Το φετινό καλοκαίρι σημαδεύτηκε σε σχέση με την πανδημία από την κυριαρχία της μετάλλαξης Δ του COVID-19 που οδήγησε στο 4ο κύμα με χιλιάδες κρούσματα, εκατοντάδες διασωληνωμένους συμπολίτες μας και δυστυχώς μεγάλο αριθμό θανάτων. Αυτό παγιώνει μια επιδημιολογική εικόνα που ξεκίνησε με το 2ο κύμα πριν έναν περίπου χρόνο με επανειλημμένα κύματα της επιδημίας και με μικρά διαστήματα ύφεσης ανάμεσά τους· από τον Φλεβάρη του 2021, άλλωστε, οι μεταλλάξεις του ιού είναι αυτές που οδηγούν την πανδημία.
Σαφώς η επάνοδος όλων των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, έστω και με αυστηρά πρωτόκολλα, καθώς και οι καλοκαιρινές διακοπές έφεραν σημαντική ψυχική χαλάρωση και ανακούφιση· όσο βέβαια μας το επέτρεψαν οι μεγάλες καταστροφές από τις πυρκαγιές που έπληξαν τη χώρα μας. Η καλοκαιρινή ραστώνη δυστυχώς έφερε και μια σημαντική μείωση του ρυθμού των εμβολιασμών εναντίον του COVID-19.
Με τη σταδιακή επάνοδο των αδειούχων στα αστικά κέντρα και την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς άρχισαν και πάλι να τίθενται ερωτήματα για το τι θα συμβεί με την πανδημία τους επόμενους μήνες, υπό τη σκιά της μετάλλαξης Δ, αλλά και καινούργιων και πιθανώς πιο απειλητικών μεταλλάξεων του κορωνοϊού, και τι συνέπειες θα επέλθουν στην καθημερινότητά μας. Το ερώτημα αν θα «ξανακλείσουμε» ακούγεται σε ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις όλο και πιο συχνά καθώς ο κίνδυνος τοπικών ή πιο εκτεταμένων lockdowns ανησυχεί τους πάντες.
Για να περιοριστεί η πανδημία πρέπει άμεσα να εμβολιαστεί αν είναι δυνατόν το σύνολο του πληθυσμού, με εξαίρεση για όσους υπάρχουν σαφείς αντενδείξεις. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα απομακρυνθεί ο κίνδυνος εμφάνισης και των αρνητικών επιπτώσεων στην ψυχική υγεία λόγω της πανδημίας
Αναπόφευκτα στη συνέχεια αυτών των προβληματισμών έρχονται και πάλι στην επικαιρότητα οι συνέπειες της πανδημίας στην ψυχική μας υγεία. Η απειλή για την υγεία και τη ζωή τόσο τη δική μας όσο και των αγαπημένων μας, τα lockdowns και οι αλλαγές που επέφεραν στην προσωπική και κοινωνική μας ζωή και η οικονομική δυσπραγία είναι από τους παράγοντες που οδήγησαν σε μεγάλη ψυχική επιβάρυνση. Αρνητικά συναισθήματα (μοναξιά, φόβος, θυμός, απαισιοδοξία για το μέλλον), αυξημένο στρες, συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης καταγράφηκαν στον γενικό πληθυσμό. Τα προβλήματα ψυχικής υγείας αυξάνονταν ακόμα περισσότερο σε κάθε επιδημικό κύμα και lockdown και υποχωρούσαν λίγο κατά τη διάρκεια της ύφεσης του κύματος και της χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων. Οι αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία έχουν τεκμηριωθεί σε πλήθος μελετών τον προηγούμενο 1½ χρόνο της πανδημίας. Πέραν του γενικού πληθυσμού συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες (π.χ. παιδιά, έφηβοι, ηλικιωμένοι) και πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. πρόσφυγες) παρουσιάζουν σαφώς μεγαλύτερη ευαλωτότητα στις ψυχικές συνέπειες της πανδημίας. Το ίδιο ισχύει και σε άτομα που πάσχουν από χρόνια σωματικά και ψυχικά νοσήματα. Στα παιδιά και στους εφήβους, αλλά και στους φοιτητές, θα πρέπει να σημειωθούν και οι εκπαιδευτικές επιπτώσεις, κυρίως λόγω του μεγάλου διαστήματος που η διά ζώσης εκπαίδευση είχε, αναγκαστικά, ανασταλεί λόγω των δυσμενών επιδημιολογικών δεδομένων.
