Οι προθέσεις δηλώνονται από την αφίσα της έκθεσης. Σε αυτήν εικονίζεται η «Αθηναϊκή βραδιά» (ή «Στην ταράτσα»), ένα έργο του Ιάκωβου Ρίζου (1849-1926) που απέσπασε έπαινο στην Καλλιτεχνική Εκθεση της Αθήνας το 1899 και αργυρό μετάλλιο στην Παγκόσμια Εκθεση του 1900 στο Παρίσι. Γιατί Ελλάδα δεν είναι βέβαια μόνο το αρχαίο, ένδοξο παρελθόν της, άσχετα αν αυτό είναι πανταχού παρόν σχεδόν σε κάθε αναφορά που γίνεται στη χώρα. Τουλάχιστον ο στόχος στην έκθεση με τίτλο «Παρίσι – Αθήνα. Η γέννηση της νεότερης Ελλάδας, 1675-1919», που θα φιλοξενείται στο Μουσείο του Λούβρου από τα τέλη Σεπτεμβρίου, θα είναι να υπογραμμιστεί μεν η σημαντική θέση της αρχαίας ελληνικής τέχνης στις συλλογές του αλλά και να αναδειχθεί ο ιδιαίτερος ρόλος που διαδραμάτισε η Ελλάδα στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής, και δη της γαλλικής, πολιτιστικής ταυτότητας. Στη Hall Napoléon, στους χώρους περιοδικών εκθέσεων του πιο γνωστού μουσείου του κόσμου, θα μπορεί να δει κανείς 356 εκθέματα, ανάμεσά τους κοστούμια όπως εκείνο της γαλλίδας ψυχαναλύτριας Μαρίας Βοναπάρτη από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη, ή την υπέροχη «Αράχνη» (1884), πίνακα του Νικολάου Γύζη από την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, αλλά και έργα όπως «Η Ελλάδα στα Ερείπια του Μεσολογγίου» του Ευγένιου Ντελακρουά από το Μουσείο Καλών Τεχνών του Μπορντό, ελαιογραφία την οποία ο φιλέλληνας γάλλος ζωγράφος είχε πρωτοπαρουσιάσει σε μια έκθεση στην γκαλερί Lebrun στο Παρίσι το 1826. Το αποτέλεσμα είναι να αναδεικνύονται οι ιστορικοί, πολιτιστικοί και καλλιτεχνικοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο χώρες που τελικά επηρέασαν και καθόρισαν τον ορισμό της μοντέρνας Ελλάδας. Οι αφορμές για τη διοργάνωση της έκθεσης ήταν εξάλλου δύο: από τη μία η επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, και από την άλλη η συμπλήρωση δύο αιώνων από τη μεταφορά στο παρισινό μουσείο ενός από τα πιο δημοφιλή και προβεβλημένα εκθέματά του, της Αφροδίτης της Μήλου – το γλυπτό παρεδόθη στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄ από τον γάλλο πρέσβη στην Αθήνα την 1η Μαρτίου του 1821.
Συμφωνία μουσείων
Η έκθεση αποτελεί καρπό συνεργασίας μεταξύ του Μουσείου του Λούβρου και ελληνικών μουσείων, με την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο από ελληνικής πλευράς, καθώς η διευθύντριά του, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, διατηρεί μια πολύ καλή φιλική και επαγγελματική σχέση με τον επίτιμο πρόεδρο-διευθυντή του Λούβρου, Ζαν-Λικ Μαρτινέζ. Τον Νοέμβριο περιμένουμε εξάλλου και τη μεγάλη έκθεση με πορτρέτα από το Μουσείο του Λούβρου, η οποία αναμένεται να εγκαινιάσει τους χώρους περιοδικών εκθέσεων της δικής μας νέας Πινακοθήκης. Στην έκθεση του Λούβρου, πάντως, συνδράμουν με έργα τους και άλλα ελληνικά μουσεία, όπως το Μουσείο Μπενάκη, το Βυζαντινό και Χριστιανικό, εφορείες αρχαιοτήτων, η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, που δανείζουν επίσης έργα: πίνακες, σχέδια, γλυπτά, αρχαία και βυζαντινά εκθέματα, φωτογραφίες, φορεσιές. Εννοείται ότι περιλαμβάνονται και έργα από το ίδιο το Λούβρο, όπως από τη συλλογή ελληνικών, ετρουσκικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του, αλλά και από μουσεία όπως για παράδειγμα το γειτονικό Ορσέ, το Βρετανικό και τα Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου. Η επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης ανήκει λοιπόν στον Ζαν-Λικ Μαρτινέζ, τη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα (η επιμέλεια και ο συντονισμός της οργάνωσης ανήκει στη Μαρία Κατσανάκη, επιμελήτρια και υπεύθυνη της συλλογής της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου), αλλά και στην Αναστασία Λαζαρίδου, διευθύντρια Αρχαιολογικών Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, ΥΠΠΟΑ.
