Μνήμη  των 49 Μαρτύρων της Παραμυθιάς

Η εν ψυχρώ  εκτέλεση  των 49 Προκρίτων της Παραμυθιάς  αποτελεί  σύμβολο  μαρτυρικής θυσίας και ταυτόχρονα όνειδος,  όχι μόνο για το ναζιστικό καθεστώς αλλά και για τον  αλβανικό  μεγαλοϊδεατισμό που αποτελεί μια ακραία μορφή εθνικισμού.

 

Την περίοδο της κατοχής (1941-1944), επιχειρήθηκε στη Θεσπρωτία και την Πρέβεζα από  ένοπλα τμήματα Μουσουλμάνων Τσάμηδων  με την επίβλεψη και τη συνεργασία των ιταλικών- φασιστικών (μέχρι το Σεπτέμβριο του 1943)  και των γερμανικών- ναζιστικών (μέχρι το Νοέμβριο του 1944)  κατοχικών δυνάμεων, ο «καθαρισμός» της περιοχής  από τον άμαχο ελληνικό- χριστιανικό πληθυσμό. Σχεδιάστηκε δηλαδή και επιχειρήθηκε είτε ο φυσικός του αφανισμός με εκτελέσεις και δολοφονίες, είτε η εκδίωξή του μέσω της καταστροφής των περιουσιών και της τρομοκράτησης των αμάχων.

Ο ισχυρισμός της αλβανικής πλευράς   ότι με τους κατακτητές  συνεργάστηκαν μόνο ορισμένοι εκπρόσωποι της τσάμικης κοινότητας  και επομένως  η συνεργασία αυτή αποτελεί  θέμα «ατομικής ευθύνης», είναι  ιστορικά  και πολιτικά λανθασμένος. Από τη μελέτη των  γερμανικών, ιταλικών και αλβανικών  στρατιωτικών  αρχείων   αλλά και  των εκθέσεων  προς τις ελληνικές   αστυνομικές και δικαστικές αρχές, προκύπτει ότι η κινητοποίηση της τσάμικης κοινότητας υπέρ των κατοχικών δυνάμεων ήταν συλλογική και γενικευμένη.

Η ανθελληνική   δράση

 

Ανθελληνική δράση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων   υπάρχει  ήδη από την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό,  στους Βαλκανικούς πολέμους 1912- 1913. Είναι γνωστό ότι πριν την απελευθέρωση,   δυνάμεις άτακτων Μουσουλμάνων Τσάμηδων έκαψαν ελληνικά  χωριά σε   Θεσπρωτία,  Πρέβεζα και  Ιωάννινα ενώ κατά την απελευθέρωση,   ένοπλα τμήματά τους πολέμησαν στο πλευρό του τουρκικού στρατού.

Μετά την προσάρτηση  της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το 1939, οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν από το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης, ακόμη και με σκηνοθετημένα αιματηρά επεισόδια στα ελληνοαλβανικά σύνορα,   για να δικαιολογήσουν την ιταλική  εισβολή του  1940 στην Ελλάδα. Οι Αλβανοί, περιλαμβανομένων   φυγόστρατων  Μουσουλμάνων Τσάμηδων, συμμετείχαν στις πολεμικές  επιχειρήσεις των Ιταλών  με 18 τάγματα πεζικού πρώτης γραμμής.  Το μέτωπο του  ποταμού Καλαμά (νότιο μέτωπο)  δεν άντεξε την ιταλική επίθεση  αφού εισέβαλλαν  από το αλβανικό έδαφος στη Θεσπρωτία και  διείσδυσαν  σε όλη την περιοχή μέχρι την Πρέβεζα,  οι Ιταλοί υποχώρησαν όμως  μετά από λίγες εβδομάδες εξ αιτίας της αρνητικής για εκείνους τροπής που πήραν τα πράγματα στο μέτωπο της Πίνδου.

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, λίγες ώρες μετά την εισβολή των  ιταλο- αλβανικών στρατιωτικών δυνάμεων, ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας Σιεφγκέτ Βερλιάτσι,  διάβασε, από το ραδιοφωνικό σταθμό των Τιράνων, το παρακάτω διάγγελμα του Υπουργικού Συμβουλίου της Αλβανίας, το οποίο είναι  ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Το κείμενο του διαγγέλματος δημοσιεύτηκε στη συνέχεια  στην εφημερίδα των Τυράννων Tomori, στη «γκέγκικη» διάλεκτο  που ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους και στην ιταλική γλώσσα:

«Αλβανικέ Λαέ ! Η Κυβέρνησή Σου διασαλπίζει τον ενθουσιασμό και την πίστη της στη σημερινή λαμπρή ημέρα για την Πατρίδα μας.

Το όνειρο των προγόνων μας, η ιερότερη ελπίδα των χρόνων της νεότητος και της ακμής μας πραγματοποιήθηκαν. Οι αλβανικοί πληθυσμοί της Τσαμουριάς επιστρέφουν στους κόλπους της Αλβανικής Πατρίδος.

Τα σώματα του ενδόξου Ιταλικού Στρατού, που περιλαμβάνουν στις γραμμές τους και επίλεκτα τμήματα Αλβανών στρατιωτών, ανέτρεψαν με την ορμή τους την ελληνική γραμμή των συνόρων και προήλασαν στα προσφιλή εδάφη της Τσαμουριάς, όπου τόση μεγάλη αλβανική ιστορία και παράδοση κυριάρχησε σε κάθε περίοδο.

Ας χαιρετίσουμε με ανδρική χαρά, ώ Αλβανοί, την σημερινή ημέρα της απελευθερώσεως και ας απευθύνουμε προς τον Βασιλέα Αυτοκράτορα και προς τον Ντούτσε, τους αρχιτέκτονες της νέας και μεγαλύτερης Αλβανίας τις ευχαριστίες μας. Η ευτυχής ένωση με την Ιταλία, η οποία τόσα ωφελήματα στον πολιτικό, πνευματικό και οικονομικό τομέα εξασφάλισε ήδη στην αγαπημένη μας Πατρίδα, παγιώθηκε με τρόπο ακατάλυτο με την σημερινή λαμπρή πραγματικότητα.

Να έχετε την ίδια βεβαιότητα που διακατέχει και την Κυβέρνησή Σας, ότι ένα μεγάλο μέλλον αναμένει την Πατρίδα Μας συνενωμένη με την Ιταλία και να έχετε την πίστη ότι κάθε θυσία είναι μικρή για να επιτύχουμε αυτό το μέλλον.

Στα νώτα των στρατιωτών που πολεμούν για μια δίκαιη υπόθεση πρέπει να υπάρχει συμπαγής λαϊκή θέληση και μεγάλος ενθουσιασμός.

Η Κυβέρνηση, Σας εμπιστεύεται αυτά τα προτάγματα  βεβαία για την πίστη Σας προς την Πατρίδα και τον Βασιλέα.

Ζήτω ο Βασιλεύς! Ζήτω ο Ντούτσε!

Σιεφκέτ Βερλιάτσι (Πρωθυπουργός και προσωρινός Υπουργός Δημ. Έργων), Τζιαφέτ Ύπι ( Υπουργός Δικαιοσύνης ), Τεφίκ Μπόρια (Υπουργός-Γραμματέας του Φασιστικού Κόμματος ), Μαλίκ Μπουσιάτι (Υπουργός Εσωτερικών), Κεμάλ Βριόνι (Υπουργός Οικονομικών), Ερνέστ Κολίκι ( Υπουργός Δημοσίας Εκπαιδεύσεως), Αντόν Μπέτσα (Υπουργός Εθν. Οικονομίας)».

Μετά  την ήττα της Ελλάδας και την εδραίωση της ιταλικής κατοχής στην Ήπειρο, τον Μάιο του 1941, άρχισαν  να δραστηριοποιούνται στην περιοχή οι πρώτες ένοπλες ομάδες των Μουσουλμάνων Τσάμηδων. Οι υποσχέσεις που έδωσαν στην Αλβανία οι δυνάμεις του Άξονα για τη στήριξη των εδαφικών της βλέψεων προκειμένου να δημιουργηθεί η «Μεγάλη Αλβανία», είχαν σαν αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των Μουσουλμάνων Τσάμηδων να υποστηρίξει ενεργά τις κατοχικές δυνάμεις.

Με βάση αυτές τις υποσχέσεις, την 3η Μαΐου του  1941, η  αλβανική κυβέρνηση υπέβαλε μνημόνιο στο ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών με  αξιώσεις  έναντι της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Ειδικά για την  Ελλάδα, διατυπώθηκε η απαίτηση να προσαρτηθούν στην Αλβανία, εκτός από τη Θεσπρωτία, οι νομοί Ιωαννίνων και Πρέβεζας και  τμήμα του νομού Άρτας βορείως του Αράχθου ποταμού, καθώς και τμήματα της Δυτικής Μακεδονίας, όπως ακριβώς είχε διατυπωθεί σε παρόμοιο αίτημα των  Αλβανών προς τις Μεγάλες Δυνάμεις κατά τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου  το 1878.

Η ανταπόκριση της Ιταλίας στη διεκδίκηση των Αλβανών ήταν έμμεση αλλά σαφής. Με διάταγμα της φασιστικής Ιταλίας  οι αδελφοί,  Νουρή Ντίνο, γαμπρός του προαναφερόμενου  Αλβανού Πρωθυπουργού Σιεφγκέτ Βερλιάτσι   και Μαζάρ Ντίνο από την Παραμυθιά,  διορίστηκαν, ο μεν πρώτος ύπατος αρμοστής της Θεσπρωτίας και ο δεύτερος συνταγματάρχης της «Μιλίτσια», της τσάμικης δηλαδή  πολιτοφυλακής που απαρτίζονταν από 14 τάγματα, ενώ αργότερα δημιούργησαν ένα είδος τοπικής κυβέρνησης, την οργάνωση «Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως»»  γνωστή ως  «Ξίλια» (KSILA).

Με τις ένοπλες ομάδες τους οι  Μουσουλμάνοι Τσάμηδες έλαβαν  μέρος σαν συμπολεμιστές των Γερμανών σε μάχες στη Θεσπρωτία και την Πρέβεζα εναντίον των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΔΕΣ στις τοποθεσίες,  Κρυσταλλοπηγή  Παραμυθιάς (15/12/1943), Θεσπρωτικό (30/3/1944), Νικολίτσι Πρέβεζας (24/5/1944), Κεφαλόβρυσο Παραμυθιάς (30/6/1944), στην  απελευθέρωση της Πάργας και της Παραμυθιάς (Ιούνιος 1944) και  στη μάχη της Μενίνας (17-18/8/1944).  Εξάλλου,  από την έκθεση του μοίραρχου Ευστράτιου Ζάκκα (1948) έχουν τεκμηριωθεί    632 δολοφονίες Ελλήνων, 428  εξαφανίσεις προσώπων, 31 απαγωγές,  209 βιασμοί γυναικών, 2.332 πυρπολήσεις κατοικιών, 53 λεηλασίες χωριών και εκατοντάδες κλοπές κοπαδιών ζώων. Οι πραγματικοί αριθμοί  της καταστροφής είναι  πολύ μεγαλύτεροι.

Συλλογική και όχι ατομική  ευθύνη

Όλα αυτά,  δεν ήταν τυχαία και δεν έγιναν από μεμονωμένα άτομα. Η βία που ασκήθηκε εναντίον του ελληνικού στοιχείου  είχε ασφαλώς την εθνοτική, πολιτισμική  και θρησκευτική της διάσταση. Δεν εκδηλώθηκε όμως εξ αιτίας αυτών των διαφορών. Ο κεντρικός της πυρήνας ήταν πολιτικός.  Υπήρχε, όπως προκύπτει από  όσα   εξέθεσα προηγουμένως, συγκεκριμένος βασικός  και διαχρονικός στόχος. Και ο  στόχος αυτός  που είχε τη  στήριξη των κατακτητών   ήταν   η προσάρτηση  της περιοχής στην «Μεγάλη Αλβανία». Η Αλβανία χρειαζόταν την «αλύτρωτη» μειονότητα στη Θεσπρωτία, όχι μόνο ως αντίβαρο για τους Βορειοηπειρώτες αλλά και για να προωθήσει τους δικούς της σχεδιασμούς. Η βία εκδηλώθηκε  για να αφανιστεί ή να απομακρυνθεί ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής, ώστε να διευκολυνθεί η απόσπασή της από την Ελλάδα και η μελλοντική ενσωμάτωσή της στην Αλβανία. Αυτή είναι η πραγματικότητα!

