Η συνήθης δημοσιογραφική περιγραφή της Ανγκελα Μέρκελ είναι ως έναν καθημερινό άνθρωπο. Οι περιγραφές εστιάζουν στο απλό της ντύσιμο, τον ευθύ και ανεπιτήδευτο τρόπο ομιλίας της, την παροιμιώδη εργατικότητά της αλλά και τον λιτό τρόπο ζωής της, π.χ. το γεγονός ότι διαμένει με τον σύζυγό της στο δικό τους απλό διαμέρισμα στο Βερολίνο, και όχι σε κάποιο παλάτι της ομοσπονδιακής Καγκελαρίας. Ολα αυτά δεν την κάνουν φυσικά έναν «συνηθισμένο» άνθρωπο. Σε μια εποχή που η πολιτική εξελίσσεται σαν τηλεοπτική εκπομπή και οι πολιτικοί συμπεριφέρονται σαν θεατράνθρωποι, διψώντας για αναγνώριση και δημοσιότητα, την κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Είναι ένας ασυνήθιστος άνθρωπος, μια ηγέτις χωρίς ματαιοδοξία.

Το γεγονός αυτό μερικές φορές συνδέεται με την καταγωγή της από την πρώην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία, την επιρροή του πατέρα της, Λουθηρανού πάστορα, αλλά και την επαγγελματική της εμπειρία ως ερευνήτριας στις φυσικές επιστήμες. Υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση της σταθερότητας αυτής, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της. Η Ανγκελα Μέρκελ, παρά τα όποια ελαττώματά της και ιδίως την αναποφασιστικότητά της, δεν έκανε στην καριέρα της ηθικούς συμβιβασμούς.

Δεν είναι ευρύτερα γνωστός ο τρόπος με τον οποίον η κυρία Μέρκελ έγινε γνωστή στο πλατύ κοινό της Γερμανίας. Η πολιτική της καριέρα γνώρισε την πρώτη της σημαντική επιτυχία το 1991, όταν ο τότε καγκελάριος Χελμουτ Κολ την προήγαγε σε υπουργό Γυναικείων Θεμάτων. Σε ένα ανδροκρατούμενο και παρεΐστικο περιβάλλον, η Μέρκελ κέρδισε τον σεβασμό των συναδέλφων της και το 1994 προήχθη σε υπουργό Περιβάλλοντος. Ο Κολ ηττήθηκε στις εκλογές του 1998 από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ και παραιτήθηκε από την ηγεσία, αλλά παρέμεινε πολιτικά ενεργός και εσωκομματικά πανίσχυρος.

Εναν χρόνο μετά ξέσπασε το μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς και παράνομων δωρεών στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, για το οποίο ο Κολ θεωρήθηκε υπεύθυνος. Αν και παραδέχθηκε την ευθύνη του για τα μαύρα ταμεία – από τα οποία δεν είχε ωφεληθεί προσωπικά – ο Κολ αρνήθηκε να αποκαλύψει την ταυτότητα των παράνομων δωρητών, ώστε να ολοκληρωθεί η έρευνα των αρχών. Ούτε ο τότε πρόεδρος, ο γνωστός μας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι βαρόνοι του κόμματος επέκριναν δημόσια τον επί 25 χρόνια αρχηγό τους. Η μόνη που είχε το θάρρος να το κάνει ήταν η Ανγκελα Μέρκελ.

Σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1999 σε μια μεγάλη εφημερίδα η κυρία Μέρκελ έγραψε ότι είναι απαράδεκτο για έναν πρωθυπουργό να ανέχεται οποιαδήποτε παρανομία ή να μη σέβεται το κράτος δικαίου. Αρνούμενος να συνεργαστεί με τις αρχές ο κ. Κολ έβλαψε όχι μόνο το κόμμα του αλλά και τη Γερμανία, έγραψε η κυρία Μέρκελ. Το πολιτικό της μέλλον κρεμόταν τότε από μια κλωστή. Οι αξιωματούχοι των Χριστιανοδημοκρατών την καταδίκασαν, ευγενικά αλλά δημοσίως.

Και όμως, η κοινή γνώμη την επικρότησε. Μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες, και αφού στο σκάνδαλο ενεπλάκη και ο κ. Σόιμπλε και αναγκάστηκε να παραιτηθεί, η κυρία Μέρκελ εξελέγη αρχηγός του κόμματός της. Ως καγκελάριος έχει δείξει την ίδια σταθερή ηγετικότητα σε δύο από τις πιο ιστορικές αποφάσεις της. Και τα δύο αφορούν ηθικά ζητήματα: το ένα είναι η κρίση της Ευρωζώνης και το δεύτερο το Προσφυγικό.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης η στήριξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ήταν για την κυρία Μέρκελ ηθική προτεραιότητα. Αν και αυτό δεν ήταν ορατό την περίοδο εκείνη, η κυρία Μέρκελ έδειξε πολύ πιο ήπια στάση έναντι της Ελλάδας από αυτήν που προτιμούσαν άλλοι στο κόμμα της ή πρότειναν δημοσίως εθνικιστές οικονομολόγοι και πολιτικοί. Είχε τότε δηλώσει: «Αν αποτύχει το ευρώ, αποτυγχάνει η Ευρώπη».