Η Ελλάδα στις Παγκόσμιες Εκθέσεις του Παρισιού
Συγκεκριμένα, η Εθνική Πινακοθήκη δανείζει συνολικά 29 έργα, εκ των οποίων 22 ζωγραφικά και 7 γλυπτά από δημιουργούς όπως ο Λεωνίδας Δρόσης και ο Γιαννούλης Χαλεπάς. «Επιλέξαμε να συμμετάσχουμε με έργα τα οποία εστάλησαν και πήραν μέρος στις Παγκόσμιες Εκθέσεις του Παρισιού κατά τον 19ο αιώνα» θα πει στο ΒΗΜΑgazino η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. «Στέλνουμε λοιπόν σημαντικές συνθέσεις των εκπροσώπων της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου» (Νικηφόρου Λύτρα, Νικολάου Γύζη, Γεωργίου Ιακωβίδη κ.λπ.), αλλά και ζωγράφων που σπούδασαν και έζησαν στο Παρίσι, όπως ο Θεόδωρος Ράλλης και ο Ιάκωβος Ρίζος. Στην τελευταία ενότητα της έκθεσης, η οποία φθάνει έως το 1919, παρουσιάζονται τέσσερις πίνακες των Νικολάου Λύτρα, Κωνσταντίνου Παρθένη, Κωνσταντίνου Μαλέα και Δημήτρη Γαλάνη. Ο κ. Μαρτινέζ είχε στόχο να θέσει ως χρονικό όριο της έκθεσης το 1900, με τομή δηλαδή τη μεγάλη παγκόσμια έκθεση της χρονιάς στην οποία συμμετέχει και η Ελλάδα. Τον έπεισα ότι θα ήταν πολύ ωραίο να σταματήσει το 1919, όταν δηλαδή με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου παρουσιάζονται στο Παρίσι επιλεγμένα έργα ζωγράφων της «Ομάδος Τέχνη», η οποία αντιπροσώπευε, κατά κάποιον τρόπο, τις μοντέρνες εκφάνσεις, με στόχο να προβληθεί η σύγχρονη ελληνική τέχνη». Από την πλευρά του, ο Ζαν-Λικ Μαρτινέζ θα πει στο BHΜΑgazino: «Οι μεγάλες Παγκόσμιες Εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα (το 1878, το 1889 και το 1900) αποτέλεσαν ένα σημαντικό βήμα προς την ανάπτυξη της ελληνικής καλλιτεχνικής ταυτότητας. Η έκθεση του 1878 περιλάμβανε τους πιο διακεκριμένους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου. Ζωγράφους και γλύπτες εμπνευσμένους από τους μεγάλους αρχαίους προγόνους τους, οι οποίοι υποστήριξαν την παρουσία τoυς στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική σκηνή εκθέτοντας μια σύγχρονη ελληνική τέχνη που φέρει επίσης το αποτύπωμα της βυζαντινής και ορθόδοξης ταυτότητας της χώρας. Παρόντα θα είναι και τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής ζωγραφικής που διακρίθηκαν για τη νεωτερικότητά τους, όπως ο Ιάκωβος Ρίζος με την «Αθηναϊκή βραδιά», ένα έργο επηρεασμένο έντονα από τους καλλιτέχνες της παρισινής Belle Epoque. Τα μεγάλα δάνεια από την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου επιτρέπουν να ληφθούν υπόψη οι καλλιτεχνικοί δεσμοί ανάμεσα στους ευρωπαίους εικαστικούς και μας δίνουν την ευκαιρία να εξοικειωθούμε περισσότερο με τους σύγχρονους έλληνες δημιουργούς».
