Ας υποθέσουμε ότι, ξαφνικά, αρχίζετε να κρυφακούτε μια κουβέντα. Συζητούν δύο άνδρες, εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Ενας ιδεαλιστής και ένας αισθηματίας. Ο πρώτος επιχειρεί να εξηγήσει στον δεύτερο τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο. «Εγώ δεν μπορώ να ζω τη στιγμή, επειδή η ζωή μου υπηρετεί έναν πολιτικό αγώνα ή μια πολιτική δραστηριότητα, ας πούμε καλύτερα – καταλαβαίνεις; Ολα όσα αντέχω εδώ… που δεν είναι και λίγα… αλλά δεν είναι και τίποτα, άμα σκεφτείς τα βασανιστήρια… πράγμα που εσύ δεν έχεις ιδέα τι είναι». Ο άλλος αντιδρά στα λεγόμενά του, επικαλείται μάλιστα τη δύναμη της φαντασίας του. Ομως ο πρώτος τον αντικρούει ξανά και πιάνει να του εκθέσει ευρύτερα το σκεπτικό του. «Απ’ τη μια έχουμε το ουσιώδες, που είναι η κοινωνική επανάσταση, κι απ’ την άλλη το δευτερεύον, που είναι οι ηδονές των αισθήσεων». Και τα λοιπά. Ολα διακριτά, συγυρισμένα και καθαρά. Και συνεχίζει ο ίδιος ακάθεκτος. «Η μεγάλη ηδονή είναι άλλη: να ξέρω ότι βρίσκομαι στην υπηρεσία του πλέον ευγενούς σκοπού, ο οποίος είναι… εντάξει, όλες μου οι ιδέες». Ο μαρξισμός, κοντολογίς. «Και η γκόμενά σου;» διερωτάται τότε ο δεύτερος, μεταξύ γνήσιας απορίας και υπονομευτικής αφέλειας.
Νέα μετάφραση και έκδοση για το δημοφιλέστερο βιβλίο του αργεντινού συγγραφέα Μανουέλ Πουίχ. Δύο κρατούμενοι, ένας πολιτικός και ένας ποινικός, αναπτύσσουν μια απρόβλεπτη σχέση μέσα στη φυλακή
Λοιπόν, βρισκόμαστε στο Μπουένος Αϊρες, στην πολύπαθη Αργεντινή, διανύουμε το σκοτεινό έτος 1975. Και το μέρος όπου εξελίσσεται ο ανωτέρω διάλογος είναι στενόχωρο, με όλες τις σημασίες της λέξεως, τουτέστιν το κελί μιας φυλακής. Αλλωστε πού αλλού, δεδομένου του γκρίζου ιστορικού πλαισίου και των συντηρητικών ηθών της εποχής, θα μπορούσαν αυτοί οι φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες να έχουν συναντηθεί; Το μυθιστόρημα Το φιλί της γυναίκας-αράχνης (El beso de la mujer araña, 1976) του Μανουέλ Πουίχ (1932-1990), το οποίο συγκαταλέγεται πια στα σημαντικά έργα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αποδεικνύει ότι, αφενός, για τους ανθρώπους κανένας συγχρωτισμός δεν είναι αδύνατος και, αφετέρου, ότι κάθε πιθανή συναναστροφή τους είναι απρόβλεπτη.
Το παράξενο ζεύγος
Πρόκειται για ένα βιβλίο πολιτικό και υπαρξιακό εξίσου (η ισορροπία αυτή δεν είναι εύκολη, επειδή ακόμη και τα καλά κείμενα προδίδονται ενίοτε από ιδεολογικές ή ταυτοτικές επικαλύψεις), το οποίο διαθέτει πολλές αξιοπρόσεκτες αρετές, όχι μονάχα στο επίπεδο της τεχνοτροπίας (που εξυπηρετεί εν τέλει τον ρυθμό και την ατμόσφαιρά του), αλλά και στο επίπεδο των ενσωματωμένων στο κείμενο ιδεών (διότι αρκετές από αυτές, οι πιο κοινωνικές αν προτιμάτε, παραμένουν επίκαιρες, είτε ως ψυχωφελείς παραδοχές είτε ως προοδευτικά αιτήματα). Τι γνωρίζουμε ωστόσο για αυτό το παράξενο ζεύγος, αυτό το κατά συνθήκη ζεύγος, για αυτούς τους δύο τύπους που, εκ των πραγμάτων, καλούνται να συμβιώσουν; Ο 26χρονος Βαλεντίν Αρέγκι Πας είναι πολιτικός κρατούμενος. Είχε συλληφθεί από την αστυνομία ύστερα από μια ταραχώδη απεργία εργατών σε κάποια αυτοκινητοβιομηχανία της πρωτεύουσας ως ένας εκ των υποκινητών και κατόπιν, δίχως δίκη προφανώς, τον έριξαν στο μπουντρούμι με στόχο να του αποσπάσουν κρίσιμες πληροφορίες για την αντικαθεστωτική, ανατρεπτική δράση των υπόλοιπων συντρόφων του. Ο 37χρονος Λουίς Αλμπέρτο Μολίνα, τον οποίο αν τον αποκαλούσαν «τρελή» δεν θα έφερνε απολύτως καμία αντίρρηση, αντιθέτως, είναι κρατούμενος του κοινού ποινικού δικαίου. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη οκτώ ετών, όχι απλώς για ομοφυλοφιλία αλλά και για αποπλάνηση ανηλίκου.
