Το «σώμα της ελληνικής Παιδείας» έχει πονέσει πολύ επί δεκαετίες. Σειρά υπουργών έχουν προσπαθήσει, με αλλαγές επί αλλαγών, να αφήσουν τη σφραγίδα τους – στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων χωρίς αποτέλεσμα. Στην εποχή που ζούμε όμως, τα λάθη και οι ολιγωρίες δεν επιτρέπονται πλέον. Δεδομένων και των δημογραφικών τάσεων, με τη ραγδαία γήρανση του πληθυσμού στον δυτικό κόσμο (με τα στοιχεία για τη χώρα μας να είναι πολύ ανησυχητικά), η ποιοτική εκπαίδευση καθίσταται συνθήκη «εκ των ων ουκ άνευ» για την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση.
Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως βρέθηκε σχεδόν εξαρχής στο επίκεντρο της κριτικής. Το εν λόγω χαρτοφυλάκιο μοιάζει άλλωστε με «ηλεκτρική καρέκλα». Η πανδημία και η επίδρασή της σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης έφεραν την κυρία Κεραμέως σε δύσκολη θέση και τα «κλειστά σχολεία» έπληξαν το προφίλ της. Θα ήταν όμως πολύ άδικο να μην αναγνωριστεί στην υπουργό Παιδείας ότι σε αντίθεση με ορισμένους πρόσφατους προκατόχους της, που το μοναδικό πράγμα που έκαναν ήταν να ιδρύουν πανεπιστημιακά τμήματα για μικροπολιτικούς λόγους και σκοπούς, εκείνη είχε διαμορφώσει – υπό την καθοδήγηση του Κυριάκου Μητσοτάκη – ένα σχέδιο που ανέλαβε μετά την εκλογική επικράτηση του Ιουλίου 2019 να εφαρμόσει.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια πιθανές νέες συνέπειες της πανδημίας σε σχολεία και πανεπιστήμια. Δύσκολα όμως μπορεί να διαφωνήσει κανείς με ενέργειες όπως η επέκταση της δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης με τη γενίκευσή της σε μεγάλους δήμους, η εισαγωγή των αγγλικών στα νηπιαγωγεία, η διαμόρφωση προγράμματος εργαστηρίων δεξιοτήτων σε όλες τις σχολικές βαθμίδες με βάση τέσσερις θεματικούς κύκλους (περιβάλλον, ευ ζην, δημιουργική σκέψη/πρωτοβουλία, κοινωνική ενσυναίσθηση/ευθύνη) και ανάλογα με τη βαθμίδα ή η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Οσα συμβαίνουν στα σχολεία συχνά επισκιάζονται από τις εξελίξεις στα πανεπιστήμια και στις πανελλαδικές εξετάσεις. Είναι αλήθεια ότι ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση η είσοδος στα ΑΕΙ (ενίοτε σε οποιοδήποτε ΑΕΙ) θεοποιήθηκε και η σύνδεση με την αγορά εργασίας δαιμονοποιήθηκε. Η αυστηροποίηση των κανόνων (με την ίσως όχι τέλεια Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, που πιθανόν και να επιδέχεται βελτιώσεις) και η προσπάθεια να τονωθεί και να εμπλουτιστεί η τεχνική εκπαίδευση (μέσω της ενίσχυσης των δημοσίων ΙΕΚ) πιστώνονται στα θετικά. Φαίνεται δε ότι η κοινωνική ανταπόκριση στην επιλογή της ενίσχυσης της τεχνικής εκπαίδευσης είναι υψηλή και συνιστά την καλύτερη απάντηση στους επικριτές.
Δεν έχουμε περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Αν η Ελλάδα θέλει να επιβιώσει στον σύγχρονο καταμερισμό ισχύος, οικονομικό και κοινωνικό, οφείλει να έχει πολίτες «σκληραγωγημένους» σε μορφωτικό επίπεδο, που να αντιλαμβάνονται τις επιταγές της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και να μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Πρέπει επίσης να είναι έτοιμοι για διαρκή επανακατάρτιση, καθώς το μέλλον της εργασίας είναι συνεχώς μεταβαλλόμενο και άδηλο. Το μεταρρυθμιστικό πνεύμα της Κεραμέως δικαιούται μία ευκαιρία. Αλλωστε, λάθη δεν κάνουν μόνο όσοι δεν κάνουν τίποτα.