Η συμπλήρωση φέτος πενήντα χρόνων από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη τυχαίνει να συμπίπτει με το έτος εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Η σύμπτωση δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν το λογοτεχνικό έργο του Σεφέρη δεν συνδεόταν και με την αποτύπωση της ιστορικής φυσιογνωμίας της χώρας μας. Και τούτο γιατί η ποιότητα αυτής της σύνδεσης δεν αποτέλεσε μόνο ένα από τα στοιχεία γοητείας του ποιητικού και του δοκιμιακού έργου του (χάρη στην οποία εξακολουθούμε να μιλάμε για τον Σεφέρη σήμερα), αλλά υπήρξε και το κυριότερο αίτιο αμφισβήτησής του. Η οποία, αισθητή έως τη δεκαετία του 1960, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 καλά κρατεί.
Η τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα υπήρξε για την ποίησή μας μια δεκαετία μεταβατική. Ουσιώδεις ανανεωτικές στιχουργικές ζυμώσεις εμφανίζονται με τον Παλαμά ήδη από το τέλος του προηγούμενου αιώνα, για να συνεχιστούν τις δύο πρώτες δεκαετίες του επόμενου και να ενταθούν τη δεκαετία του 1920, με το αίτημα του «συγχρονισμού» (ή «εκμοντερνίσεως») ιδιαίτερα προβαλλόμενο – ήδη από τη δεύτερη δεκαετία ο Καβάφης άνοιγε τον μοναχικό παράδρομο ενός δικού του μοντερνισμού. Η εμφάνιση του Σεφέρη με τη Στροφή (1931) φαίνεται να βάζει μια πρώτη τάξη στα έως τη στιγμή εκείνη ποιητικά διαδραματιζόμενα. Ομως ήταν η δημοσίευση του Μυθιστορήματος (1935) εκείνη που έδειξε (μαζί με τον Ελύτη, τον Ρίτσο και τους υπόλοιπους βασικούς ποιητές της δεκαετίας) προς τα πού θα πορεύονταν έκτοτε τα ποιητικά μας πράγματα.
Νέα κατεύθυνση
Αλλά ας επιστρέψουμε στη γοητεία του Σεφέρη. Ας δούμε από πού αυτή απορρέει, και γιατί με την εμφάνισή του κατά τη δεκαετία του 1930 το έργο του συντέλεσε περισσότερο από κάθε άλλο της εποχής στην κατανόηση της ανάγκης για μιαν ουσιώδη ποιητική αλλαγή. Τόσο ώστε ο Σεφέρης να θεωρείται – και να είναι – ο γενάρχης και κύριος μοχλός της γενιάς του ’30, η οποία οδήγησε την ποίησή μας σε μια κατεύθυνση πρωτοφανή στην ιστορία της.
Δύο είναι τα κύρια τεχνοτροπικά στοιχεία της γοητείας της σεφερικής ποίησης. Το πρώτο αποτελεί η με περίτεχνο τρόπο απεμπλοκή της ποίησής μας από τον παλαιό έμμετρο στίχο, με τη διαμόρφωση ενός ελεύθερου στίχου ανταποκρινόμενου στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης με την εποχή ποιητικής γραφής. Το δεύτερο είναι η (παρά την, κατά σημεία, φαινομενική σκοτεινότητα αυτής της γραφής) διαύγεια των εικόνων της, την ένταση της οποίας τροφοδοτούσε το αγωνιώδες όραμα του Σεφέρη για την ανθρώπινη μοίρα: η αναζήτηση μιας λύτρωσης, μιας συμφιλίωσης με το αίσθημα της φθοράς και του θανάτου, για την έκφραση της οποίας ένιωθε δραστικά και τα συναισθήματα που του γεννούσε η μοίρα του ως Νεοέλληνα υπό το βάρος της ελληνικής διαχρονίας.
Με ανάλογη διαύγεια διατύπωνε ο Σεφέρης και τις απόψεις του για την ποίηση, γενικά, και για τη νεοελληνική ποίηση ιδιαίτερα. Βασιζόμενα στην ίδια την εμπειρία της ποιητικής πράξης και συνεπικουρούμενα από ένα θεωρητικό πεδίο (ελληνικό και ξένο) καθοριζόμενο από τη μελέτη των ίδιων των λογοτεχνικών έργων, τα δοκίμια που συνθέτουν την ποιητική του είναι από τα κορυφαία κείμενα θεωρίας της λογοτεχνίας που γράφτηκαν – διαχρονικώς – στην ελληνική γλώσσα.
