Δεν χρειάζονται συστάσεις: Η Κάτια Δανδουλάκη αποτελεί, χρόνια τώρα, ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο της. Με τις επιλογές και την προσωπική της στάση, παραμένει σταθερά παρούσα, με μια μεγάλη, ανοιχτή αγκαλιά.
Εφέτος αποφάσισε να μιλήσει για τη γενιά της. Με τον μονόλογο «Το καινούργιο παιδί» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, γραμμένο ειδικά για εκείνη, ετοιμάζεται για μια ακόμα πρεμιέρα.
Τον χειμώνα που μας πέρασε, με όσα διαδραματίστηκαν στο θέατρο, απέδειξε ότι οι ουσιαστικές παρεμβάσεις δεν χρειάζονται ούτε κραυγές ούτε φασαρία, τίποτα. Με μια λιτή δήλωση στάθηκε ξεκάθαρα δίπλα στα θύματα. Και όταν κλήθηκε από το ΣΕΗ, κατέθεσε όλα όσα είχαν υποπέσει στην αντίληψή της: τους λόγους δηλαδή για τους οποίους, το 2018, στις πρόβες για το «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» χρειάστηκε να αντικαταστήσει τον σκηνοθέτη Πέτρο Φιλιππίδη, στηρίζοντας έμπρακτα την ηθοποιό Λένα Δροσάκη. «Αποχωρεί ο ισχυρός και όχι ο αδύναμος» δηλαδή.
Με μια εξομολογητική διάθεση, ίσως γιατί γιορτάζει τα πενήντα χρόνια της στο θέατρο, έχει πολλά να πει – με ειλικρίνεια και χωρίς κανέναν φόβο.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτού του μονολόγου;
«Πέρυσι, λίγο μετά το Πάσχα, μέσα στον κορωνοϊό, ενώ είχα προγραμματίσει ένα έργο τελείως διαφορετικό, ξύπνησα μια μέρα με μια λαχτάρα. Να μιλήσω για τους ανθρώπους και το περιβάλλον που έζησα αυτές τις πέντε συγκλονιστικές δεκαετίες, ξεκινώντας από το 1970. Τους φίλους, τις συμμαθήτριες, τις αγωνίες, τις απογοητεύσεις μας, τα πάντα.
Χρειαζόμουν λοιπόν κάποια διαδρομή που δεν μπορούσα παρά να την παραγγείλω. Τηλεφώνησα στον Μιχάλη και στον Θανάση, με τους οποίους έχω συνεργαστεί εξαιρετικά και έχω αγαπήσει. Ηθελα να δω αν η ανάγκη μου ήταν και δική τους. Αμέσως ενθουσιάστηκαν και μου είπαν ότι χρόνια θέλουν να μιλήσουν για τη γενιά μας».
Κάτι σαν την ιστορία της;
«Ακριβώς. Μέσα σε έναν μήνα έγραψαν το έργο και μου το διάβασαν. Ενιωσα ότι ήταν αυτά που ήθελα να εξομολογηθώ στο κοινό. Η Δάφνη, γεννημένη σε μια αστική τάξη που έζησε πολλά και χτυπήθηκε πολύ, σχεδόν εξοντώθηκε το 2010 με την κρίση, είναι η ηρωίδα μου. Ενώ η αδελφή της είναι τελείως διαφορετικής νοοτροπίας. Οι δυο τους πέρασαν δικτατορία, Μεταπολίτευση, ΠαΣοΚ, Νέα Δημοκρατία, έφτασαν στη φούσκα, έγιναν όλοι πλούσιοι, ύστερα καταστράφηκαν – για να βρεθούμε σήμερα και με έναν κορωνοϊό. Ερωτες, γάμοι, η παλινδρόμηση μεταξύ εραστή και συζύγου.
Το έργο είναι λίγο σαν κινηματογραφική ταινία, με προβολές που αφορούν την ατμόσφαιρα, γιατί πρέπει να φανούν όλοι οι σημαντικοί χαρακτήρες για την ηρωίδα και τη ζωή της».
Νιώσατε ποτέ ενοχή για την
αστική σας καταγωγή μέσα στο θέατρο που ενέχει μια πιο μποέμικη ατμόσφαιρα;
«Καθόλου. Είναι θέμα χαρακτήρα και αναζητήσεων. Η ηρωίδα μου είναι μια δειλή γυναίκα στην αρχή και θα δούμε πώς τελειώνει αυτή η δειλία. Συνειδητοποιεί τα σκαμπανεβάσματα της ζωής σαν να βρίσκεσαι σε ένα λούνα παρκ. Γιατί τι είναι η ζωή; Ενα λούνα παρκ είναι. Κι όλα τελειώνουν, όλα».