Για το λόγο αυτό,  ήταν μια βία  οργανωμένη και  καθοδηγούμενη,  με τη συμμετοχή του συντριπτικού ποσοστού του πληθυσμού  της τσάμικης κοινότητας. Συνέβησαν εγκλήματα που λόγω της σκληρότητάς τους υπονόμευσαν κάθε προοπτική μελλοντικής συνύπαρξης με τους Έλληνες Χριστιανούς και οδήγησαν τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες σε μαζική φυγή από τη Θεσπρωτία το φθινόπωρο του 1944, όταν ο πόλεμος βρίσκονταν  ακόμη σε εξέλιξη.    

Σε κάθε περίπτωση, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι δεν υπάρχει γερμανική στρατιωτική δράση στη Θεσπρωτία χωρίς τη συμβολή ένοπλων ομάδων Μουσουλμάνων Τσάμηδων, είναι ξεκάθαρο  ότι όπου οι πολιτοφύλακες της τσάμικης  διοίκησης δεν είναι φυσικοί αυτουργοί, είναι οπωσδήποτε συνεργοί στις πράξεις βίας  κατά του ελληνικού πληθυσμού. Πέραν  τούτου, η ευθύνη για  συμμετοχή  σε εγκληματική οργάνωση  δεν περιορίζεται μόνο  σ’ αυτούς  που πυροβολούν και θανατώνουν αλλά  και σ’ εκείνους που με οποιονδήποτε βοηθητικό ρόλο συμβάλλουν στο να διατηρείται και να λειτουργεί η  οργάνωση.

Ανεξίτηλο στη  συλλογική συνείδηση

Κορυφαίο γεγονός εκείνης της περιόδου ήταν  η εκτέλεση των 49 Προκρίτων- εθνομαρτύρων  της Παραμυθιάς, γεγονός  που σε συνδυασμό  με το χαμό και την παντοτινή απουσία αγαπημένων προσώπων έχει σημαδέψει σε τοπικό επίπεδο τις μετέπειτα γενιές και έχει μείνει ανεξίτηλο στη θεσπρωτική συλλογική συνείδηση.

Ο χριστιανικός πληθυσμός της Παραμυθιάς αποτελούσε την ακρόπολη του Ελληνισμού της Θεσπρωτίας. Αφορμή ήταν τα αντίποινα για το θάνατο Γερμανών στρατιωτών, η πραγματική αιτία, όμως,  ήταν η καθυπόταξη  και ο εκφοβισμός του ελληνικού στοιχείου  και η υλοποίηση των  σχεδίων  του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού.  Άλλωστε, είχε προηγηθεί το απόγευμα της 15ης Αυγούστου  η σύλληψη 35 Προκρίτων της πόλης  που τελικά μετά από 15νθήμερη κράτηση  στα Ιωάννινα απελευθερώθηκαν.

Το  απόγευμα της 25ης Σεπτεμβρίου   οι  Νουρί και Μαζάρ Ντίνο με το επιτελείο τους κατάρτισαν  κατάσταση  των χριστιανών Παραμυθιωτών και την παρέδωσαν στους Γερμανούς. Είναι χαρακτηριστικό του σχεδίου τους, ποιοι συμπεριλήφθησαν σ’  αυτήν. Οι καλλίτεροι, οι δυναμικότεροι, άνθρωποι με κύρος και αναγνώριση, οι Προύχοντες δηλαδή  της πόλεως (κληρικοί, εκπαιδευτικοί, έμποροι, επαγγελματίες) και όποιοι εκπρόσωποι της τοπικής  ελληνικής διοίκησης (δημόσιοι υπάλληλοι),  είχαν απομείνει. Πενήντα  δύο στον αριθμό. Το βράδυ της  27η   Σεπτεμβρίου 1943 αποσπάσματα  Μουσουλμάνων Τσάμηδων με ένα Γερμανό συνοδό  συνέλαβαν  τους  υποδειχθέντες Πρόκριτους  και την 29η  Σεπτεμβρίου 1943 εκτελέστηκαν  ομαδικά  στη  θέση  «Πουρνάρι» Παραμυθιάς.