Αντιμαχίες
Η εμφάνιση των στίχων του Σεφέρη, σε μιαν εποχή που η κρίση του ποιητικού μας λόγου αναζητούσε μιαν οριστική επίλυση, ήταν φυσικό να γοητεύσει τους επαρκείς αναγνώστες της ποίησης και να αμφισβητηθεί από όσους ένιωθαν ότι έμεναν ποιητικά πίσω. Αρνητικότερη ήταν η αριστερή κριτική της σταλινικής εποχής, που έβλεπε τον Σεφέρη ως έναν αντιδραστικό αστό, αδιάφορο για τις ποιητικές ανάγκες του λαού. «Ο Σεφέρης», διαβάζουμε, «έμεινε ξένος και μακρυνός για την ψυχή του έθνους του, γιατί από το έργο του λείπει η Εθνική, η Ελλαδίτικη φυσιογνωμία. Θέλησε να γίνει ένας κοσμοπολίτης ποιητής, χάνοντας έτσι και τον κόσμο και την Ελλάδα» (1951).
Η τεχνοτροπία του Σεφέρη και των ομοίων του, γράφει άλλος, «είναι προϊόν φιλολογικής ξενομανίας χωρίς εθνικότητα», που «αντιμάχεται την ελληνική αρετή και θέλει να κρατήσει την τέχνη μακριά απ’ το λαό» (1950).
Ακολούθησαν η ευρύτερη αναγνώριση του Σεφέρη (με την αποδοχή της ποίησής του από ποιητές και κριτικούς της ανανεωτικής Αριστεράς), η καταξίωσή του με το Νομπέλ (1963), η επιβολή της δικτατορίας (1967-1974) και η δήλωσή του εναντίον της (1969), για να ακολουθήσει, όπως είπαμε, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του (1971), η εκ νέου αμφισβήτηση του έργου του, που συνεχίζεται έως σήμερα.
Ορθοπολιτικά πορίσματα
Είναι ενδιαφέρον το ότι η σημερινή αμφισβήτηση του έργου του Σεφέρη δεν προέρχεται από ομοτέχνους του αλλά από τον χώρο της πανεπιστημιακής, κυρίως, κριτικής: από την εισβολή των πολιτισμικών σπουδών στο πεδίο της μελέτης της λογοτεχνίας (οι οποίες για κάθε άλλο παρά για τη φύση και τον σκοπό της λογοτεχνίας ενδιαφέρονται), και από το διαυγώς ασαφές πεδίο της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας.
Ετσι σύμπασα η ορθοπολιτική (κυρίαρχη στις μέρες μας) κριτική, υπό τη μέθη του φετιχισμού της ετερότητας, βασίζει την αξιολογική κρίση της για το έργο του Σεφέρη όχι στην καλλιτεχνική του ποιότητα αλλά σε ένα κριτήριο εντελώς αντίθετο από εκείνο με το οποίο το καταδίκαζε προηγουμένως η ορθόδοξη αριστερή κριτική. Επικρίνει το έργο αυτό ως ελληνοκεντρικό και, ως εκ τούτου, ουσιοκρατικό. «Η ελληνικότητα», διαβάζουμε, «ως δόγμα εθνικής αισθητικής, αποτελεί κατασκευή της γενιάς του ’30» (1994), δηλαδή του Σεφέρη και των συν αυτώ. Κι ας δήλωνε εμφατικά ο Σεφέρης: «Αρνούμαι να θεωρήσω την «ελληνικότητα» ενός έργου σαν κριτήριο αισθητικό» (1938).
Ομως αυτό δεν ήταν αρκετό. Η απαλλαγή από τη βαριά σκιά του Σεφέρη χρειαζόταν κάτι δραστικότερο. Ετσι επινοήθηκε η μετάθεση της μοντερνιστικής στροφής της ποίησής μας από τον Σεφέρη στον Καρυωτάκη, με τη μεταβάπτιση της συντηρητικής για τα προσωδιακά τεκταινόμενα της εποχής του τεχνοτροπίας του σε ανατρεπτική, και τη μετάλλαξή του από υπαρξιακό σε κοινωνικό ποιητή (τόσο ώστε να προβάλλεται ακόμη και ως «η ελλείπουσα κριτική συνείδηση της Αριστεράς», 1996). Με αποτέλεσμα η κριτική αυτή, «υπερβάλλοντας και κυριολεκτώντας», να καταλήγει στο πόρισμα ότι «η γενιά του ’30 δεν υπήρξε ποτέ, υπήρξε μόνο ένας μύθος με διάρκεια και απήχηση» (2011). Και να αναρωτιέται αμήχανα: «Γιατί η γενιά του ’30 εξακολουθεί να μας απασχολεί τόσο;».
Το ερώτημα αυτό περιέχει και την απάντησή του.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών