Οι θερινές αιχμές στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας που έφεραν οι αλλεπάλληλοι καύσωνες του εφετινού Αυγούστου κατέδειξαν, για άλλη μια φορά, ότι η ενεργειακή απόδοση αποτελεί τον «άγνωστο χ» για την Ελλάδα. Στα «τρύπια» κτίρια της χώρας, με ανεπαρκή ή καθόλου θερμομόνωση και δίχως βιοκλιματικό σχεδιασμό, η σπατάλη ενέργειας πολλαπλασιάζεται, ειδικά όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ακραίες. Το τελευταίο διάστημα, πάντως, το ενεργειακό επιτελείο της κυβέρνησης, υπό την πίεση και των αυξήσεων στα τιμολόγια ρεύματος, ανεβάζει ρυθμούς και επιχειρεί να επισπεύσει την υλοποίηση των «σκονισμένων» σχεδίων μετατροπής του κτιριακού αποθέματος της χώρας σε σχεδόν μηδενικής – ή έστω χαμηλής – ενεργειακής κατανάλωσης. Ετσι, μετά το νέο «Εξοικονομώ» που αναμένεται να ανοίξει σύντομα τις ψηφιακές του πύλες για τα νοικοκυριά, στα σκαριά βρίσκεται και το αντίστοιχο πρόγραμμα για τα κτίρια του δημόσιου τομέα.
Σχεδιασμός δύο δράσεων
Ειδικότερα, έχουν σχεδιαστεί δύο δράσεις οι οποίες θα στηριχθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η πρώτη αφορά παρεμβάσεις ενεργειακής απόδοσης σε κτίρια του Δημοσίου – ιδιόκτητα ή υπό μακροπρόθεσμη συμφωνία ενοικίασης – και η δεύτερη προωθεί την αναβάθμιση του οδοφωτισμού. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), η ένταση της οικονομικής ενίσχυσης για έργα ανακαίνισης δημόσιων κτιρίων θα κυμαίνεται από 35% έως 70% (εκτιμώμενος σταθμισμένος μέσος όρος 45%-50%), ανάλογα με το μέγεθος της Εταιρείας Ενεργειακών Υπηρεσιών (Energy Service Companies – ESCO), η οποία θα αναλαμβάνει το κάθε έργο αλλά και τη φύση των δραστηριοτήτων του δημόσιου φορέα. Για τις παρεμβάσεις στον οδοφωτισμό η επιχορήγηση προς τους δήμους θα καλύπτει έως και 20% του κόστους.
Το κόστος της ανακαίνισης
Οπως αναφέρουν στο «Βήμα» στελέχη του ΥΠΕΝ, υπολογίζοντας ένα μέσο κόστος ενεργειακής ανακαίνισης 2.000.000 ευρώ ανά κτιριακή μονάδα και 300 ευρώ ανά σημείο φωτισμού, ο συνολικός προϋπολογισμός της επένδυσης εκτιμάται στα 575.000.000 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), εκ των οποίων τα 200 εκατ. ευρώ θα καλυφθούν από κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης (170 εκατ. ευρώ για τα δημόσια κτίρια και 30 εκατ. ευρώ για τον οδοφωτισμό), ενώ τα 375 εκατομμύρια ευρώ θα προέλθουν από ιδιωτικά κεφάλαια (εταιρείες ESCO). Στόχος των επενδύσεων είναι η ενεργειακή αναβάθμιση τουλάχιστον 210 δημόσιων κτιρίων και 500.000 σημείων φωτισμού, η οποία εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε περιορισμό των άμεσων και έμμεσων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως και 50%.
Πώς τα κτίρια θα γίνουν πιο αποδοτικά
Ο δημόσιος τομέας είναι ένας μεγάλος καταναλωτής ενέργειας με δυσκολίες στην υλοποίηση επενδύσεων ενεργειακής απόδοσης. Γι’ αυτό ο σχεδιασμός του ΥΠΕΝ ενθαρρύνει την ανάπτυξη Εταιρειών Ενεργειακών Υπηρεσιών (Energy Service Companies – ESCO) για την ενεργειακή ανακαίνιση υφιστάμενων κτιρίων και υποδομών του ευρύτερου δημόσιου τομέα και την αναβάθμιση του οδοφωτισμού. Οι συγκεκριμένες εταιρείες θα εμπλακούν στην υλοποίηση επενδυτικών προτάσεων, αφού πρώτα αξιολογηθούν βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων επιλεξιμότητας, με επίκεντρο την αναμενόμενη εξοικονόμησης ενέργειας μετά την υλοποίηση των εργασιών. Στόχος είναι να επιταχυνθεί η υλοποίηση μεγάλων έργων, ώστε να βελτιωθούν οι ενεργειακές επιδόσεις των υποδομών του Δημοσίου, δημιουργώντας παράλληλα σταθερή ζήτηση για υπηρεσίες μέσω συμβάσεων ενεργειακής απόδοσης (μεταξύ των επιλέξιμων ESCO και του δημόσιου φορέα-ιδιοκτήτη του ακινήτου) και εξασφαλίζοντας άμεση επιχορήγηση για μέρος του προϋπολογισμού των έργων.