Συμπίπτει αυτός ο μονόλογος με τα πενήντα χρόνια σας στο θέατρο.
«Ακριβώς. Είναι η Κάτια που εξομολογείται. Ο Μιχάλης και ο Θανάσης έγραψαν μια ιστορία ρεαλιστική, με ευαισθησία, διεισδυτικότητα και χιούμορ, όπου κανένας δεν βγαίνει ούτε καλός ούτε κακός. Γιατί μέσα μας έχουμε και το ένα και το άλλο, και την ποιότητα και τη φθήνια. Το σημαντικό είναι να μη χάσουμε την ουσία: χέρι-χέρι, αγκαλιά, αγάπη, όλοι μαζί».
Και να καταλάβουμε τον εαυτό μας…
«Βέβαια. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα φτάσω στο σημείο, όταν έχασα και τον Μάριο (σ.σ.: Πλωρίτη), να περάσω έντονα κατάθλιψη. Με έσωσε ότι έκανα πολλή δουλειά με τον εαυτό μου – τον κατάλαβα, τον συμπόνεσα, όπως καταλαβαίνω πια τον καθένα, είτε επιτίθεται είτε όχι. Καταλαβαίνω γιατί το κάνει, ακόμα κι όταν δαγκώνει, γιατί έχει μια πληγή από πίσω. Εγώ έτυχε να μην έχω πληγές. Και επειδή ήμουν καλομαθημένη από αγάπη, όταν την έχασα, έχασα τα πάντα. Επρεπε να ξαναβρώ το αλφάβητο μιας νέας καθημερινότητας».
Σας βοήθησε το θέατρο;
«Λατρεύω την ψίχα αυτής της δουλειάς, την ουσία της, όχι τα γύρω-γύρω. Με το θέατρο κατάλαβα ότι είμαστε μοναδικοί. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να καταπιέζει, να περιορίζει τον άλλον. Κάνει κακό στην ψυχή, εκεί αντιδρώ εγώ. Μία είναι η ουσία: η ποίηση βρίσκεται μόνο στην καθημερινότητα της αγάπης, της συμβίωσης, στο μαζί».
Εχετε μετανιώσει για κάποιες επιλογές σας;
«Εχω λατρέψει την τηλεόραση, γιατί πέρα από την εμβέλεια της αναγνωρισιμότητας με την οποία έγινα δικός τους άνθρωπος, μου έδινε τροφή για τα θεατρικά μου όνειρα. Της είμαι ευγνώμων – και εκείνη με λάτρεψε.
Στο θέατρο ήξερα ότι όταν το κοινό δεν περνούσε καλά με τις επιλογές μου έφταιγα εγώ. Επεφτα σε λακκούβες. Τώρα πια ο στόχος μου είναι να περνάω την καθημερινότητά μου με χαρά, με αγκαλιά».
Τον χειμώνα που πέρασε αναδειχθήκατε πρόσωπο κοινής αποδοχής στο θέατρο. Το νιώσατε;
«Ολη μου τη ζωή αυτό προσπάθησα. Ερχονταν από το θέατρό μου ηθοποιοί, πριν πάνε στις παραστάσεις τους, για να νιώσουν σαν στο σπίτι τους. Να περνάνε καλά όλοι. Αυτό ήταν ο πλούτος μου. Να μην αισθάνονται καταπίεση. Την καταπίεση ούτε στις προσωπικές μου σχέσεις την άντεξα ποτέ.
Ο,τι έκανα στη ζωή μου το έκανα γιατί εκεί με πήγαινε η ψυχή μου. Δεν σκεφτόμουν καν το πρακτικό αποτέλεσμα – συχνά οδυνηρό. Γιατί τα πρακτικά φτιάχνονται, η ψυχή όμως δεν πρέπει να μελανιάζει. Γι’ αυτό έγινε ό,τι έγινε τον περασμένο χειμώνα, γι’ αυτό έκανα ό,τι έκανα. Γιατί είμαι συνέχεια μια αγκαλιά, ένα ντάντεμα. Αυτή είναι η Κάτια.
Δεν γινόταν αλλιώς. Είναι ευτυχία για μένα να αισθάνονται όλοι ότι είμαστε μια οικογένεια, ηθοποιοί, συντελεστές, τεχνικοί.
