Σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου, συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Γ. Σεφέρη.
Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 και η κηδεία του, την 22α, αποτέλεσε την ευκαιρία για μια μεγαλειώδη εκδήλωση-διαδήλωση ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς. Ενας από τους μέγιστους ποιητές (Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος) της ελληνικής γλώσσας αλλά δύσκολα χρησιμοποιείται ανάλογος επιθετικός προσδιορισμός για τον διπλωμάτη Σεφέρη (Γ. Σεφεριάδη).
Θεωρείται ως μάλλον αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της διπλωματικής υπηρεσίας, με έναν μάλλον προβληματικό ρόλο σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του κυπριακού προβλήματος – ειδικά στην περίοδο κατά την οποία υπηρέτησε ως πρέσβης στο Λονδίνο, την περίοδο δηλαδή των διαπραγματεύσεων για την ανεξαρτησία της Κύπρου (1958-1959).
Σήμερα έχουμε πλέον ορισμένες σημαντικές μελέτες για τον «Γ. Σεφέρη διπλωμάτη» και την εμπλοκή, ρόλο και αγωνία του για την Κύπρο.
Μεταξύ άλλων:
– Γ. Γεωργής, Σεφέρης – Αβέρωφ: η ρήξη (Αθήνα, Καστανιώτης, 2008).
– Γ. Καλπαδάκης, Κυπριακό 1954-1974, Στοχαστικές προσαρμογές και ο αιώνιος δηληγιαννισμός, Αθήνα, Παπαζήσης, 2020.
– Β. Παπαδόπουλος, Διπλωματία και Ποίηση, η περίπτωση του Γ. Σεφέρη, Αθήνα, Ικαρος, 2018.
– Ευ. Χατζηβασιλείου, Ο Διάλογος Γιώργου Σεφέρη – Ευάγγελου Αβέρωφ, Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, Αθήνα, Πατάκης, 2019.
– R. Beaton, George Seferis, Waiting for the Angel – A Biography, London, Yale University Press, 2003.
Και φυσικά τις προσωπικές καταγραφές των πρωταγωνιστών, όπως των Κ. Καραμανλή, Ευ. Αβέρωφ και Γ. Σεφέρη του ίδιου (ιδιαίτερα Μέρες Ζ) κ.ά.
Ο Σεφέρης είχε βαθιά συναισθηματική ταύτιση με την Κύπρο, στην οποία «νιώθει κανείς την Ελλάδα (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά» καθώς είναι «η αποκάλυψη ενός κόσμου όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη» και στην οποία υπήρχαν «400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη…». Η ταύτιση αυτή, που χρονολογείται από την πρώτη επίσκεψή του στο νησί το 1953, τον οδήγησε παρότι ρεαλιστής και βενιζελογενής σε έντονα φορτισμένες θέσεις για τη λύση του κυπριακού προβλήματος, κάτι που τον έφερε σε σύγκρουση με την κυβέρνηση που υπηρετούσε ως διπλωμάτης (κυρίως με τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ και τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή) και με συναδέλφους του διπλωμάτες, κυρίως τον Αγγελο Βλάχο, ο οποίος είχε σαφώς διαφορετικές θέσεις από τον Σεφέρη, με αποτέλεσμα να χαρακτηρισθεί καθ’ υπερβολήν ως «αντι-Σεφέρης». Αλλά ακόμη και με φίλους του διανοούμενους της εμβέλειας του Γ. Θεοτοκά. Ο τελευταίος έγραψε το 1954 στον Γ. Σεφέρη για τη διαφωνία τους ότι «εσύ έχεις μια απώθηση εναντίον των Αγγλων colonials κι εγώ μιαν εξίσου ισχυρή απώθηση εναντίον του αιώνιου δηληγιαννισμού». (Αν ζούσε ο Θεοτοκάς σήμερα…)
Η διαφωνία του Γ. Σεφέρη με την κυβέρνηση πέρα από την καθαρά υπηρεσιακή διάσταση είχε και μια προσωπική, οικογενειακή πλευρά που την καθιστούσε περισσότερο εύφλεκτη. Καθώς, ως γνωστόν, ο Κ. Τσάτσος, υπουργός Προεδρίας, είχε ως σύζυγο την αδελφή του Γ. Σεφέρη, Ιωάννα Τσάτσου. Και η τελευταία, μετά από παρότρυνση και υποδείξεις του Γ. Σεφέρη ή της συζύγου του Μάρως, ενεπλάκη στην αντιπαράθεση.