Οι Εταιρείες Ενεργειακών Υπηρεσιών
Οι ESCO θα παρέχουν σχεδιασμό, προμήθεια εξοπλισμού, κατασκευή, εγκατάσταση, λειτουργία, ποσοτικοποίηση της εξοικονόμησης ενέργειας, ενεργειακό έλεγχο, συντήρηση, διαχείριση εγκαταστάσεων και ενεργειακές υπηρεσίες. Παράλληλα, οι Εταιρείες Ενεργειακών Υπηρεσιών θα διευκολύνουν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και θα παρέχουν στους χρήστες ενέργειας τη δυνατότητα να αποπληρώσουν το αρχικό κόστος της επένδυσης μέσω των μελλοντικών εξοικονομήσεων. Οι παρεμβάσεις στα κτίρια, πέρα από έργα εξοικονόμησης ενέργειας (αναβάθμιση κελύφους και συστημάτων φωτισμού, εγκατάσταση συστημάτων θέρμανσης, ψύξης και διαχείρισης ενέργειας κ.λπ.), θα περιλαμβάνουν εγκατάσταση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) αλλά και συστήματα αποθήκευσης ενέργειας.
Το πρόγραμμα «Ηλέκτρα» και το Ταμείο Ανάκαμψης
Οι επενδύσεις αφορούν όλες τις κατηγορίες νομίμως υφιστάμενων κτιρίων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα οποία δεν πληρούν σήμερα τις ελάχιστες απαιτήσεις του κανονισμού ενεργειακής απόδοσης κτιρίων (ΚΕΝΑΚ). Θα υλοποιηθούν μέσω πρόσκλησης για υποβολή επενδυτικών προτάσεων, η φάση εφαρμογής θα διαρκέσει δύο χρόνια μετά την αξιολόγηση και την έγκριση των αιτήσεων και εκτιμάται ότι θα ολοκληρωθούν το τέταρτο τρίμηνο του 2024.
Μάλιστα, η συγκεκριμένη δράση του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι συμπληρωματική του προγράμματος «Ηλέκτρα» (προϋπολογισμού περίπου 500 εκατ. ευρώ) και, όπως επισημαίνει παράγοντας του ΥΠΕΝ, θα αναπτυχθούν συνέργειες μεταξύ των δύο προγραμμάτων προκειμένου να ενταθούν οι προσπάθειες ενεργειακής αναβάθμισης των υποδομών του δημόσιου τομέα και να επιτευχθούν οι στόχοι εξοικονόμησης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα. Είναι αξιοσημείωτο ότι η συμφωνία χρηματοδότησης 375 εκατ. ευρώ μεταξύ του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για το πρόγραμμα «Ηλέκτρα» έχει υπογραφεί από τα μέσα Μαρτίου.
Οσον αφορά την αντικατάσταση των παλαιών υποδομών οδοφωτισμού (αντιπροσωπεύει το 16%-20% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στις πόλεις) με νέας τεχνολογίας εξοπλισμό, υπολογίζεται ότι μειώνει το κόστος του εξωτερικού φωτισμού στις αστικές περιοχές κατά 35%-50%, κονδύλι που μπορεί να αξιοποιηθεί από τους δήμους για επεκτάσεις του οδοφωτισμού σε υποβαθμισμένες περιοχές. Η φάση εφαρμογής του προγράμματος θα είναι περίπου 18 μήνες μετά την αξιολόγηση και την έγκριση των αιτήσεων και το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί το δεύτερο τρίμηνο του 2023.
Οι παρεμβάσεις στις δημόσιες υποδομές για την ενεργειακή αναβάθμισή τους θα αποτελέσουν ένα άμεσο μέτρο για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό τομέα και στην ελληνική παραγωγή δομικών υλικών και ηλιακών θερμικών συστημάτων, θα κινητοποιήσουν την ανάπτυξη σε νέους τεχνολογικούς τομείς προϊόντων και υπηρεσιών, θα δημιουργήσουν ευκαιρίες απασχόλησης και θα περιορίσουν το κόστος λειτουργίας του Δημοσίου. Τέτοιου είδους έργα συμβάλλουν στην πράσινη μετάβαση με την ελαχιστοποίηση της πρωτογενούς ενεργειακής ζήτησης και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, την ψηφιοποίηση της ενεργειακής υποδομής (π.χ. με έξυπνους μετρητές κ.λπ.), την εγκατάσταση ΑΠΕ και συστημάτων αποθήκευσης, σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων κ.λπ.