Σε αυτό βοήθησε ότι γεννήθηκα με μια μεγάλη ευλογία: δεν ζηλεύω. Αλλά ζηλεύω απεριόριστα μια ερμηνεία – αν θα μπορέσω να φτάσω κι εγώ εκεί. Ποτέ όμως δεν ζήλεψα την επιτυχία του άλλου. Δεν έχω πια να αποδείξω κάτι. Η ζωή μου απέδειξε τα πάντα, τι είμαι και τι δεν είμαι.
Και κάτι ακόμα: Υποκλίνομαι στο ταλέντο. Αν το ταλέντο συνδυάζεται με καλοσύνη, είναι πραγματικά δυσεύρετο. Πολλές φορές δεν συνδυάζεται γιατί υπάρχουν πληγές. Γιατί ένας τόσο ταλαντούχος άνθρωπος να προκαλεί πληγές στους άλλους – λόγω δικών του βιωμάτων; Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το λύσει με τον εαυτό του».
Εφέτος μεγάλα ταλέντα κατέρρευσαν. Το ταλέντο παραμένει;
«Το ταλέντο πάντα υπάρχει. Και εγώ έχω ακόμα πόνο και γι’ αυτό μέσα μου. Το ταλέντο υπάρχει αλλά μαζί υπάρχει, δυστυχώς, και μια πληγή που πολλές φορές εκδηλώνεται με γάβγισμα, με δάγκωμα.
Την «πλήρωσε» όμως το θέατρο γιατί είναι ο καθρέφτης μέσα στα φώτα. Υπάρχουν σε όλους τους χώρους ακριβώς τα ίδια – άλλωστε από τον αθλητισμό ξεκίνησε. Μπροστά σε όλα τα άλλα το θέατρο είναι νηπιαγωγείο. Τι κακό μπορεί να κάνει το θέατρο;
Με θυμώνει να σκέφτονται ότι είμαστε εξώλης και προώλης όλοι στο θέατρο – είναι ιερό επάγγελμα. Εχει να κάνει με την ψυχή και την κατανόηση της ψυχής. «Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας» έλεγε ο Κουν. Αν μέσα στα χρόνια εφθάρη και έχει πάει κάπου αλλού, είναι μια άλλη ιστορία. Εγώ πρεσβεύω ένα καθαρό θέατρο που δίνει μόνo ευφορία, είτε κλάψει ο θεατής είτε γελάσει».
Σας σόκαραν οι δημόσιες καταγγελίες;
«Να το θέσω αλλιώς. Ετυχε μέσα στην απομόνωση του κορωνοϊού να αναγκαστούν οι άνθρωποι να γνωριστούν καλύτερα, να σκεφτούν. Ηταν η αφορμή για να σπάσει το πύον, ήταν η στιγμή. Τα τελευταία δύο χρόνια ζούμε μια εκκαθάριση, ένα γενικό ξεσκαρτάρισμα παντού, σε χώρους προσωπικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς».
Εγινε πράγματι εκκαθάριση;
«Μια συνειδητοποίηση έγινε. Οτι η ζωή κρύβει και αυτό. Εγινε όμως κάτι άλλο, πολύ σημαντικό: έφυγε ο φόβος για να μιλήσουμε ανοιχτά γι’ αυτά που ως τώρα λέγαμε μεταξύ μας, μέσα μας. Να το μεγαλύτερο κέρδος. Γιατί αν δεν μιλήσουμε, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Αν δεν τακτοποιήσουμε το σπίτι μας, θα γίνει αποθήκη άχρηστων πραγμάτων – ας τα βάλουμε σ’ ένα φορτηγό για να δούμε πάλι την καθαρότητα μιας καινούργιας γέννας. Φαίνεται ρομαντικό αλλά είναι ουσιαστικό και πρακτικό».
Βγήκαν στο θέατρο και άλλα απωθημένα;
«Τα οποία προϋπήρχαν και φάνηκαν περισσότερο. Ζούμε στην εποχή που τα όρια της ποιότητας είναι δυσδιάκριτα – έχουν χαθεί κι οι μεγάλοι δάσκαλοι. Είναι όλα σαν μικρά-μικρά κομματάκια που πρέπει να μπουν στη θέση τους. Ενα παζλ που κάποτε είχε πέντε μεγάλα κομμάτια και τώρα χιλιάδες. Δημιουργούν μια θολούρα, μια καταχνιά. Πρέπει να επιστρέψουμε στην ουσία, την αφαίρεση. Το δυσκολότερο απ’ όλα.
Νομίζω ότι πηγαίνουμε σε μια εποχή που θα φέρει φως. Πάντα υπάρχει φως, απλώς ακόμα βαδίζουμε στο σκοτάδι».
