«Ξέρετε κανένα ελληνικό κόμμα που να έχει δημοσιεύσει την εθνικώς αναγκαία 500σέλιδη Λευκή Βίβλο της Παιδείας με τις αιτιολογημένες προτάσεις του κόμματός του;» αναρωτιέται μιλώντας στο «Βήμα» ένας σοφός της Παιδείας μας: Ο κ. Θεοδόσης Τάσιος, ακαδημαϊκός, πολιτικός μηχανικός, αρθρογράφος και συγγραφέας ήταν εκεί όταν εξελίσσονταν επί δεκαετίες οι συζητήσεις για αναμόρφωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης της χώρας. Ηταν εκεί όταν ξεκινούσαν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις (η μία μετά την άλλη), κάποιες με όραμα, αλλά ποια με προοπτική; Οταν οι κυβερνήσεις έχουν όριο ζωής τεσσάρων ετών και οι υπουργοί μετά βίας δύο έτη και όταν η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης οδηγούσε πάντα το ένα πολιτικό κόμμα να ανατρέπει πλήρως τη φιλοσοφία του προηγούμενου πώς να έχουμε ορατά αποτελέσματα, λέει ο ίδιος στη συνέχεια μιας συζήτησης αφιερωμένης στην Παιδεία.
«Η θεμελιώδης λύση θα ήταν να αλλάξουμε το ήθος μας» δηλώνει ο κ. Τάσιος, θυμίζοντας τη σχέση της πολιτικής με την ηθική. Αλλά πάλι και αυτό πρόβλημα Παιδείας δεν είναι; Η συζήτησή μας καταλήγει στις παρακάτω σκέψεις:
Τι λέτε λοιπόν σήμερα για την Παιδεία μας; Περνούν οι δεκαετίες, περνούν οι κυβερνήσεις, τρέχουν οι μεταρρυθμίσεις της Παιδείας και μάλλον έχουμε την εντύπωση ότι δεν προχωράμε ουσιαστικά. Πού νομίζετε ότι οφείλεται το φαινόμενο;
«Εκ πρώτης όψεως, μπορεί κανείς πράγματι να σχηματίσει μια τέτοιαν εντύπωση. Ωστόσο, δεν θα τη συνυπογράψω συνολικώς. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάμποσα θέματα στα οποία έχει όντως επιτευχθεί πρόοδος. Παρά ταύτα, το θέμα «Παιδεία» είναι τόσο οξύ και τόσο θεμελιακό για τον λαό μας, ώστε αυτά που έχουν επιτευχθεί να είναι εμφανώς ανεπαρκέστατα. Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι δεν φαίνεται να έχομε συναίσθηση της πρωταρχικής σημασίας του ζητήματος Παιδεία. Επιτρέψτε μου λοιπόν να αναφερθώ κάπως λεπτομερέστερα σ’ αυτό το θέμα. Εάν οι αναγνώστες σας πλήξουν για λίγο, τότε αφενός μεν μπορεί να είναι δείγμα της ανικανότητάς μου, δεν αποκλείεται όμως αυτή η πλήξη να συνιστά και μιαν ίσως ένδειξη ορθότητας της υποψίας μου ότι η πλειονότητα των συμπολιτών μας θεωρούν την Παιδεία ως μιαν απαραίτητη μεν, αλλ’ εργαλειακή λειτουργία.
Εχω διατυπώσει τον ευμνημόνευτον κανόνα «Παιδεία είναι εισπνοή παρελθόντος και εμ-πνοή μέλλοντος». Θέλουμε να δώσουμε στην επόμενη γενιά ό,τι έχει κατορθώσει η ανθρωπότητα, αλλά θέλουμε και μια γενιά ευτυχισμένη και δημιουργική για το μέλλον. Ετούτα τα τελευταία βέβαια δεν επιτυγχάνονται μόνον με απλή «μετακένωση γνώσεων και δεξιοτήτων»: κάτι τέτοιο θα οδηγούσε γρήγορα σε αποτελμάτωση, χωρίς την κριτική και τη δημιουργική ικανότητα του παιδιού (θυμηθείτε να του τις αναπτύξετε) και χωρίς την ευδαιμονία που χαρίζει η Τέχνη και το υπαρξιακό βάθος που αποκτούμε χάρις στη Φιλότητα (θυμηθείτε επίσης να του τα προσφέρετε οπωσδήποτε).
