Σε συνεργασίες με ιδιώτες γιατρούς όπου υπάρχει ανάγκη – σε δομές πρωτοβάθμιας ή τριτοβάθμιας φροντίδας – επενδύει η ηγεσία του υπουργείου Υγειάς, δρομολογώντας τη δημιουργία ενός νέου χάρτη παρεχόμενων υπηρεσιών που θα λειτουργεί ακτινωτά στο σύνολο της χώρας, καλύπτοντας έτσι σημαντικά κενά.
«Ολοι οι γιατροί παίρνουμε πτυχία από τα ίδια πανεπιστήμια. Εχουμε τις ίδιες γνώσεις και η υπογραφή μας θα πρέπει να έχει την ίδια ισχύ», ήταν ενδεικτικά τα λόγια της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, Μίνας Γκάγκα, στο πλαίσιο γνωριμίας με τους δημοσιογράφους.
Η ίδια εκφράζοντας την αγωνία μίας μάχιμης γιατρού, η οποία αναζητά εναλλακτικές προσεγγίσεις που θα θεραπεύσουν τις παθογένειες του συστήματος, εκτιμά ότι η συνεργασία όλων των δυνάμεων θα οδηγήσει «σε καλύτερες υπηρεσίες, χωρίς κόστος για τον ασθενή».
Υπό το πρίσμα αυτό, εμφανίστηκε να αφορίζει τις «ταμπέλες» προσεγγίζοντας τις συμπράξεις του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ) χωρίς παρωπίδες. Η στόχευση – όπως ανέλυσε – είναι ο κάθε ασθενής να έχει τον γιατρό του και την υπηρεσία που πρέπει, επισημαίνοντας τη σημασία δημιουργίας Κέντρων Αριστείας.
Παράλληλα, η νέα ηγεσία στην οδό Αριστοτέλους επιδιώκει, όπως όλα δείχνουν, το νέο ΕΣΥ να μην σπαταλά ανισομερώς έμψυχους η άψυχους πόρους, αλλά αντιθέτως να δημιουργεί ευκαιρίες και «γέφυρες» υπηρεσιών εκεί όπου σήμερα εντοπίζονται «μαύρες τρύπες».
Κρίσιμο κεφάλαιο η ψηφιακή υγεία
Ετσι, στο σχέδιο που καθαρογράφεται, κρίσιμο κεφάλαιο είναι η ψηφιακή υγεία, με την τηλεϊατρική να αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο προς αξιοποίηση που θα εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες, μηδενίζοντας τις χιλιομετρικές αποστάσεις.
Οι αλλαγές που δρομολογούνται στο ΕΣΥ ομοιάζουν με ένα μωσαϊκό μεταρρυθμίσεων σε διαφορετικούς τομείς της Υγείας – π.χ. δίνεται έμφαση στην πρόληψη, στην αναβάθμιση των Κέντρων Υγείας, στη στελέχωση των νοσοκομείων, στη δημιουργία κέντρων αποκατάστασης και ανακουφιστικής φροντίδας.
Η πολιτική που χαράσσεται, απαντούν στελέχη του υπουργείου, δεν είναι τμηματική και άναρχη. Αντιθέτως, εστιάζει σε μία ολιστική, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, προσέγγιση για τη ριζική αναδιάρθρωση του υγειονομικού χάρτη.
Μια από τις φράσεις που επαναλαμβάνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες των συσκέψεων, είναι ότι πρέπει να πάψει να υπάρχει ένα ΕΣΥ «δύο ταχυτήτων».
Οι συγχωνεύσεις τμημάτων, κλινικών ή ακόμη και νοσοκομείων αλλά και η μετατροπή ρόλου νοσηλευτικών ιδρυμάτων αποτελεί προαπαιτούμενο για μία γενναία ανασυγκρότηση δυνάμεων.
Πάντως, η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας διαβεβαίωνε στην ίδια συνάντηση ότι δεν θα κλείσουν νοσοκομεία, μία προοπτική που σημειωτέον βρίσκει αντίθετους τους υγειονομικούς. Δεν έκρυψε, όμως, ότι θα υπάρξουν αλλαγές, προσθέτοντας με νόημα ότι «δεν είναι δυνατόν σε μία δομή υγείας να υπάρχει ένας αναισθησιολόγος».
Πρόκληση η πανδημία
Εν τω μεταξύ, η πανδημία συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση με τα υγειονομικά συστήματα ανά τον κόσμο να επιχειρούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και ανάγκες που αποκαλύπτονται σταδιακά.
Ενδεικτική η τοποθέτηση του καθηγητή Λοιμωξιολογίας Σωτήρη Τσιόδρα κατά τη διάρκεια διαδικτυακής ημερίδας που οργάνωσε το τμήμα Covid-19 του Τζάνειου Νοσοκομείου, με τίτλο «Covid-19: Που βρισκόμαστε σήμερα».
Οπως ο ίδιος προειδοποίησε, θα χρειαστούν τρία-τέσσερα χρόνια να ανακάμψουμε από τις συνέπειες της νόσου.
Αιτία, τα περιστατικά μακράς Covid, με τον κορυφαίο έλληνα επιστήμονα να υπογραμμίζει ότι χρειάζεται μεταξύ άλλων υποστήριξη του συστήματος και ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Είναι ενδεικτικό ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργούν τουλάχιστον 12 κέντρα για την αντιμετώπιση ασθενών με συμπτώματα μακράς Covid, με τη χώρα μας να ακολουθεί το ίδιο μοντέλο καθώς σχεδιάζεται η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου δικτύου ιατρείων, με τα προσωπικό τους να αφιερώνεται στην παρακολούθηση ασθενών που νόσησαν και εξακολουθούν να εμφανίζουν συμπτώματα.
Μάλιστα, οι δομές αυτές, θα περιλαμβάνουν και παιδιατρικά περιστατικά, αλλά και ψυχικής υγείας.