Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ στην αμερικανική φιλοσοφία υπήρξε μια επιστροφή στη συζήτηση γύρω από τον «δίκαιο πόλεμο». Ο λόγος γι’ αυτή την επιστροφή σε μια έννοια που ανάγεται στον Αυγουστίνο και τον τρόπο που ενέταξε τη δυνατότητα του δίκαιου πολέμου στο ρεπερτόριο των πρακτικών των χριστιανών (σε ρήξη με όσους επέμεναν ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια χριστιανική τοποθέτηση υπέρ του πολέμου) και έκτοτε παρέμεινε ως δικαιολογία πλείστων πολέμων ήταν προφανής: χρειαζόταν μετά την τραυματική εμπειρία του πολέμου στο Βιετνάμ να επαναπροσδιοριστεί η έννοια της δίκαιης καταφυγής στον πολεμική βία.
Ήταν ο Μάικλ Γουόλτσερ που θα προσφέρει την κλασική διατύπωση αυτής της θέσης με το βιβλίο του για τους Δίκαιους και τους άδικούς πολέμους (στα ελληνικά στις εκδόσεις Ιωλκός). Ο Γουόλτσερ, οπαδός μιας εκδοχής σοσιαλδημοκρατίας, υποστήριξε ότι μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις ενέπιπταν, τουλάχιστον σε επίπεδο αρχής, στην έννοια του δίκαιου πολέμου και θα διατυπώσει την άποψη αυτή όχι μόνο για τις επεμβάσεις στη Βοσνία και το Κόσοβο (συμπληρώνοντας ότι χρειαζόταν και αποστολή χερσαίων δυνάμεων) αλλά και στο Αφγανιστάν, παρά τη διαφωνία του με την κυβέρνηση Μπους. Μάλιστα, θα τοποθετηθεί επικριτικά απέναντι στην αντιπολεμική αριστερά με αφορμή την αντίθεσή της στον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Άλλωστε, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 η λογική του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού», η κατεξοχήν έμπρακτη σύγχρονη εκδοχή του «δίκαιου πολέμου», παρέμενε ισχυρή διανοητικά, παρά την άνοδο της «νεοσυντηρητικής» (neocon) λογικής ότι το επίδικο ήταν η επανεπιβεβαίωση με κάθε τρόπο – και κάθε κόστος – της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας ως αναντικατάστατης ηγεσίας. Σήμερα, με πλήρη επίγνωση των καταστροφικών αποτελεσμάτων των επεμβάσεων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, μπορούμε να κάνουμε μια καλύτερη αποτίμηση.
Με αυτό δεν εννοώ απλώς το γεγονός ότι ειδικά για τις ΗΠΑ η επίκληση της ανθρωπιστικής νομιμοποίησης για ένοπλες επεμβάσεις σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσε το προκάλυμμα για μια στρατηγική που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 διαμόρφωνε όρους ώστε να μην αμφισβητηθεί ξανά ο ηγεμονικός τους ρόλος σε έναν κόσμο που είχε γίνει στο σύνολό του καπιταλιστικός. Κυρίως θέλω να σταθώ στο ερώτημα εάν μπορεί να υπάρξει μια «δίκαιη επέμβαση».
Τα διδάγματα της ιστορίας
Την ιστορική επιχειρηματολογία τη γνωρίζουμε όπως και τα παραδείγματα που έχουν χρησιμοποιηθεί ως περιπτώσεις όπου η απροθυμία επέμβασης οδήγησε σε τραγωδίες, από την απροθυμία παρέμβασης υπέρ της δημοκρατικής Ισπανίας στη δεκαετία του 1930, έως την ανείπωτη τραγωδία της Ρουάντα. Ωστόσο, υπάρχει πάντα το ερώτημα εάν μπορεί να υπάρξει ένα είδος ένοπλης επέμβασης που να προωθήσει διαδικασίες εκδημοκρατισμού και εν γένει ιστορικής προόδου, καθώς στοιχείο οργανικό αυτής της πρότασης «δίκαιου πολέμου» ήταν και ότι μπορούσε να υπάρξει μια ένοπλη εξαγωγή δημοκρατίας, υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (συμπεριλαμβανομένης της χειραφέτησης των γυναικών) και οικονομικής ανάπτυξης.
Μια ενδιαφέρουσα αναλογία μπορεί να γίνει με το εάν οι ανάλογες επεμβάσεις από τη μεριά της ΕΣΣΔ, που επίσης επικαλούνταν λόγους που εντάσσονται στην παράδοση της δίκαιης χρήσης πολεμικής βίας, είχαν αποτέλεσμα. Τότε θα βλέπαμε ότι η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία ανέτρεψε μια πορεία αυθεντικής ανανέωσης του σοσιαλιστικού προτάγματος με ευρεία λαϊκή αποδοχή και εξασφάλισε ότι ο αντικομμουνισμός θα γινόταν η βασική αντιπολιτευτική ιδεολογία στην Κεντρική Ευρώπη, με επιπτώσεις ακόμη και σήμερα ορατές. Αντίστοιχα, η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν απλώς ανέδειξε ακόμη περισσότερο τα όρια ενός «από τα πάνω» σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, με τη στρατιωτική βία και βαναυσότητα να μετατρέπουν την απουσία επαφής με σημαντικό τμήμα της αφγανικής κοινωνίας σε ανειρήνευτη πολεμική σύγκρουση.
Μια πιο ταιριαστή αναλογία θα έπρεπε να γίνει με τους αποικιακούς πολέμους στον 19ο αιώνα όπου η επιχειρηματολογία για έναν ακραίο συνδυασμό καταπίεσης και εκμετάλλευσης ήταν ακριβώς η εκπολιτιστική αποστολή της Δύσης και η προσπάθεια να εισαχθούν στοιχεία εκσυγχρονισμένων θεσμών και να ξεπεραστεί η ιστορική καθυστέρηση αυτών των περιοχών. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη ιστορική εμπειρία έρχεται να δείξει ότι είναι αδύνατο να «εισαχθούν» θεσμοί ή μορφές χειραφέτησης. Αυτές πάντα απαιτούν εσωτερικές κοινωνικές δυναμικές, αντιστάσεις, διεκδικήσεις και συγκρούσεις που καμιά επέμβαση δεν μπορεί να υποκαταστήσει, ιδίως όταν οι επεμβαίνουσες δυνάμεις συνήθως αναπαράγουν προηγούμενες εξουσιαστικές δυνάμεις και συμμαχούν με κοινωνικές ομάδες που αποτελούσαν μέρος του προβλήματος.
Στην αντίρρηση ότι μια τέτοια αντίληψη «μη επέμβασης» ισοδυναμεί με απραξία απέναντι σε εξελισσόμενες τραγωδίες ή στον κίνδυνο να τσακιστούν κινήματα χειραφέτησης, μπορεί κανείς να παραπέμψει στο παράδειγμα των Διεθνών Ταξιαρχιών στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου αλλά και μα ολόκληρη παράδοση διεθνιστικής αλληλεγγύης που στηρίχτηκε όχι στην εξωτερική παρέμβαση, αλλά στην επιλογή της συστράτευσης με αυτοθυσία στον ίδιο τον αγώνα.
Το κόστος μιας «δίκαιης επέμβασης»
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν αφήνει πίσω της τεράστιο κόστος. Πάνω από 47.000 άμαχοι Αφγανοί, 66.000 μέλη των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας του Αφγανιστάν, πάνω από 51.000 μέλη των αντάρτικων ομάδων, 2448 ένστολοι αμερικανοί, 1144 ένστολοι των λοιπών χωρών που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις, 444 εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις και 72 δημοσιογράφοι ήταν τα θύματα, ενώ 2,5 εκατομμύρια Αφγανοί είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, ο δεύτερος μεγαλύτερος προσφυγικός πληθυσμός στον κόσμο.