– Πιστεύεις;
Κι ο φθορισμός του κυανού φωτός στην ένδειξη ανταύγασε στο πρόσωπό του, πόνο
τόσο που τα ‘χασα
Στο ερώτημα η απάντηση δίδεται εν κινδύνω
Και του είπα
ενθυμούμενος πως θα ‘πρεπε
να είχα μικρός εκεί δοκιμαστεί
– Πιστεύω, αλλά σε τι δεν έχω αποφασίσει
Ημουν ακόμη ο ίδιος;
Και ήμουν ο αγέννητος
στο στόμα των νεκρών μου;
Κι όλα ν’ αποκαλύπτονται μπροστά απ’ το κρεβάτι όπου ο παππούς απέκρουε πεισματικά αέρα
για να τελειώσει γρήγορα
Ανεπνοιά, ονόμαζε τότε το μακροβούτι
όταν παλληκαρόπουλο πέρναγε απ’ τα ύφαλα ένα παλιό σερνίκι να επιστρέψει στα νερά
Με κίνηση της κεφαλής λέγοντας σ’ όλους, όχι –
Τι προς υμάς ο θάνατος; Εγώ πεθαίνω τώρα.
Αφήστε με. Παιζογλεντώ, μπροστά στον φοίνικά μας
Μπονώρας με προσκάλεσε με τις μικρές Γιαλλούδες
Ξυλόκατα μου έστησε να πάω να τρυπώσω.
Απόστα σας ξημέρωσα
Απέθανε στις δώδεκα
Και ‘γω τον είδα να πετά με τα ψαρόνια σύρριζα
Κι αμέσως άρωμα Παρασκευής πήρε να ευωδιάζει
– βιολέτες και υάκινθοι
Τότε σημάδια αφύσικα μας εφοβίσαν σφόδρα
Μια καταιγίδα απ’ το Νοτιά δεν έλεγε ν’ αρχίσει
Παρ’ ότι ο άγγελος του ιερού, ο επιζωγραφισμένος
με την ψυχή – σώμα μωρού κάτω από τη ρομφαία –
τον γέροντα εσήκωσε στους ουρανούς
Κι άρχισαν μοιρολόγια
και τα παιδάκια, ελαφρύ κουβάλησαν κιβούρι
με την οσμή του λιβανιού,
τη μυρωδιά του κέδρου
Με άνθη στεφανώσανε την πιο γαλήνια όψη
Και το άβαρο κορμάκι του από την ηλικία
σινδόνη το ετύλιξαν ώστε να αναπετάξει
Κι όσα συνέβησαν εκεί τη διάφανη ασάφεια είχαν των επιγείων
Κι αναμεσής του πίνακα, ο μικρογιός του Γκρέκο ανάλαφρα σηκώθηκε
Ημουν εγώ που μήνυσα στον συγγενή μας Γρέγο
– γέροντα και συγγέροντα με φουσκωμένα μήλα
όπως όλοι οι Αέρηδες –
να υποδεχτεί το ξόδι
Kάποιον που φεύγει μακριά μ’ ένα κοστούμι μόνο
Σπάει το φράγμα ο άνεμος
για να διέλθει ο άνθρωπος τη στενωπό
Και να που ο πάππος έδωκε ό,τι κληρονομάω.*
* Με την ποίηση συμβαίνει και αυτό: να έχει γραφτεί πριν και μετά απ’ οτιδήποτε σπουδαίο έχει γίνει.
Το 2002 στη Σκιά, από τις εκδόσεις Ικαρος, έγραφα για το ξόδι του παππού μου που με μεγάλωσε. Ιδού όμως πως τις ίδιες αυτές σελίδες που αντιγράφω, τις έγραψα τώρα για τον Μίκη Θεοδωράκη.
«Είμαι πολύ κουρασμένος. Είμαι τεσσάρων χιλιάδων ετών» λέει στον Μπόρχες ο νεκρός φίλος του στο διήγημα Ελεγεία. Και του απαντά: «Αν αυτό συνέβη στη Γη, φαντάζομαι πως είναι μάταιο να λογαριάσω τι ηλικία πρέπει να ‘χεις στους ουρανούς».