Eίθισται τα πολεμικά μυθιστορήματα να μην είναι μυθιστορήματα των μετόπισθεν. Από τον Λέοντα Τολστόι ως τον Εριχ Μαρία Ρέμαρκ, τον Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ και τον Νόρμαν Μέιλερ η κινητήρια δύναμη παρόμοιων έργων είναι η εμπειρία της πρώτης γραμμής – η ανδρική εμπειρία της, για να ακριβολογούμε, και ο συσχετισμός της με την ανδρική ταυτότητα. Η Τριλογία του Λεβάντε (εκδ. Μεταίχμιο) της Ολίβια Μάνινγκ, συνέχεια της Βαλκανικής Τριλογίας, αντιτίθεται στον κανόνα αποτυπώνοντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως απόηχο. Σε αυτή την πολυπρόσωπη σύνθεση η βασική οπτική είναι αυτή μιας γυναίκας, όλα σχεδόν τα κύρια επεισόδια εκτυλίσσονται πολύ μακριά από το μέτωπο, μόνο ένας από τους βασικούς χαρακτήρες μάχεται και η κεντρική πολεμική σκηνή του έργου, η μάχη του Ελ Αλαμέιν, αποδίδεται ωμά ως ακατανόητο χάος για τον στρατιώτη. Το νήμα του μυθιστορήματος κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση παρακολουθώντας ένα ζευγάρι νεαρών Βρετανών, τον Γκάι και τη Χάριετ Πρινγκλ, στην ατελείωτη απόπειρα απόδρασής τους από τη θύελλα.
Αυτοκρατορία σε υποχώρηση
Οι νιόπαντροι Πρινγκλ της Βαλκανικής Τριλογίας αποτελούν το αρχέτυπο της αδυναμίας του ατόμου ενώπιον των εξωτερικών δυνάμεων: μόλις προσαρμόζονται στη συζυγική ζωή και στην καθημερινότητα σε μια μικρή γωνιά της Ευρώπης γίνονται πρόσφυγες εξαιτίας του πολέμου αναγκαζόμενοι να διαφύγουν από το Βουκουρέστι στην Αθήνα και από εκεί στο Κάιρο. Τα πρόσωπα όμως που ξανασυναντούμε στην Τριλογία του Λεβάντε να ξεκινούν πάλι από το μηδέν δεν είναι οι άγουροι πρωταγωνιστές των πρώτων τόμων: ο δυναμικός, ενεργητικός, φιλάνθρωπος Γκάι που παραμελεί τη σύζυγό του θεωρώντας την ικανή να αντεπεξέλθει στα πάντα και η έξυπνη, διορατική, αποτελεσματική Χάριετ που αισθάνεται ότι τίθεται στο περιθώριο εξαιτίας της προτεραιότητάς του στις ανάγκες των άλλων έχουν αποκτήσει σκληρές αιχμές, είναι λιγότερο διατεθειμένοι πλέον να χαριστούν σε ανθρώπους και καταστάσεις. Στο Δέντρο του κινδύνου, στη Μάχη χαμένη και κερδισμένη και στη Σύνοψη των πραγμάτων αποβαίνουν οι κριτές της όψης της εμπόλεμης Μεγάλης Βρετανίας. Πρόκειται για το χρονικό μιας αυτοκρατορίας σε υποχώρηση: τα Βαλκάνια, η Ελλάδα, η Αίγυπτος μοιάζουν με προσωρινούς σταθμούς μιας διαρκούς ήττας, στρατιωτικής και ηθικής. Σε αυτό το πλαίσιο της συρρίκνωσης ο κόσμος των Βρετανών είναι σχεδόν περίκλειστος: η Χάριετ παρατηρεί, ο Γκάι συναναστρέφεται τους πάντες, αποτελούν όμως την εξαίρεση. Οι υπόλοιποι προτιμούν την εθνική τους συντροφιά και οι σχέσεις με τους κατά τόπους ιθαγενείς είναι αναγκαστικές – κατά κανόνα αυτές κυρίου και υπηρέτη. Μακριά από οποιοδήποτε αυτοκρατορικό μεγαλείο, οι μη εμπόλεμοι παρουσιάζονται συχνά ως ηλικιωμένοι, απατεώνες, εκθηλυμένοι, εκκεντρικοί. Κυρίως, όμως, εκπροσωπούν ποικίλους βαθμούς λευκής ανωτερότητας, διακριτής ακόμη και σε όσους τρέφουν εκπεφρασμένη συμπάθεια έναντι Βαλκανίων και Λεβαντίνων. Για τη Μάνινγκ η αποικιακή αποστολή, αν αποτελούσε ποτέ κάτι παραπάνω από μεταμφιεσμένη ιδιοτέλεια, πλέον έχει εκπέσει οριστικά.
Ματαιωμένες προσδοκίες
Oταν η εξαρχής αναμενόμενη κρίση του γάμου της επέρχεται, η Χάριετ περιπλανάται στο Λούξορ, στο Μπάαλμπεκ, στα τζαμιά της Δαμασκού, στον Πανάγιο Τάφο και στην επεισοδιακή τελετή της αφής του Αγίου Φωτός αντικρίζοντας την εικόνα χαμένων πολιτισμών του παρελθόντος ή των επιβιωμάτων τους στη σύγχρονη κοινωνία. Μέσα από την περιήγηση η Μάνινγκ αντιπαραθέτει τα ερείπια της αρχαιότητας σε έναν πόλεμο ο οποίος σωρεύει ερείπια στο παρόν. Το στοιχείο της γνώσης και του αναστοχασμού συμβαδίζει με την αίσθηση της καταστροφής: ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος σαρώνει τις ζωές των χαρακτήρων. Ο εραστής της Χάριετ στην Αθήνα σκοτώνεται στην έρημο σαν υποσημείωση στην ιστορία του αδελφού του. Εκείνος μένει προσωρινά παράλυτος. Για μεγάλο μέρος της Σύνοψης των πραγμάτων και η ίδια η Χάριετ θεωρείται νεκρή, ως επιβάτης πλοίου που βυθίστηκε καθ’ οδόν προς την Αγγλία. Ο σύζυγός της αναλογίζεται κάποια στιγμή ότι είναι 25 ετών αλλά «αισθανόταν τουλάχιστον μια γενιά μεγαλύτερος». «Ολοι τους αισθάνονταν προσωρινοί» διαβάζουμε προς το τέλος του έργου, «ζώντας με προσδοκίες, χωρίς να ξέρουν ωστόσο τι να προσδοκούν». Πράγματι, η τριλογία είναι γεμάτη από ματαιωμένες προσδοκίες: του Σάιμον να συναντήσει τον αδελφό του, ο οποίος όμως σκοτώνεται στη μάχη, της Εντουίνα να παντρευτεί ένα ιρλανδό αριστοκράτη, της Αντζελα να ζήσει με τον ποιητή Μπιλ Κάσλμπαρ, του Εντουιν Πρατ να σαγηνεύσει τον Γκάι, ακόμη και της Χάριετ να αλλάξει τις ισορροπίες του γάμου τους. Οσοι από τους ήρωες επιζούν βγαίνουν από τη δοκιμασία με μια βαθύτερη επίγνωση της ουσίας των πραγμάτων, και πάλι όμως χωρίς να είναι βέβαιο ότι οι βασικές σταθερές της κατάστασής τους έχουν μεταβληθεί θεμελιωδώς. Αλλωστε, το ποιοι επιβιώνουν δεν κατονομάζεται ούτε στην ακροτελεύτια πρόταση: «Σαν τις σκόρπιες φιγούρες που απομένουν πάνω στη σκηνή στο τέλος μιας σπουδαίας τραγωδίας, έπρεπε τώρα να συμμαζέψουν τα ερείπια του πολέμου και να θάψουν τους τιμημένους νεκρούς μες στις καρδιές τους».
Μυθιστορηματικό εκκρεμές
Η Ολίβια Μάνινγκ (1908-1980) αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση της σύγχρονης βρετανικής λογοτεχνίας. Ταπεινής καταγωγής και χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση, βιοποριζόμενη ως δακτυλογράφος στο Λονδίνο του Μεσοπολέμου, δεν έτυχε ευνοϊκής υποδοχής ως συγγραφέας: η γραφή της θεωρήθηκε απλή και στεγνή, οι χαρακτήρες της που δεν προσελκύουν τη συμπάθεια του αναγνώστη κατηγορήθηκαν ως στερεοτυπικοί και δισδιάστατοι. Αν και πολυγραφότατη, αναγνωρίστηκε αργά με την έκδοση της Βαλκανικής Τριλογίας μεταξύ 1960 και 1965, έργο με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, όπως και η Τριλογία του Λεβάντε που κυκλοφόρησε μεταξύ 1977 και 1980. Η μακρόχρονη σιωπή υπήρξε πλήγμα για την ίδια, μια και επεδίωκε έντονα τη δημοσιότητα: «Δεν θέλω τη φήμη όταν πεθάνω, τη θέλω τώρα» έλεγε σε όσους τη διαβεβαίωναν για τη μελλοντική δικαίωσή της. Τα έξι αυτά μυθιστορήματα που είναι υπεύθυνα για τη φήμη της λειτουργούν ως εκκρεμές: στη Βαλκανική Τριλογία το πεπρωμένο υποτάσσει την ατομική μοίρα, στην Τριλογία του Λεβάντε τα άτομα διεκδικούν τη δικαίωσή τους· η πρώτη εστιάζει στα χρόνια των διαρκών ηττών από τους Ναζί, η δεύτερη ολοκληρώνεται με αυτό που ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ονόμαζε «το τέλος της αρχής»· στη μία σκιαγραφούνται τα «μικρά έθνη» της Ευρώπης, στην άλλη ο αποικιακός μικρόκοσμος της Ανατολής. Κατά τον συλλογικό τους τίτλο, οι Τύχες του πολέμου καταγράφουν με μυθοπλαστική πιστότητα τις διαδρομές των προσώπων μέσα στις διακυμάνσεις της Ιστορίας.
Olivia Manning
Η τριλογία του Λεβάντε. Το δέντρο του κινδύνου, Μάχη χαμένη και κερδισμένη, Η σύνοψη των πραγμάτων
Μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ.
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021,
σελ. 864,
τιμή 19,90 ευρώ