Η έντονη διαφωνία του Γ. Σεφέρη με τον Ευ. Αβέρωφ που εκδηλώνεται στην αιχμή της τα κρίσιμα έτη 1958-1959, όταν ο Σεφέρης ήταν πρέσβης στο Λονδίνο, στη χώρα-κλειδί δηλαδή ως η αποικιοκρατική δύναμη, εκτός από τις σημαντικές διαδικαστικές πτυχές της (αποστολή επιστολών με ή χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου, παράπονα Σεφέρη για τη μη συμμετοχή του στη διαπραγμάτευση σε Παρίσι, Ζυρίχη 1958-1959) έχει κατά βάθος, νομίζω, ως αφετηρία δύο γενεσιουργές αιτίες:
Πρώτον, ο Γ. Σεφέρης κατείχετο από έντονο αντι-τουρκισμό, ο οποίος «διατρέχει ίσως και τη στάση του έναντι της Αγκυρας γενικότερα σε όλη την περίοδο της διπλωματικής του δράσης και είναι εξηγήσιμος για έναν άνθρωπο με τις συγκεκριμένες εμπειρίες και της οικογενειακής του ιστορίας και της διπλωματικής του ιστορίας και σταδιοδρομίας» (Χατζηβασιλείου, σελ. 166). Είχε ως εκ τούτου απόλυτη δυσπιστία προς τις τουρκικές προθέσεις ενώ θεωρούσε ως δεδομένο ότι «ο τουρκικός στόχος θα παραμείνει η διχοτόμηση» και ότι «η Κύπρος θα μετατραπεί σε έναν ακόμη «όμηρο» στα χέρια των Τούρκων».
Δεύτερον, ο Γ. Σεφέρης πίστευε ως εκ τούτου περισσότερο στην υπόθεση της Ενωσης (αυτοδιάθεση). Ετσι αντιτάχθηκε στη λογική της ανεξαρτησίας της Κύπρου αντιπροτείνοντας μια μεταβατική προσωρινή λύση με την αποδοχή μάλιστα του σχεδίου Μακμίλαν (Ιούνιος 1958), το οποίο προέβλεπε για περίοδο επτά ετών «τον συνεταιρισμό Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας στη διοίκηση της Κύπρου που θα παρέμενε υπό βρετανική κυριαρχία» και που η Αθήνα θεωρούσε καταστροφικό. Ή εναλλακτικά «την παραχώρηση στην Κύπρο καθεστώτος κτήσεως που θα τελούσε για ένα διάστημα υπό την αιγίδα του Λονδίνου και της Κοινοπολιτείας» (Dominion status). Ετσι η Συνθήκη Ζυρίχης για την ανεξαρτησία (και συγκεκριμένες ρυθμίσεις της – «στρατιωτικοί όροι», Συνθήκη Συμμαχίας) βρήκαν ουσιαστικά αντίθετο τον Γ. Σεφέρη καθώς «βάλαμε την υπογραφή μας κάτω από τόσα δικαιώματα της Τουρκίας». Επέμενε δε ότι το σχέδιο Μακμίλαν θα ήταν προτιμότερο ως μια προσωρινή λύση. Η επιμονή αυτή σήμαινε ότι η Αθήνα δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά τον Σεφέρη (Χατζηβασιλείου, σελ. 172).
Είναι σαφές επομένως ότι η συμβολή του Σεφέρη στην υπόθεση της ανεξαρτησίας της Κύπρου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε ως ρεαλιστική ούτε ως ανεπιφύλακτα εποικοδομητική. Προσέγγισε το όλο θέμα μέσα από μια μάλλον φορτισμένη συναισθηματική στάση που τον οδηγούσε σε υποβολή προτάσεων ανεδαφικών μάλλον λύσεων και δημιουργίας σειράς υπηρεσιακών διαδικαστικών ζητημάτων με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, ο Κ. Καραμανλής να δώσει εντολή στον Ευ. Αβέρωφ να μην ενημερώνει τον Σεφέρη για πτυχές της διαπραγμάτευσης.
Ωστόσο πενήντα χρόνια από τον θάνατό του και με το Κυπριακό στο σημερινό αδιέξοδο που βρίσκεται, πώς θα διάβαζε κάποιος τη θέση του Γ. Σεφέρη; Θα μπορούσε να υποστηρίξει ίσως ότι η θέση του ότι η Τουρκία έχει ως έσχατο στόχο τη διχοτόμηση δικαιώνεται. Αλλά από την άλλη μεριά, η πενηντάχρονη κυπριακή οδύσσεια πιστοποίησε με τραγικό τρόπο το ανέφικτο της Ενωσης και ως εκ τούτου τη σημασία της ανεξαρτησίας, την οποία όμως υπονόμευσε (και) η ελληνοκυπριακή πλευρά ευθύς μετά την κατάκτησή της. Υπονόμευση που διαδοχικά οδήγησε στην εισβολή και κατοχή από την Τουρκία το 1974. Ο «αιώνιος δηληγιαννισμός» επεκράτησε και επικρατεί δυστυχώς. Αλλά…
Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα
χαλίκια
δε φελά να μιλάμε
τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει να τη γυρίσει;
ποιος θα μπορέσει ν’ ακουστεί;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά
των άλλων.
Μέγιστος ποιητής…
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης».