Οι εκλογές της Κυριακής είναι αναμφίβολα κρίσιμες για τη Γερμανία και για ολόκληρη την Ευρώπη. Όχι μόνο επειδή τελειώνει η εποχή Μέρκελ και, αντικειμενικά, έχει δημιουργηθεί ένα αίσθημα κυβερνητικής αβεβαιότητας. Ούτε απλά εξαιτίας της παράλληλης κρίσης την οποία φαίνεται να βιώνουν τα δύο παραδοσιακά κόμματα της χώρας.
Η κρισιμότητά τους, σύμφωνα τουλάχιστον με την Handelsblatt, έγκειται στο γεγονός ότι η μεγαλύτερη και οικονομικά πιο ισχυρή χώρα της ΕΕ βρίσκεται σήμερα ενώπιον τριών σημαντικών προκλήσεων, με ιστορικές διαστάσεις. Προκλήσεων οι οποίες απαιτούν άμεσες και καίριες αποφάσεις και ενέργειες.
Η γήρανση του πληθυσμού
Η πρώτη, σύμφωνα με την έγκυρη οικονομική εφημερίδα, προκύπτει από τη γήρανση του πληθυσμού της Γερμανίας. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, για του λόγου το αληθές, σήμερα οι πολίτες με ηλικία μεγαλύτερη των 67 ετών ανέρχονται περίπου στο 16% του συνολικού πληθυσμού, ενώ το 2039 αναμένεται να έχουν αυξηθεί στο 21%.
Η διαδικασία αυτή, όπως τονίζει, «οδηγεί σε μείωση του εργατικού δυναμικού, επηρεάζοντας τη δυναμική της ανάπτυξης». Ως εκ τούτου, συνεχίζει, «εγείρεται η απειλή μιας στασιμότητας διαρκείας, η οποία μπορεί να καταστήσει μη βιώσιμη τη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος και των παροχών υγείας».
Ταυτόχρονα, πάντα με βάση τις εκτιμήσεις της Handelsblatt, «αυξάνεται διαρκώς αριθμητικά η ομάδα των ηλικιωμένων ψηφοφόρων, με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να ωφελήσουν τις μελλοντικές γενιές να καθίστανται πιο δύσκολο να περάσουν».
Κλιματική αλλαγή και ανταγωνιστικότητα
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση έχει να κάνει με την κλιματική αλλαγή, «η οποία απειλεί το γερμανικό επιχειρηματικό μοντέλο διπλά. Από τη μία, εξαιτίας του κόστους που συνεπάγεται ο μετασχηματισμός της οικονομίας και της καθημερινής ζωής ώστε να καταστούν κλιματικά ουδέτερες. Και από την άλλη, λόγω του κινδύνου να υπάρξουν χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, που δεν θα ακολουθήσουν τον δρόμο της απεξάρτησης από τον άνθρακα, με αποτέλεσμα να πληγεί αντικειμενικά η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, αν και η Γερμανία έχει θέσει τους πλέον φιλόδοξους στόχους, το μερίδιό της στις εκπομπές διοξειδίου στην ατμόσφαιρα σε σύγκριση με εκείνο των ΗΠΑ και της Κίνας είναι πολύ μικρό – 2% έναντι 15% και 30% αντιστοίχως. Κι αυτό, από μόνο του, δημιουργεί ένα μειονέκτημα, ειδικά καθώς από το τέλος του 2022 η Γερμανία έχει δεσμευτεί να τερματίσει τη λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων παραγωγής ενέργειας.
Η επιστροφή των εθνικισμών
Όσο για την τρίτη πρόκληση – η οποία μάλιστα, όπως ισχυρίζεται η Handelsblatt, παραγνωρίζεται πιο συχνά από τις προηγούμενες δύο – αφορά στο εξής: «Την κρίση του μοντέλου της πολυμέρειας, δηλαδή της βασισμένης σε κανόνες συνεργασίας και του ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στα διάφορα κράτη».
«Αυτή η αρχή δεν έχει απλώς βοηθήσει την ομοσπονδιακή δημοκρατία να αναπτύξει το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω των εξαγωγών, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί το ανεπίσημο κρατικό δόγμα της γερμανικής πολιτικής στους τομείς της διπλωματίας, της άμυνας και της Ευρώπης», σημειώνει η εφημερίδα στην ανάλυσή της.
Η ίδια προσθέτει ότι με την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα υπάρχει ο κίνδυνος αναστροφής της παγκοσμιοποίησης και της δημιουργίας ενός διπολικού κόσμου. «Πλέον, η πολυμέρεια βρίσκεται σε κρίση και ο πλανήτης απειλείται με επιστροφή στην εποχή των εχθρικών και ανταγωνιστικών οικονομικών μπλοκ και των εθνικών εγωισμών», σημειώνει.
Τελειώνει ο χρόνος
Προφανώς, εάν όλα τα παραπάνω ισχύουν, οι Γερμανοί (και οι Ευρωπαίοι με τη σειρά τους) έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν. Πολύ απλά, επειδή η κυβερνητική αβεβαιότητα και η πολιτική κρίση των δύο παραδοσιακών μονομάχων, Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών, καθιστούν τις απαντήσεις στις τρεις προκλήσεις πιο περίπλοκες και δύσκολες.
Κι αυτό, τη στιγμή που τα χρονικά περιθώρια δείχνουν να στενεύουν δραματικά, όπως αποδεικνύουν όλες οι τελευταίες εξελίξεις.
Πηγή: ΟΤ