Το μυθιστόρημα «Το φιλί της γυναίκας-αράχνης» αποδεικνύει ότι, αφενός, για τους ανθρώπους κανένας συγχρωτισμός δεν είναι αδύνατος και, αφετέρου, ότι κάθε πιθανή συναναστροφή τους είναι απρόβλεπτη
Ο ιστός της επικοινωνίας
Την περίοδο εκείνη, μετά και τον θάνατο του προέδρου Χουάν Ντομίνγκο Περόν το 1974, στη χώρα της Νότιας Αμερικής επικρατεί οικονομική δυσπραγία, εκτεταμένη κοινωνική αστάθεια και, γενικότερα, ένα δυσοίωνος αναβρασμός. Η κρατική εξουσία έχει γείρει συνειδητά προς τα δεξιά, ακόμη πιο δεξιά, προκειμένου να τηρηθεί «η κοινωνική τάξη» και να παταχθεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Η κλιμάκωση της αυταρχικής και δολοφονικής βίας έχει ήδη δρομολογηθεί. Ο Μολίνα, ένας άνθρωπος που δεν ασχολείται καθόλου με όλα τούτα, θέλει να αποφυλακιστεί για έναν βασικό λόγο, να συντρέξει την καρδιοπαθή μητέρα του. Ο Βαλεντίν, πάλι, άλλο δεν σκέφτεται παρά την πάλη, την ένωσή του με τη συλλογικότητα, την επιστροφή του στο μέτωπο του αγώνα. Ο καθένας συλλογίζεται τα δικά του. Παλεύει με τις κρυφές αγωνίες του, την ελπίδα και την απελπισία του. Ο Βαλεντίν είναι οραματιστής και επιφυλακτικός, ο Μολίνα ονειροπόλος και ενθουσιώδης. Ο Βαλεντίν διαβάζει φιλοσοφία, ο Μολίνα κατευθύνει τη σκέψη του προς την ομορφιά. Ωστόσο, εκτός από τον κοινό χώρο, μοιράζονται αναπόφευκτα και έναν κοινό χρόνο. Τεράστιο το ζήτημα, σε κάθε περίπτωση. Πώς όμως τον διαχειρίζονται, πώς καταφέρνουν να απαλύνουν το αργόσυρτο πέρασμά του και να τον καταστήσουν όσο γίνεται πιο υποφερτό μέσα στους τέσσερις επίπονους τοίχους; Μοιράζονται ιστορίες, ασφαλώς! Για την ακρίβεια, ο Μολίνα μιλάει και ο Βαλεντίν ακούει. Ο Μολίνα ανακαλεί στη μνήμη του κάμποσες ταινίες που έχει δει (λ.χ. μια ασπρόμαυρη προπαγάνδα των ναζιστών, ένα θρίλερ με ζόμπι και μαύρη μαγεία ή ένα μελόδραμα πνιγμένο από αγαπημένα, δακρύβρεχτα μπολέρο) και τις περιγράφει με λεπτομερή ζωηρότητα στον Βαλεντίν, ο οποίος επιδίδεται σε σχόλια τα οποία, λειτουργώντας πότε επιτιμητικά και πότε ενθαρρυντικά, υφαίνουν σιγά-σιγά τον ιστό της επικοινωνίας του με τον πληθωρικό Μολίνα, φορτίζοντας έτσι ποικιλοτρόπως το κλίμα, προκαλώντας συνεχώς αντεγκλήσεις μα και πλησιάσματα.
Υμνος στην ευαισθησία
Αυτό που παρακολουθούμε επομένως στο (κατά το πλείστον διαλογικό) μυθιστόρημα του Πουίχ είναι η σταδιακή αναίρεση της απόστασης ανάμεσα στον Βαλεντίν και στον Μολίνα, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από την πολυκύμαντη εμβάθυνση της συσχέτισής τους. Τι διαμείβεται μεταξύ τους; Πώς αλλάζει ο ένας τον άλλον; Πού θα φτάσουν μαζί; Το κείμενο επιφυλάσσει απροσδόκητες εκπλήξεις μέχρι το αμφίσημο τέλος του, ενώ η μελαγχολία, η συγκίνηση και το ευφρόσυνο χιούμορ διαπλέκονται αρμονικά σε όλη την έκτασή του. Πολλοί ενδεχομένως θα πουν ότι το Φιλί της γυναίκας-αράχνης (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Εκτορ Μπαμπένκο το 1985) είναι ένα βιβλίο για τον έρωτα και την επανάσταση. Αν εννοούν, αντιστοίχως, την απώλεια και τη ματαίωση, τότε συμφωνούμε. Πρωτίστως όμως έχουμε να κάνουμε με ένα γενναίο μυθιστόρημα (και ρηξικέλευθο, αν συνυπολογίσουμε την κριτική του στάση απέναντι στα στεγανά της Αριστεράς) για το δόσιμο και το λύγισμα του ανθρώπου, ένα μυθιστόρημα επιπροσθέτως για την ίδια την αφήγηση ως μέσο αντοχής και παρηγοριάς. Ο Πουίχ έγραψε, επί της ουσίας, έναν πολύτροπο ύμνο στην άδολη ευαισθησία, ό,τι δηλαδή μπορεί να διευρύνει και να ανανεώσει μια συνείδηση. Η νέα μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη τίμησε το ισπανικό πρωτότυπο.