Προς τη σύγχρονη Ελλάδα
Η έκθεση, που ακολουθεί ένα χρονολογικό νήμα, αναπτύσσεται γύρω από ορισμένα ορόσημα. Ξεκινά με την επίσκεψη του Μαρκήσιου του Νοϊντέ στην Αθήνα το 1675, όταν δηλαδή ο γάλλος διπλωμάτης του Λουδοβίκου ΙΔ΄, καθ’ οδόν προς την Υψηλή Πύλη, ανακάλυπτε την Ελλάδα, τότε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οδηγείται στην «Ανακάλυψη της Ελλάδας, 1780-1821», όταν δηλαδή η τότε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αρχίζει να αποκτά στα μάτια των ξένων – και δη των Γάλλων – τη δική της υπόσταση. Συνεχίζει με την ενότητα
«Ο Πόλεμος για την ελευθερία και ο φιλελληνισμός, 1821-1830» και «Η Αθήνα καινούργια πρωτεύουσα, 1834-1878», όταν ο γαλλικός και γερμανικός νεοκλασικισμός επιδρούν στη νεότερη φυσιογνωμία της. Πηγαίνει στις «Απαρχές της αρχαιολογίας στην Ελλάδα», όταν η βούληση για την προστασία της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς οδηγεί στη συνεργασία με δυτικές χώρες και τη συνακόλουθη ίδρυση ξένων αρχαιολογικών ινστιτούτων, μεταξύ των οποίων η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή που ιδρύθηκε πρώτη, το 1846. Η έκθεση επιχειρεί να φωτίσει για πρώτη φορά και τη σχέση μεταξύ της ιστορίας της αρχαιολογίας και της ιστορίας της εξέλιξης του ελληνικού κράτους και των νεότερων τεχνών. «Η πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας αναδεικνύεται μέσα από την ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου και αρχαιολογικών ιδρυμάτων όπως η Γαλλική Σχολή Αθηνών το 1846, η οποία έφερε επανάσταση στη συγκέντρωση γνώσης γύρω από το αρχαίο παρελθόν της χώρας. Αυτή η αρχαιολογική περιπέτεια θα εκπροσωπηθεί στην έκθεσή μας με ένα ψηφιδωτό από τη Δήλο και σπάνια χάλκινα γλυπτά από το Μουσείο των Δελφών, τα οποία θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά στη Γαλλία. Η οικοδόμηση του ελληνικού έθνους τον 19ο αιώνα καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη της επιστημονικής αρχαιολογίας και από τον γαλλικό και γερμανικό νεοκλασικισμό» θα πει στο BHΜΑgazino ο Ζαν-Λικ Μαρτινέζ, εστιάζοντας παράλληλα και στις πτυχές της έκθεσης που προσδίδουν στην έκθεση το ιδιαίτερο άρωμά της. Για να σημειώσει κλείνοντας: «Η στολή της Αυλής, που επινοήθηκε από το βασιλικό ζεύγος Αμαλίας και Οθωνα, συνθέτει την αρχή της δημιουργίας της ελληνικής ταυτότητας, μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας. Θέλαμε να δώσουμε μορφή σε αυτή την πρόκληση και να δώσουμε τον ορισμό του σύγχρονου Ελληνα και της Ελληνίδας της εποχής, οπότε στην έκθεση παρουσιάζονται κοστούμια από διαφορετικά βασίλεια. Το Μουσείο Μπενάκη προσφέρει μια υπέροχη φορεσιά της Μαρίας Βοναπάρτη, η οποία παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας (1869-1957), δευτερότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου Α΄ της Ελλάδας (1845-1913). Κάτι άλλο που θεωρώ ότι καθίσταται σαφές με τη συγκεκριμένη έκθεση είναι ότι το βυζαντινό παρελθόν της Ελλάδας επισκιάστηκε στη Γαλλία από τα επιτεύγματα της αρχαίας κλασικής περιόδου. Το κοινό μας λοιπόν θα μπορεί να ανακαλύψει αυτή την πτυχή της ελληνικής κληρονομιάς με τα έργα που θα μας έρθουν από το Βυζαντινό Μουσείο».
INFO
«Παρίσι – Αθήνα. Η γέννηση της νεότερης Ελλάδας, 1675-1919»: Μουσείο του Λούβρου (Hall Napoléon), Παρίσι, από τις 30 Σεπτεμβρίου έως τις 7 Φεβρουαρίου 2022.