Ετσι, το αίτημα της Παιδείας είναι διφυές: Και Εκπαίδευση (γνώσεις, δεξιότητες) και Καλλιέργεια (αισθητική καλλιέργεια, μύηση στην ηδονή του ήθους), μαζί με τις ικανότητες της εργατικότητας, της συνεργασιμότητας και της μεθοδικότητας. Από μια τέτοια Παιδεία αναμένονται η ευμάρεια και η ευτυχία του Ατόμου, καθώς και σπουδαίες συνέπειες για την Κοινωνία (Οικονομία, Τεχνολογία, Επιστήμη, Διαπροσωπικές σχέσεις, Τέχνη, Δικαιοσύνη, Κοσμοείδωλο). Πρόκειται για την πιο συμφέρουσα επένδυση.
Σπεύδω δε να θυμίσω ότι αυτό το τεράστιο (διά βίου μάλιστα) λειτούργημα της Παιδείας, δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί στα στενά όρια των σχολείων όλων των βαθμίδων, αλλά απαιτεί την ολομερή συμμετοχή της Οικογένειας, της Κοινότητας, της Συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και των Μαζικών Μέσων Επικοινωνίας.
Δεύτερον, από τη φύση και την έκταση του θεσμού της Παιδείας και των θεμελιωδών σκοπών της, είναι ολοφάνερο ότι η Παιδεία προορίζεται να βρίσκεται στο κέντρο της Πολιτικής (θεωρίας και πράξης). Και το αντίστοιχο υπουργείο (πρώτο τη τάξει) παρά τω Πρωθυπουργώ, με δυσαναλόγως μεγάλο αριθμό υφυπουργών, και με σχετικές παγκομματικώς αναγνωρισμένες ανεξάρτητες Αρχές. Γιατί; Μα διότι το αποτέλεσμα οποιασδήποτε νομοθεσίας Παιδείας θα κριθεί στην πράξη μετά από 15 χρόνια – ενώ μια κυβέρνηση διαρκεί 4 χρόνια, ο δε υπουργός 2 χρόνια συνήθως. Απ’ αυτήν την άποψη, είναι κραυγαλέως παράλογο το αίτημα εφαρμογής μιας “κομματικής” πολιτικής στην Παιδεία. Η μεγάλη πάντως δυσχέρεια προέρχεται απ’ την ενδεχόμενη πολιτική μυωπία μεγάλης μερίδας του Λαού μας, ο οποίος δεν συναινεί να χάσει τίποτα “σήμερα”, έναντι ενός κέρδους που θα προκύψει μετά από “είκοσι χρόνια”. (Και, φυσικά, αυτήν τη στάση είναι σχεδόν υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν και οι κοινοβουλευτικοί του αντιπρόσωποι…)».
Πολλές αντιφάσεις…
«Πράγματι, ο μακρόπνοος σχεδιασμός της Παιδείας σκοντάφτει ανά πάσαν στιγμήν σε μέγα πλήθος αντιφάσεων. Και συγκεκριμένα:
– Αναγνωρίζοντας ότι τα κύρια γνωρίσματα του δημοκρατικού και αποδοτικού Πολίτη αποκτώνται μόνον στις τρυφερές ηλικίες, μήπως πρέπει να αναστρέψομε τα μεγέθη χρηματοδότησης Νηπιαγωγείων και Πανεπιστημίων;
– Πόση Καλλιέργεια, έναντι πόσης Εκπαίδευσης; Θέμα τεραστίων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διαστάσεων…
– Και πώς να υπηρετήσω τα λαϊκά συμφέροντα για μελλοντική τεχνολογική ανάπτυξη, απαιτώντας “εντατικοποίηση” απ’ τη σημερινή γενιά των Μαθητών; Ποιος να διαπραγματευθεί, με ποιον;
– Τι θα κάνω με τις ειδικές ανάγκες μάθησης των παιδιών του κατώτερου και του ανώτερου άκρου του φάσματος του δείκτη ευφυΐας; Πολύτροπα αντικρουόμενα συμφέροντα…
– Πώς θα εξασφαλίσω την μέγιστη αποδοτικότητα του πολύτιμου διδακτικού προσωπικού στη Γενική Παιδεία, με απαιτητικότερες σπουδές, με συνεχή μετεκπαίδευση και αξιολόγηση – μαζί με διπλασιασμό των μισθών τους; Εδώ, ούτε καν ένας εκπρόσωπος του Συλλόγου Γονέων δεν επιτρέπεται να παρακολουθήσει ένα μάθημα…
– Πώς θ’ αντιμετωπίσω την απεχθέστερη των κοινωνικών αδικιών, εκείνην ενώπιον της Παιδείας; Υποβαθμίζοντας τα κριτήρια εισαγωγής στην Τριτοβάθμια, με συνέπειες αρνητικές για την στάθμη των πανεπιστημιακών σπουδών – άρα και των λαϊκών συμφερόντων για Ανάπτυξη; Ή, ίσως, με αντιμετώπιση του προβλήματος “ανάντη”, εκεί που γεννιέται – παρεμβαίνοντας έγκαιρα στον χώρο της οικογένειας, της κοινότητας και των σχολείων των υποανάπτυκτων περιοχών;
– Αραγε, θα ακολουθήσω φιλολαϊκή πολιτική αυξάνοντας το πλήθος των πανεπιστημιακών πτυχιούχων – καταδικάζοντας δηλαδή ένα μεγάλο ποσοστό τους στην ανεργία ή στην άσκηση άσχετων συνήθως επαγγελμάτων; Ή, μήπως, προβλέποντας εγκαίρως αυτήν την αναπόφευκτη συνέπεια και στήνοντας μια ρωμαλέα δημόσια Επαγγελματική Εκπαίδευση, θα υπηρετήσω έτσι διπλά τα λαϊκά συμφέροντα (αφού συγχρόνως θα έχω προσφέρει και πολύτιμα στελέχη στην Οικονομία);
– Μπροστά στον συνεχώς αυξανόμενο όγκο των αναγκών Καλλιέργειας και Εκπαίδευσης, γιατί δεν επεκτείνω τη μαθησιακή διάρκεια, μέσω ενός εθνικού θεσμού Συνεχιζόμενης Παιδείας ως αναγνωρισμένου και αφειδώς χρηματοδοτούμενου οργάνου δια βίου Παιδείας – ιδίως των φτωχότερων παιδιών που έχουν αδικηθεί;».
Εχουμε μάλλον σειρά αδιεξόδων, πολιτικών και άλλων, και τι μπορούμε να πούμε για αυτά;
«Οσοι τυχόν αναγνώστες σας, έφθασαν έως εδώ και δεν βαρέθηκαν, θα έχουν ίσως καλύτερα κατανοήσει την απέραντη περιπλοκή και τα οιονεί αδιέξοδα που εμπεριέχει το ενέργημα της Παιδείας: Αλλεπάλληλα διλήμματα οικονομικά και κυρίως αξιακά (δηλαδή, τελικώς, κοινωνικο-πολιτικά) παρουσιάζονται – το κυριότερο των οποίων (το ξαναλέμε) είναι ηθολογικού χαρακτήρα: Ποιος πείθεται να υποστηρίξει αποφάσεις με αβέβαιο αποτέλεσμα σε μακρόν χρονικό ορίζοντα, θυσιάζοντας άλλα βραχυπρόθεσμα συμφέροντά του; Και ποιοι (και κυρίως πόσοι) διαθέτουν τις εξαιρετικά ειδικευμένες γνώσεις για το πλήθος και το είδος των παραγόντων που διαρρέουν τους πολλαπλούς προβληματισμούς της Παιδείας; Και μία συναφής ερώτηση: Ξέρετε κανένα ελληνικό κόμμα που να έχει δημοσιεύσει την εθνικώς αναγκαία 500σέλιδη Λευκή Βίβλο της Παιδείας με τις αιτιολογημένες προτάσεις του κόμματος; Αυτή λοιπόν ήταν, νομίζω, η απάντηση στο ερώτημά σας πού οφείλεται το βήμα σημειωτόν στην Παιδεία μας, και γιατί όλοι οι 2ετούς διαρκείας αρμόδιοι υπουργοί στήνουν κι από μία δικιά τους “μεταρρύθμιση”…».
Πάντως ένα από τα θέματα συζήτησης των τελευταίων ημερών (για μία ακόμη φορά) είναι μια φιλολαϊκή και αναπτυξιακή επαγγελματική εκπαίδευση. Γιατί επί δεκαετίες δεν το έχουμε καταφέρει; Εχουμε την «πανεπιστημιοποίηση» των πρώην ανώτερων επαγγελματικών Σχολών, αλλά τελικά και την ανεπάρκειά τους.
