Η Τουρκία είχε δώσει μεγάλη έμφαση στην παρουσία του Τούρκου προέδρου στις ΗΠΑ με αφορμή την ΓΣ του ΟΗΕ. Η επίσκεψη της τουρκικής αντιπροσωπείας συνέπεσε με τα εγκαίνια του «Τουρκικού Σπιτιού», ενός εντυπωσιακού ουρανοξύστη που θα στεγάσει εκτός των άλλων και τουρκικές διπλωματικές και προξενικές αποστολές και βρίσκεται απέναντι πρακτικά από το εμβληματικό κτίριο των Ηνωμένων Εθνών.
Ούτε ήταν τυχαίο ότι ουσιαστικά ήταν μια κοινή αποστολή της Τουρκίας και του Ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», σε μια προσπάθεια της Άγκυρας –αλλά και της πτέρυγας των τουρκοκυπρίων που είναι πιο κοντά στις θέσεις του της τωρινής τουρκικής κυβέρνησης– να προβάλουν τη λογική μιας λύσης «δύο κρατών» για το Κυπριακό, παρότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με όλα τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τον Κυπριακό που υπογραμμίζουν ότι η μόνη αποδεκτή λύση είναι αυτή της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Ταυτόχρονα, ο Ερντογάν επιδόθηκε σε μια προσπάθεια να απευθυνθεί μέσω συνεντεύξεων και στο αμερικανικό κοινό, κυρίως για να παρουσιάσει τις τουρκικές θέσεις για ζητήματα όπως αυτό των Αφγανών προσφύγων.
Και βέβαια στην όλη προσπάθεια προβολής «μαλακής ισχύος» (soft power) περιλαμβάνεται και η ανακοίνωση από την Τουρκία ότι θα προχωρήσει στην κύρωση της Συμφωνίας του Παρισιού για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (καθώς ήταν η μόνη χώρα των G20 που δεν την είχε κυρώσει).
Βεβαίως, πέραν όλων των άλλων υπάρχει και η πάγια επιδίωξη της Τουρκίας να έχει μια καλύτερη σχέση με τις ΗΠΑ, με δεδομένο ότι αρχικά ο Μπάιντεν κράτησε μια ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση απέναντι στην Τουρκία (αλλά και του Ερντογάν προσωπικά), όπως και σημαντική μερίδα του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως είχε φανεί άλλωστε με τη σπουδή των Δημοκρατικών μελών του Κογκρέσου να εγκρίνουν διάφορες απειλές κυρώσεων κατά της Τουρκίας με αφορμή την προμήθεια ρωσικών συστοιχιών S-400.
Η σημασία των εξελίξεων στο Αφγανιστάν.
Αυτή η επιδίωξη της Τουρκίας, που έγινε εμφανής αμέσως μετά τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών του 2020 και την ήττα του Τραμπ (με τον οποίο ο Ερντογάν είχε διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας), έχει να αντιμετωπίσει τώρα τα αποτελέσματα των ανατροπών στο Αφγανιστάν.
Τον Ιούνιο, όταν ακόμη τα πράγματα συζητιούνταν με όρους πιο «ελεγχόμενης» μετάβασης και διαμόρφωσης μιας κυβέρνησης με συμμετοχή των Ταλιμπάν και όχι βέβαια με όρους πλήρους κατάρρευσης του κρατικού μηχανισμού και αντίστοιχα πλήρους κατάληψης της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, είχε γίνει η συνάντηση ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Μπάιντεν και ένα από τα πράγματα που συζητήθηκαν ήταν το τι θα γινόταν με το αεροδρόμιο της Καμπούλ.
Η Τουρκία ήλπιζε τότε ότι θα μπορούσε να εξασφάλιζε σημαντικό ρόλο στην ασφάλεια του αεροδρομίου της Καμπούλ μετά την αποχώρηση των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων, έτσι που να μπορεί ταυτόχρονα να αποκαθιστά σχέσεις με τη «Δύση» και τις ΗΠΑ, αφού θα αναλάμβανε έναν κρίσιμο ρόλο στην ασφαλή αποχώρηση δυτικών υπηκόων και συνεργατών από το Αφγανιστάν και στη διατήρηση μιας ασφαλούς πύλης εισόδου και εξόδου από τη χώρα, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να οικοδομήσει και αναβαθμισμένες σχέσεις με τους Ταλιμπάν ενόψει της «επόμενης μέρας» στο όνομα και της κοινής ισλαμικής αναφοράς.
Όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά στο ίδιο το Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν που εξαρχής είπαν ότι όταν λένε ότι επιθυμούν αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν το εννοούν, διευκρίνισαν προς την Τουρκία ότι αναμένουν να αποχωρήσει και το τουρκικό στρατιωτικό προσωπικό, όπως και έγινε. Άλλωστε, στο μεταξύ οι ΗΠΑ είχαν αποφασίσει να επιταχύνουν τη διαδικασία αποχώρηση ς και οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει την εξουσία, οπότε το αρχικό σχέδιο δύσκολα μπορούσε να εφαρμοστεί.
Παρ’ όλα αυτά η Τουρκία επιμένει και είναι τμήμα ενός ευρύτερου κύκλου διαβούλευσης στον οποίο συμμετέχει και το Κατάρ για να βρεθεί μια φόρμουλα για την λειτουργία με όρους ασφαλείς του αεροδρομίου της Καμπούλ, προσπαθώντας να εξασφαλίσει κρίσιμο ρόλο σε αυτή την προσπάθεια. Ωστόσο μέχρις στιγμής αυτό που έχει πετύχει η Τουρκία είναι κυρίως να προσφέρει κάποια τεχνική βοήθεια και να ελπίζει ότι κάποιου είδους ασφάλεια θα παρέχεται μια ιδιωτική εταιρεία, κάτι που απέχει από τον αρχικό σχεδιασμό να έχει μια ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία στο Αφγανιστάν.
Την ίδια στιγμή παρότι δεν υπήρξε κάποια συνάντηση ανάμεσα στον Τζο Μπάιντεν και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υπήρξε συνάντηση του Τούρκου ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον αμερικανό ομόλογό του Άντονι Μπλίνκεν.
Εκεί ο Μπλίνκεν δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει την Τουρκία για την συνεργασία με τις ΗΠΑ στα θέματα που αφορούν το Αφγανιστάν και ότι Τουρκία και ΗΠΑ είναι ισχυροί εταίροι και σύμμαχοι μέσα στο ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, όπως και ο ίδιος ο Ερντογάν υπογράμμισε στη συνέντευξη που έδωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο CBS, το πρόβλημα παραμένει σε σχέση με την αμερικανική στάση στο Αφγανιστάν και ιδίως το γεγονός ότι με τον τρόπο που αποχώρησαν και την απροθυμία τους να κάνουν κάτι ώστε να διασωθεί η δυνατότητα μιας πιο κανονικής και εύτακτης πολιτικής μετάβασης, ουσιαστικά άφησαν τις άλλες χώρες να αναμετρηθούν με τις επιπτώσεις, ιδίως σε σχέση με ενδεχόμενες προσφυγικές ροές. Η Τουρκία «δεν θα γίνει αποθήκη προσφύγων» δήλωσε χαρακτηριστικά και σε ερώτηση εάν πρέπει οι ΗΠΑ να αναλάβουν ευθύνη για τους Αφγανούς πρόσφυγες, ο Ερντογάν απάντησε «αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ δεν έχουν εκπληρώσει αυτές τις υποχρεώσεις τους. Υπάρχουν πάνω από 300.000 Αφγανοί πρόσφυγες χωρίς χαρτιά. Η χώρα μας δεν αντέχει οικονομικά θα πάρει και άλλους Αφγανούς πρόσφυγες.
Το νέο τοπίο και η δυσκολία του για την Τουρκία
Όλα αυτά δείχνουν ότι για την Τουρκιά πλέον το πρόβλημα δεν περιορίζεται απλώς στην όποια ψυχρότητα της αμερικανικής κυβέρνησης, παρότι ο τόνος του Μπλίνκεν έκανε σαφές ότι σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν κάποια περαιτέρω επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, αλλά μάλλον θέλουν να κρατήσουν την Τουρκία εντός στη Δύση.
Το βασικό πλέον πρόβλημα είναι ότι με την απόσυρση των ΗΠΑ από διάφορους «κόμβους» και τοπικές συγκρούσεις στο διεθνές σύστημα, διαμορφώνεται μια νέα συνθήκη ιδίως για χώρες που η βασική τους επιδίωξη ήταν να εξασφαλίσουν ξανά μια ευνοϊκότερη στάση από τις ΗΠΑ. Και αυτό για την Τουρκία αποκτά ξεχωριστή σημασία καθώς πέραν των διαφόρων προβολών ισχύων της – ή της επιθυμίας παρουσίας σε περιοχές όπως το Αφγανιστάν–, έχει να αντιμετωπίσει και προβλήματα όπως η αυξανόμενη πίεση των συριακών κυβερνητικών αλλά και των ρωσικών δυνάμεων στην Συρία σε σχέση με τους θύλακες ισλαμιστών που εξακολουθεί να στηρίζει η Τουρκία.
Κοντολογίς είτε στο Αφγανιστάν είτε στη Συρία η Τουρκία μπορεί να μην αντιμετωπίζει κάποια αυξημένη αντιπαλότητα των ΗΠΑ, αλλά με δεδομένη την αποχώρηση των τελευταίων (πέραν της συνεχιζόμενης αμερικανικής στήριξης στις κουρδικές πολιτοφυλακές στη βορειοανατολική Συρία), καλείται να αναμετρηθεί με νέες δυσκολίες και κυρίως αυτές που αφορούν τη χάραξη μιας πολιτικής που να μην στηρίζεται εν τέλει στη διαχείριση της αμερικανικής παρέμβασης ή την επιδίωξη κάποιας αμερικανικής εύνοιας.