόλο. Επιπλέον, υποστήριξε ενεργά τη λειτουργεία των γερμανικών λιγνιτικών μονάδων ως το 2038 δημιουργώντας προβλήματα στην ενεργειακή μετάβαση Γερμανίας και ΕΕ. Εύλογη η απορία στις ελληνικές λιγνιτικές περιοχές «γιατί οι Γερμανοί ως το 2038 και όχι εμείς».
Οι Γερμανοί Πράσινοι είναι το μόνο από τα μεγάλα κόμματα που έχει τεθεί υπέρ του κλεισίματος των λιγνιτικών μονάδων πριν από το 2030 με ταυτόχρονες επενδύσεις σε ΑΠΕ και προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας. Η αργή ενεργειακή μετάβαση στη Γερμανία – 25% του ηλεκτρισμού το 2020 παράχθηκε από λιγνιτικές μονάδες – οφείλεται στην πολιτική ισορροπιών και την έλλειψη πολιτικής βούλησης για σύγκρουση με το οικονομικό σύστημα το οποίο επιμένει σε μοντέλα κεντρικής παραγωγής της ενέργειας. Βέβαια μόλις η κλιματική κρίση αναδείχθηκε ως κεντρικό θέμα των εκλογών, η Μέρκελ αποδέχθηκε την ανάγκη για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. Οι κυβερνήσεις Μέρκελ έχουν υπάρξει πολύ φιλικές προς την αυτοκινητοβιομηχανία. Εχουν ασκήσει πολλές φορές πιέσεις στην ΕΕ για τα όρια ρύπων του στόλου αυτοκινήτων και μόνο τελευταία έχουν, υπό την πίεση των Πρασίνων, του Dieselgate και της κοινής γνώμης, προωθήσει πολιτικές που συμβάλλουν στη βιώσιμη κινητικότητα. To Dieselgate, η χρήση κρυφού λογισμικού για την απόκρυψη των πραγματικών εκπομπών ρύπων των οχημάτων, έφερε ένα ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία των αυτοκινητοβιομηχανιών υποχρεώνοντας τη Μέρκελ να λάβει αποστάσεις. Η κυβέρνησή της επιτέλους ενεργοποίησε προγράμματα για την ηλεκτροκίνηση, επενδύσεις σε ποδηλατοδρόμους και μέσα σταθερής τροχιάς. Το βασικότερο όμως είναι η απόφαση ΕΕ και αυτοκινητοβιομηχανιών για κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης που θα αρχίσει από το 2030. Μια πραγματικά συστημική αλλαγή που δεν θα πιστωθεί η Μέρκελ, αφού η καγκελάριος οδηγήθηκε στην απόφαση από τα γεγονότα.
Ομως η δήλωση και η αλλαγή στάσης με τη μεγαλύτερη καθυστέρηση αφορά τη χώρα μας, «ζήτησα πολλά από τους έλληνες πολίτες» είπε. Την ευχαριστούμε πολύ για τη δήλωση, αλλά την καθυστέρηση στην αλλαγή στάσης, όπως και με την κλιματική κρίση, την πληρώνουν άλλοι. Η Μέρκελ ήταν ο ηγέτης της σταθερότητας για τη Γερμανία και την Ευρώπη, διαχειρίστηκε με επαγγελματική επάρκεια κρίσεις. Αλλά δεν αφήνει πίσω της μια κληρονομιά-πυξίδα για το μέλλον της Ευρώπης. Σε μεγάλα θέματα, όπως η κλιματική κρίση, η άνοδος αυταρχικών καθεστώτων, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, δεν μπορεί κανείς να παραμένει αδρανής και μην έχει σαφείς απόψεις. Στα πρόσωπα των Ολαφ Σολτς και Αναλένα Μπέρμποκ πολλοί βλέπουν τους συνεχιστές της. Ο μεν πρώτος είναι κοντύτερα στη μέθοδο Μέρκελ, η δε δεύτερη έχει και τη διάσταση του οράματος για το μέλλον. Η φυσικός, φεμινίστρια και πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Μέρκελ μπορεί να βλέπει στην Μπέρμποκ τον επόμενο εαυτό της που δεν βρήκε στους Χριστιανοδημοκράτες.
O κ. Ηλίας Παπαθεοδώρου είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας και Συνεκπρόσωπος των Οικολόγων Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα.