Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τις εκλογές το καλοκαίρι του 2019 επειδή κατάφερε να εκπροσωπήσει το ευρύ, λόγω της ατελούς διακυβέρνησης Τσίπρα, αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και έτσι να κερδίσει πρωτίστως το Κέντρο, στηριζόμενος στις υψηλές προσδοκίες που καλλιέργησε στην κοινωνία ότι μπορεί να αλλάξει και να μεταρρυθμίσει τη χώρα.
Ταυτόχρονα, μέσω της στροφής στο Μακεδονικό και της προοπτικής κατάκτησης της εξουσίας, πέτυχε να συγκρατήσει πρόσκαιρα στους κόλπους της Νέας Δημοκρατίας την πλειονότητα των ψηφοφόρων της εθνικιστικής Δεξιάς.
Συνδυαστικά εξασφάλισε το 40% των ψήφων του ελληνικού λαού, ξεπερνώντας τη μεγάλη φθορά της νεοδημοκρατικής παράταξης πρώτα στα χρόνια της «αμέριμνης» διακυβέρνησης Καραμανλή και ακολούθως στον καιρό των μνημονίων και της δύσκολης εκ των συνθηκών διακυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά.
Ερχόμενος δε στην εξουσία, ενσωμάτωσε στην κυβέρνησή του δυνάμεις προερχόμενες από τον χώρο της ευρύτερης και δη της εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο πυρήνας του επιτελικού κράτους συγκροτήθηκε από τέτοια πρόσωπα, όπως και μεγάλο κομμάτι της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας ανατέθηκε σε προσωπικότητες με αντίστοιχη πολιτική καταγωγή. Περιττό δε να σημειώσουμε ότι κρίσιμες θέσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο κέρδισαν και πρόσωπα ιδεολογικοπολιτικά συγγενή προς τον κύκλο των ψηφοφόρων της εθνικιστικής Δεξιάς.
Εξαρχής λοιπόν η κυβέρνηση Μητσοτάκη ισορροπούσε σε δύο βάρκες. Την αμιγώς εκσυγχρονιστική και τη συγγενή προς την πέραν της Νέας Δημοκρατίας Δεξιά. Μεσολαβούσης της διακυβέρνησης και των πολλών ξεχωριστών κρίσεων που ενέσκηψαν στη διάρκεια της τελευταίας διετίας, οι ισορροπίες έτειναν να χαθούν. Η βάρκα άλλοτε έγερνε προς τα δεξιά και άλλοτε προς την Κεντροαριστερά, ασκώντας κάθε φορά αφόρητες πιέσεις προς πάσα κατεύθυνση.
Το περασμένο καλοκαίρι, εξαιτίας των καταστροφικών πυρκαγιών και της γιγάντωσης του κύματος των αντιεμβολιαστών, οι πιέσεις πολλαπλασιάστηκαν. Το αμιγώς δεξιό ακροατήριο απαίτησε την καρατόμηση των «εκσυγχρονιστών» και μαζί διεκδίκησε την κάλυψη των «δικαιωματιστών» αντιεμβολιαστών.
Ο Πρωθυπουργός ανταποκρίθηκε εν μέρει, διώχνοντας τους «μιαρότερους» του εκσυγχρονισμού και αποφεύγοντας να επιβάλει απαγορεύσεις ή άλλα αυστηρά μέτρα εναντίον του πλήθους των αρνητών. Ωστόσο διατήρησε τον πυρήνα του επιτελικού κράτους αλώβητο, σε μια προσπάθεια να ελέγξει κατά το δυνατόν την ανισορροπία και να μη διαταράξει τον μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα της κυβέρνησης.
Ομως το σήμα που έστειλε στον ευρύτερο κύκλο του Κέντρου δεν ήταν το καλύτερο. Και το χειρότερο είναι ότι αυταπατάται πιστεύοντας ότι με τις κινήσεις του θα εξευμενίσει τον κύκλο της εθνικιστικής Δεξιάς. Διαχρονικά έχει δείξει ότι παραμένει κινητικός και αναζητεί αυθεντική εκπροσώπηση. Ιδιαιτέρως σε περιόδους μεταβατικές και σε χρόνους κατά τους οποίους το εκλογικό σύστημα δίνει δυνατότητες ενίσχυσης της διαπραγματευτικής του θέσης. Η απλή αναλογική προσφέρει τέτοιες δυνατότητες και αυτή η προοπτική κινητοποιεί τις συγκεκριμένες δυνάμεις, οι οποίες στην τρέχουσα συγκυρία ευνοούνται και τρέφονται από τον συγγενή κύκλο των αντιεμβολιαστών.
Ανετα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ο κ. Μητσοτάκης κινδυνεύει να χάσει δυνάμεις τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά.
Εχει ωστόσο κάποιον χρόνο ακόμη στη διάθεσή του, καθώς, όπως έχουμε ξαναγράψει, διατηρεί την «προίκα» της οικονομίας αφάγωτη και επιπλέον ενισχύεται από την αδυναμία του κ. Τσίπρα να συγκροτήσει απέναντι αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Χωρίς αμφιβολία η οικονομία θα τροφοδοτεί με δυνατότητες την κυβέρνησή του στον βαθμό που δεν χάσει τη μεταρρυθμιστική της κατεύθυνση. Αλλά εν τω μεταξύ ο κ. Τσίπρας μπορεί να δει το φως το αληθινό.
Οπότε τίποτε δεν είναι το ίδιο για τον κ. Μητσοτάκη. Και κατά πάσα βεβαιότητα δεν μπορεί για καιρό ακόμη να πατά σε δύο βάρκες.