Στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του έτους 480 π.Χ. διεξήχθη μία από τις κρισιμότερες πολεμικές συγκρούσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Στο στενό της Σαλαμίνας οι ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων νίκησαν κατά κράτος τον κατά πολύ ισχυρότερο στόλο των Περσών.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, είχε προηγηθεί η ηρωική ήττα του Λεωνίδα και των τριακοσίων στις Θερμοπύλες και πλέον ο δρόμος για την Αθήνα ήταν για τους Πέρσες ανοιχτός.
Οι Έλληνες είχαν μια τελευταία ευκαιρία να εμποδίσουν τους πολυάριθμους Πέρσες από το να εισβάλουν και στην Πελοπόννησο και να κατακτήσουν έτσι ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Ύστερα από έντονες διαφωνίες στις τάξεις των Αθναίων, τελικά αποφασίστηκε να ακολουθηθεί το στρατηγικό σχέδιο του Θεμιστοκλή, σύμφωνα με το οποίο δεν υπήρχε κανένα νόημα να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στην ξηρά και ότι αυτό που ενδεχομένως να τους οδηγούσε στη νίκη θα ήταν μια ναυμαχία στα στενά της Σαλαμίνας.
Είχε προηγηθεί ο χρησμός της Πυθίας:
Μα στην Τριτογενή του ο Δίας ο βροντόλαλος τη χάρη τούτη κάνει:
σωμός το ξύλινο το τείχος για σένα και τα τέκνα σου, απόρθητο θα μείνει.
(τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν, τὸ σὲ τέκνα τ᾽ ὀνήσει)
Οι περισσότεροι ερμήνευσαν τον χρησμό κατά κυριολεξία, προκρίνοντας ως μέσο σωτηρίας την κατασκευή ξύλινων τειχών. Ο Θεμιστοκλής όμως τούς έπεισε ότι τα «ξύλινα τείχη» ήταν τα ξύλινα πολεμικά τους πλοία.
Έτσι αποφασίστηκε η εκκένωση της Αθήνας.
Η εκκένωση
Tην άνοιξη του ηρωικού έτους 1940 «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύουν άρθρο του Γάλλου, Φρανκ Μπούργκ που με πηγή του τον πατέρα της Ιστορίας, Ηρόδοτο, περιγράφει τον τρόπο που εκκενώθηκε η πόλη των Αθηνών.
« [Ο Θεμιστοκλής] αβέβαιος διά την έκβασιν του αγώνος, έδωσε διαταγήν εις τους Αθηναίους να οδηγήσουν έξω της πόλεως της γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τους γέροντας γονείς τους, καθώς και τους δούλους.
»Όσον αφορά τις γυναίκες, τους γέροντας και τα παιδιά, η απόφασις του εστηρίζετο εις την επιθυμίαν να εξασφαλίση την ασφάλειάν της.
»Όσον αφορά τους δούλους, δεν ήθελε να τους αφήση μέσα εις την πόλιν διά να μη ενωθούν αυτοί με τον εχθρόν και τον βοηθήσουν εναντίον των κυρίων των. Αλλά ιδού πώς εκφράζεται ο Ηρόδοτος:
Τη αιτήσει των Αθηναίων, ο ελληνικός στόλος, που ήτο αγκυροβολημένος στο Αρτεμίσιον, ήλθε και άραξε μπροστά στη Σαλαμίνα.
Αμέσως μετά την άφιξι του οι Αθηναίοι εξέδωσαν μία διαταγή και διέτασσαν κάθε πολίτη να θέσει εν ασφαλεία τα παιδιά του και τους υπηρέτες του, πάση θυσία.
Άλλοι έστειλαν τους δικούς τους στη Θράκη, άλλοι στο νησί της Αιγίνης, και άλλοι ακόμη στη Σαλαμίνα.
Για την έξοδο αυτή έβαλαν όλοι τόσον περισσότερον ζήλον όσον επίστευαν ότι υπακούουν διαταγή των θεών.
Οι Αθηναίοι διηγούνται πραγματικώς το ακόλουθον γεγονός: Ο φρουρός της πόλεως ήταν ένας μεγάος όφις, που ζούσε στο ναό της Αθηνάς. Κάθε μήνα του προσέφεραν ένα γλύκισμα από μέλι.
Συνήθως ο όφις το έτρωγε μόλις του το έδιναν. Αυτή τη φορά δεν το άγγισε.
Όταν η ιέρεια το έκανε αυτό γνωστό στο πλήθος των πιστών, οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλι με μεγαλείτερη ακόμα σπουδή τη στιγμή που η ίδια η θέα είχεν εγκαταλείψη τον ναό.
Και αφού ωδήγησαν τους δικούς των σε ασφαλή τόπο, επανήλθον στις τάξεις του στρατού.
Οι Αθηναίοι πρόσφυγες
«Επίσης ο Ηρόδοτος διηγείται ότι οι κάτοικοι της Θράκης υπεδέχθησαν τους πρόσφυγας που κατέφυγαν εκεί με απέραντη καλωσύνη. Έκαναν μάλιστα ειδικό νόμο για την ασφάλεια των προσφύγων.
»Μεταξύ άλλων ο νόμος αυτός προέβλεπεν όπως τα έξοδα της διατροφής των επιβαρύνουν την πόλιν. Κάθε άνδρας και κάθε γυναίκα έπαιρνε δύο οβολούς την ημέρα.
»Τα παιδιά είχαν το δικαίωμα να κόβουν στα περιβόλια όσα ήθελαν σύκα, σταφύλια και εληές. Επίσης η πόλις προσέφερε τους δασκάλους της για να μη διακοπή η εκπαίδευσις των παιδιών».