Το κτηνώδες εκ μέρους των Γερμανών, γράφει   ο Ιωάννης Αρχιμανδρίτης στο βιβλίο του «Τσάμηδες: Οδύνη και Δάκρυα της Θεσπρωτίας», ήταν  ότι ενώ επρόκειτο να τους  εκτελέσουν, ειδοποίησαν με τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες τους οικείους τους  πως  πρέπει να στείλουν χρήματα στους συλληφθέντες, τρόφιμα και κλινοσκεπάσματα, γιατί  δήθεν θα μεταφέρονταν ως όμηροι σε άλλο μέρος. Ανήκουστη  ατιμία και συμπεριφορά προς τις  οικογενείας των μελλοθανάτων. Μετά την ομαδική  εκτέλεση,  ενταφιάστηκαν όλοι τους  σε  κοινό τάφο από  τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες   και τρείς  Παραμυθιώτες  που  την ώρα της εκτέλεσης  σώθηκαν από τους ιδίους τους Γερμανούς  γιατί  τους χρειάζονταν για τις εργασίες τους.

Η παραδοχή της αλήθειας

Η Αλβανία τα τελευταία χρόνια  ξαναγράφει  μεθοδικά σε πολλούς τομείς  την ιστορία της. Ενώ το καθεστώς Χότζα είχε προχωρήσει σε σφοδρές διώξεις εναντίον του τσάμικου πληθυσμού που είχε έλθει από την Ελλάδα, γιατί τους θεωρούσε συνεργάτες του φασισμού, η γειτονική χώρα  έχει  ξεκινήσει   τώρα να αποκαθιστά  την ηγεσία των Μουσουλμάνων Τσάμηδων, να τους τιμά   και να τους  εμφανίζει   σαν  αντιφασίστες. Ταυτόχρονα, η τρομοκρατία  κατά του χριστιανικού πληθυσμού  αποσιωπάται ενώ η  φυγή τους  από τη Θεσπρωτία  παρουσιάζεται  από την επίσημη Αλβανία είτε ως εθνοκάθαρση, είτε ως γενοκτονία.

Ποιο είναι το γνωστικό μας  υπόβαθρο,   προκειμένου να αξιολογήσουμε  αυτές τις εκδοχές  της αλβανικής πλευράς; Οι νέοι μας δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα.  Από την άλλη μεριά,  οι κυρίαρχες εγχώριες αφηγήσεις για το  “Τσάμικο”, ιδιαίτερα στον ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό χώρο,  δε  διαφέρουν και πολύ από τις αντίστοιχες της αλβανικής προπαγάνδας.  Ο βασικός λόγος γι’ αυτή την ομοιότητα   δεν είναι γιατί  υπάρχουν ανάμεσά μας πράκτορες της Αλβανίας αλλά  γιατί  κάποιοι  βρίσκονται ακόμη  ιδεολογικά αγκυλωμένοι  στην περίοδο του εμφυλίου, και μάλιστα στο αφήγημα των ηττημένων του ελληνικού εμφυλίου, αφήγημα που συσκοτίζει ή ανατρέπει την ιστορική πραγματικότητα.

Η εν ψυχρώ  εκτέλεση  των 49 Προκρίτων της Παραμυθιάς  αποτελεί  σύμβολο  μαρτυρικής θυσίας και ταυτόχρονα όνειδος,  όχι μόνο για το ναζιστικό καθεστώς αλλά και για τον  αλβανικό  μεγαλοϊδεατισμό που αποτελεί μια ακραία μορφή εθνικισμού. Η ειρηνική σχέση και συνεργασία με την Αλβανία  είναι μονόδρομος,  αυτό τουλάχιστον διδάσκει η πρόσφατη ιστορία. Όμως η πιο στέρεα βάση για μια γνήσια ελληνοαλβανική φιλία είναι  η  παραδοχή της αλήθειας!

(*) Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρόεδρος της  Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ),  πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας  

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.