«Ναι, μίλησα ήδη για την τάση να εφαρμόζομε μια δήθεν φιλολαϊκή πολιτική αυξάνοντας το πλήθος των εισαγομένων στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τα εξής τρία (σαφέστατα αντιλαϊκά) αποτελέσματα: Πρώτον, είναι τόσο μεγάλο το πλήθος των πτυχιούχων, που αντιλαμβάνονται ότι τους παγιδεύσαμε στην αναπόφευκτη ανεργία ή στην άσκηση άσχετων (χειρωνακτικών συνήθως) επαγγελμάτων. Δεύτερον, λόγω του πλήθους των φοιτητών της Τριτοβάθμιας, πέφτει αφεύκτως η στάθμη των σπουδών – άρα υποβαθμίζονται και τα αναμενόμενα για την Ανάπτυξη της χώρας αποτελέσματα. Και τρίτον, εις τούτο το μεταξύ η παραγωγή έχει στερηθεί πολύτιμα επαγγελματικά στελέχη, που θα τα ετοίμαζε μια δημόσια ρωμαλέα επαγγελματική εκπαίδευση, και θα τα ακριβοπλήρωνε η παραγωγή.
Αφήσαμε λοιπόν να ατονεί συνεχώς και συστηματικώς η επαγγελματική εκπαίδευση – στ’ όνομα, λέει, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ταΐσαμε δηλαδή τον απληροφόρητο λαό μας με φούμαρα. Εν τω μεταξύ, η οικονομική πραγματικότητα εθεράπευσε και την παλαιότερη κοινωνική υποτίμηση των επαγγελματιών – όταν οι απολαβές τους τώρα έγιναν ασυγκρίτως ανώτερες απ’ την ετεροαπασχόληση (ή και την ανεργία) των πτυχιούχων. (Εξ ου και η αίτηση διαζυγίου της νιόπαντρης που εξηπατήθη: “της είχε πει πως είναι Υδραυλικός, και αποδείχθηκε καθηγητής της Υδραυλικής”).
Το κακό χρονολογείται από 50ετίας. Θα έπαιρνα το θάρρος να υποστηρίξω ότι η σχετική συνέντευξή μου στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” της 1 Δεκ. 1966 είναι επίκαιρη ακόμη και σήμερα. Κι όταν ο Ράλλης θέλησε το 1976 να μελετήσει τα πιθανά σενάρια των συνεπειών της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης (και μ’ έστειλε το ΕΜΠ στο υπουργείο Παιδείας επί 3μηνον), στο βιβλίο που εκδώσαμε εξηγούσαμε ότι το ετήσιο κόστος της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης ανά φοιτητήν, ξεπερνάει το 3πλάσιο του αντίστοιχου κόστους της Γενικής Παιδείας. Σε λίγο το κόστος θα το ρίχνανε, χάρις στο υποκατάστατο του μαυροπίνακα και σε φτηνούς Καθηγητές που δεν προέρχονταν απ’ την Παραγωγή – αλλά δίδασκαν “έρευνα”…
Εν τω μεταξύ, οι Κουτόφραγκοι δυνάμωναν τις παραγωγικές επαγγελματικές τους σπουδές (αλλά εμείς είμαστε έθνος υπερήφανον).
Ομως υπάρχει ελπίδα: Απ’ την κυρία Διαμαντοπούλου η οποία έναν μήνα προτού φύγει απ’ το υπουργείο, μου είχε τηλεφωνήσει κάποια προχωρημένη νυχτερινή ώρα (“ελάτε να βοηθήσετε να αποκαταστήσουμε την Επαγγελματική Εκπαίδευση”), μέχρι το πρόσφατο πραξικόπημα της αθρόας πανεπιστημιοποίησης παντός ΤΕΙ – φαίνεται ότι ωρίμασαν οι συνθήκες γι’ αυτήν τη Μεγάλη Μεταρρύθμιση. Για να διευκολυνθεί, προτείνω να οργανωθεί μια σειρά από “εκτός Πρακτικών και εκτός δημοσιογραφίας” προκαταρκτικές συσκέψεις ειδικευμένων στελεχών, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Καιροί γαρ ου μενετοί».
Εχετε μιλήσει για την «ηδονή του ήθους» που συμβάλλει στην ατομική και στην κοινωνική ευδαιμονία.
«Επιτρέψτε μου ν’ αρχίσω από ακόμη νωρίτερα: Η σπουδαιότερη των “τεχνών”, η Πολιτική, θεμελιώνεται πρώτον σε προτιμώμενες προτεραιότητες Αξιών, ερείδεται στην κοινωνική Αλληλεγγύη, ενώ στην περίπτωση των δημοκρατικών καθεστώτων (όπου κατ’ αποκλειστικότητα και ασκείται) η Πολιτική νομιμοποιεί τη Συναίνεση – αντί για την πυγμαχία. Ετσι, η Πολιτική δεν είναι ενέργημα γνωσιακής κατηγορίας (ό,τι αποφαίνεται η επιστήμη είναι διακομματικόν). Απ’ την απλή ανάγνωση λοιπόν του ορισμού της αποδεικνύεται ότι η Πολιτική ανήκει στο βασίλειον της Ηθικής. Επομένως κάθε αντικοινωνικότητα πολιτών (= ανηθικότητα) υπονομεύει το κοινό Καλό, και διαστρέφει την Πολιτική. Ιδού λοιπόν γιατί το αίτημα για Ηθο-Παιδείαν, δεν αφορά το Κατηχητικό, αλλά την ίδια την πολιτική ζωή ενός τόπου. Οταν μάλιστα, για μια συγκεκριμένη χώρα διαθέτομε πολλούς αξιόπιστους δείκτες αντικοινωνικότητας αποφασιστικής μερίδας του Λαού της, τότε φαίνεται ακόμα σαφέστερη η ερμηνεία της κακοδαιμονίας της και η καθαρά πρακτική σημασία της Ηθοπαιδείας – με άμεσα ευεργητικές συνέπειες στην Οικονομία. Κι ας κάνομε μια παρένθεση εδώ, αναφέροντας μερικούς απ’ τους δείκτες για τους οποίους έκαμα λόγον: Αξία σεβασμού του διπλανού σου, αποδοχή της δημοκρατικής αρχής της συναίνεσης, ποσοστό οδικών ατυχημάτων σε συγκρίσιμα οδικά δίκτυα, ποσοστό δωρητών οργάνων μεταμόσχευσης, ποσοστό ετεροδοσοληψίας (δωροδοκίας), ποσοστό συνωμοσιολογικών ερμηνειών, ενημερότητα περί των επικρατουσών απόψεων της Επιστήμης, αυτοτραυματικές “καταλήψεις” σχολείων, έμμονος δανεισμός εις βάρος των μελλοντικών γενεών, κ.λπ., κ.λπ.
Σε μια τέτοια (υποθετική) χώρα, ο Δαρβίνος θα είχε προβλέψει τη βαθμιαία καταστροφή της, αφού εκείνος είχε διαπιστώσει ότι “μόνον εκείνες οι ομάδες πρωτευόντων έχουν εξελικτικό πλεονέκτημα, όσες έχουν εσωτερική συνοχή” (δηλαδή ηθική).
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτήν τη θεμελιώδη σημασία του ατομικού και δημόσιου Ηθους προς όφελος των μακρόχρονων λαϊκών συμφερόντων, ημείς τι πράττομεν; Σπεύδω δε να θυμίσω ότι η Ηθοπαιδεία δεν συνίσταται σε μετακένωση Γνώσεων, αλλά ασκείται κυρίως: α) Με το παράδειγμα του γονιού, του δασκάλου, του κοινωνικού ήρωα, των σπουδαίων γεγονότων της Ιστορίας και εμβληματικών περιστατικών των Τεχνών. β) Με την άσκηση των μαθητών σε Αυτενέργεια Φιλότητας, μέσω συμβαμάτων (happenings) πραγματικών κοινωνικών γεγονότων. γ) Με καμπάνιες των ΜΜE, ιδίως των ηλεκτρονικών και των τηλεοπτικών μέσων, οι οποίες δεν θα έχουν διδακτικόν χαρακτήρα (άπαγε!), αλλά θα είναι υψηλής στάθμης παραγωγές – υπό τον όρο βέβαια ότι όλοι οι παράγοντες θα έχουμε αυθορμήτως επιστρατευτεί για τον σπουδαίο αυτόν πολιτικό και φιλολαϊκό σκοπό. Είναι πάντως προφανές ότι απαιτείται μια πολύ ενισχυμένη υπερκομματική πλειοψηφία για κάτι τέτοιο.
Θα πρόκειται βέβαια για μια φιλόδοξη μακροπρόθεσμη καλοοργανωμένη εκστρατεία, με πλήθος δυσκολίες και διλήμματα χρόνου και χρήματος. Υποστηρίζω όμως ότι η θεραπεία μας οφείλει να είναι συνεπής προς τη μόνη διάγνωση που ερμηνεύει σημαντικό μέρος απ’ την έρπουσα υποανάπτυξή μας. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος – αυτή όμως θα ήταν μια γερή, πραγματική Μεταρρύθμιση!».