Η γερμανική κοινή γνώμη ήταν τότε εναντίον της στήριξης γιατί θεωρούσε ότι το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας δεν θα έκανε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ώστε να επιβιώσει στις ανταγωνιστικές συνθήκες της Ευρωζώνης, και ότι η όποια βοήθεια θα πήγαινε χαμένη. Η ιστορία έδειξε ότι η κυρία Μέρκελ είχε δίκιο, όχι μόνο ηθικά αλλά και στρατηγικά, αφού η Ελλάδα έκανε τις απαραίτητες δημοσιονομικές προσαρμογές αλλά και κάποιες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Η Ευρωζώνη όχι μόνο έμεινε ενωμένη αλλά έκανε πρόσφατα και νέα βήματα στην αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Το οικοδόμημα όχι μόνο επιβίωσε αλλά προοδεύει.

Η δεύτερη φορά όπου η κυρία Μέρκελ έδειξε την ηγετικότητά της ήταν κατά την προσφυγική κρίση το 2015. Οπως όλοι θυμόμαστε, ο πόλεμος στη Συρία οδήγησε σχεδόν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, με σκηνές χάους και κατάλυσης των συνοριακών ελέγχων. Η γερμανική κοινή γνώμη ήθελε την απέλασή τους. Η καγκελάριος όμως τους δέχθηκε, λέγοντας το περίφημο «θα το καταφέρουμε», εννοώντας ότι από κοινού οι ομοσπονδιακές και τοπικές αρχές μπορούν να αφομοιώσουν τους απελπισμένους αυτούς ανθρώπους, παρά τις οικονομικές και διοικητικές δυσκολίες.

Σε καμία περίπτωση η κυρία Μέρκελ δεν υιοθέτησε τη λαϊκιστική και ρατσιστική ρητορική των γειτόνων της (π.χ. Ορμπαν ή Κουρτς), κατά την οποία οι (μουσουλμάνοι) πρόσφυγες ήταν δήθεν ψεύτικοι πρόσφυγες, ή ότι ήταν τεμπέληδες, ή ότι πρέπει να κλειστούν σε φυλακές, ή κατά κάποιον τρόπο «απειλούσαν» τον πολιτισμό της Ευρώπης. Η κυρία Μέρκελ κράτησε τον ρατσισμό και τους μύθους που τον στηρίζουν εκτός της κυβέρνησης και, ως αποτέλεσμα, εκτός της πολιτικής ζωής.

Η πραγματικότητα επίσης τη δικαίωσε. Οπως δείχνουν οι πρόσφατες έρευνες, η μεγάλη πλειοψηφία των Σύρων προσφύγων εντάχθηκε αρμονικά στην κοινωνία της Γερμανίας, μαθαίνοντας γερμανικά και στέλνοντας τα παιδιά στα δημόσια σχολεία και αργότερα σε πανεπιστήμια. Ο αριθμός όσων χρειάζονται οικονομική βοήθεια από το κράτος, αν και ακόμα υψηλός αφού οι περισσότεροι παραμένουν φτωχοί, πέφτει κάθε χρόνο, ενώ περίπου 5.000 Σύροι γιατροί εργάζονται σήμερα στη Γερμανία. Οι εθνικιστές πολιτικοί της Γερμανίας γνώρισαν μικρή άνοδο, αλλά είναι ξανά στο περιθώριο.

Εχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην Ευρώπη να επικρατούν πολιτικοί που πορεύονται με τον φόβο του πολιτικού κόστους και το άγχος να εξισορροπούν εσωκομματικά και άλλα συμφέροντα. Η καριέρα της κυρίας Μέρκελ – και ευτυχώς και άλλων ηγετών – δείχνει ότι τα εκλογικά σώματα προκρίνουν και ένα άλλο πρότυπο ηγετικότητας, αυτό που βλέπει πιο μπροστά, που δεν παραβιάζει τις ηθικές μας αξίες, το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα των αδυνάτων για πρόσκαιρο όφελος. Στο άρθρο της του Δεκεμβρίου του 1999 η κυρία Μέρκελ έγραψε: «Μπορούμε να κτίσουμε το μέλλον μόνο στο θεμέλιο της αλήθειας». Αυτό είναι, πιστεύω, το πιο ουσιώδες μήνυμα της θητείας της.

Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.