Σαφώς βαρύτερη ψυχοπαθολογία παρατηρήθηκε και σε όσους παρουσίασαν συμπτώματα ή ακόμα χειρότερα νοσηλεύτηκαν λόγω λοίμωξης με COVID-19. Επιπρόσθετα, περιγράφηκε στους νοσήσαντες από τον κορωνοϊό ένα σύνδρομο μετά την αποδρομή της λοίμωξης (long COVID-19 syndrome) που επιμένει για μήνες. Στα συμπτώματα του συνδρόμου αυτού περιλαμβάνονται και προβλήματα γνωστικής δυσλειτουργίας που αφορούν τη συγκέντρωση, την μνήμη αλλά και τις εκτελεστικές λειτουργίες, καθώς και σαφή ψυχιατρικά συμπτώματα, κυρίως κατάθλιψη και άγχος.
Εχουμε κάποιον τρόπο να μειώσουμε την πιθανότητα, αν όχι να αποφύγουμε εντελώς, να είμαστε στο ίδιο έργο θεατές και πάλι;
Τις περιόδους των lockdowns και προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την ψυχολογική πίεση λίγο-πολύ επιλέξαμε τους ίδιους τρόπους προκειμένου να ανακουφιστούμε ψυχολογικά: περπάτημα και άσκηση, στήριξη από την οικογένεια, διαδικτυακή ή τηλεφωνική επικοινωνία με αγαπημένα πρόσωπα, διάβασμα κ.λπ. Παρά τις υγιείς προσπάθειες να ενισχυθεί η ψυχολογική ανθεκτικότητά οι συνέπειες στην ψυχική υγεία από την πανδημία για ένα μεγάλο ποσοστό των συμπολιτών μας ήταν αυτές που προαναφέρθηκαν.
Το μόνο επιθετικό όπλο που διαθέτουμε εναντίον του COVID-19 είναι τα εμβόλια. Οι εμβολιασμοί άλλωστε είναι αυτοί που μας παρέχουν αφενός ασφάλεια έναντι της λοίμωξης και μας επιτρέπουν αφετέρου την έστω και με περιορισμούς επιστροφή στην προηγούμενη κοινωνική και οικονομική κανονικότητά μας. Συνεπώς, για να περιοριστεί η πανδημία πρέπει άμεσα να εμβολιαστεί αν είναι δυνατόν το σύνολο του πληθυσμού, με εξαίρεση για όσους υπάρχουν σαφείς αντενδείξεις. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα απομακρυνθεί ο κίνδυνος εμφάνισης και των αρνητικών επιπτώσεων στην ψυχική υγεία λόγω της πανδημίας που περιγράφηκαν παραπάνω.
Η συλλογική απόφαση να μη μείνει κανείς πίσω σε αυτόν τον αγώνα εναντίον του COVID-19, που εκφράστηκε με συγκεκριμένες πολιτικές που αφορούσαν και την ψυχική υγεία (τηλεφωνική γραμμή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης 10306, υπηρεσίες τηλεψυχιατρικής, προγράμματα ψυχολογικής υποστήριξης των υγειονομικών, πρόσληψη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση κ.λπ.) δεν αφαιρεί την ατομική ευθύνη μας και δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τον μη εμβολιασμό κανενός. Στην παρούσα φάση ο μόνος τρόπος για να προλάβουμε την εμφάνιση με ακόμα μεγαλύτερη και πιθανώς απρόβλεπτη ένταση των αρνητικών συνεπειών στον ψυχισμό από την πανδημία είναι οι εμβολιασμοί. Αυτό αφορά όλες ανεξαιρέτως τις ηλιακές ομάδες, που οι κλινικές μελέτες έχουν δείξει ή θα δείξουν πως τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά και ασφαλή καθώς κανείς δεν είναι άτρωτος και ψυχικά έναντι του κορωνοϊού.
Εν κατακλείδι, τα εμβόλια εναντίον του COVID-19 είναι η μόνη αποτελεσματική πρωτογενής πρόληψη που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή έναντι των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων του κορωνοϊού στην ψυχική μας υγεία.
Ο κ. Βασίλειος-Παντελεήμων Μποζίκας είναι καθηγητής Ψυχιατρικής στο ΑΠΘ, πρόεδρος Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.