Είχατε κάποιο δίλημμα όταν κληθήκατε να καταθέσετε στο ΣΕΗ;
«Οχι. Δεν είχα κανένα δίλημμα ποτέ. Πάντα έκανα ό,τι έλεγε η ψυχή μου τη δεδομένη στιγμή. Οταν χρειάστηκε να μιλήσω, είπα όσα έπρεπε να πω, όσα είχαν πέσει στην αντίληψή μου. Ενοχή ή δυσκολία θα αισθανόμουν αν δεν έλεγα την αλήθεια.
Εχω ένα θέμα με την αλήθεια, πολύ βασικό. Πρέπει όμως να έχει κανείς την ικανότητα και τη γενναιότητα να τη διαχειρίζεται».
Σας χαρακτήρισε γενναία το σινάφι σας…
«Καθόλου. Εκανα αυτό που μου φώναζε η ψυχή μου, τίποτα γενναίο. Οπότε ποια είναι η γενναιότητα; Θα μου ήταν αφόρητο να μην το είχα κάνει. Ο ήρωας δεν νομίζω να νιώθει ήρωας, ο πρωταγωνιστής πρωταγωνιστής, ο σταρ σταρ. Οι άλλοι το λένε. Νιώθω ότι είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Ετσι γεννήθηκα. Ετσι αισθάνομαι».
Κατάχρηση εξουσίας με πρόσχημα το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα έχετε νιώσει;
«Υπάρχει ένας πολύ λεπτός διαχωρισμός πάνω σε αυτό το θέμα. Ο Λιουμπίμοφ ή ο Κουν ήταν πάρα πολύ απαιτητικοί. Φώναζαν, θύμωναν, πέταγαν τασάκια στον αέρα. Γιατί; Για να κάνουν κακό στον άλλον; Οχι. Ηταν ο τρόπος τους για να καταλάβουμε, να συννενοηθούμε. Αν ένιωθα καταπίεση για προσωπικούς λόγους, δεν υπήρχε περίπτωση να το αντέξω. Δεν το επιτρέπω σε κανέναν, ούτε μπορώ να βλέπω να το κάνουν σε άλλους. Ποτέ, ποτέ, με ανατριχιάζει.
Οπως με θλίβει φοβερά και η πτώση ενός ανθρώπου. Νιώθω συμπόνια. Η ζωή είναι πολύ απλή. Θεοί είμαστε έτσι κι αλλιώς, αφού είμαστε μοναδικοί. Δεν είναι ο ένας πιο θεός από τον άλλον».
Και τώρα; Τιμωρία και κάθαρση;
«Εγώ μέσα από την τιμωρία και τα όρια έμαθα. Η μητέρα μου αυτό με έμαθε και ήταν μια διαπαιδαγώγηση ψυχής που αργότερα μου φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη. Αλλιώς δεν θα υπάρξει κάθαρση».
Οι γυναίκες περνούν πιο δύσκολα στο θέατρο;
«Μπορεί να ακουστεί αιρετικό αυτό που θα πω. Από μικρή στη δουλειά μου είχα να κάνω μόνο με άνδρες, συνεργάτες, τεχνικούς, και με είχαν στα πούπουλα. Κι αν κάποιος είχε τολμήσει, κάποια στιγμή, να μου δημιουργήσει το συναίσθημα ότι δεν αξίζω τίποτα, δεν το άκουγα, δεν με ακουμπούσε, γινόμουν αδιάβροχη. Από πολύ νέα φόρεσα ένα αδιάβροχο στην ψυχή μου. Για να μπορέσω να αντεπεξέλθω στα δύσκολα. Χωρίς καβγά, χωρίς αποχωρήσεις».
Θα σας ρωτήσω και εγώ τώρα κάτι αιρετικό: Υπάρχει ευθύνη των θυμάτων;
«Οχι ευθύνη. Υπάρχει μια αδυναμία και τη σέβομαι, ένας φόβος που τον σέβομαι και πολλά άλλα που δεν μπορούμε να ξέρουμε. Δεν μου αρέσει να κρίνω».
Πενήντα χρόνια θέατρο. Τι σκέφτεστε;
«Τα καταφέραμε».
«Το καινούργιο παιδί» σε κείμενο – σκηνοθεσία Μιχάλη Ρέππα & Θανάση Παπαθανασίου. Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς, μουσική: Αντώνης Παπακωσταντίνου, φωτισμοί: Αλέκος Αθανασίου.
Με την Κάτια Δανδουλάκη
Πρεμιέρα στις 6 Οκτωβρίου 2021 στο Θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη».