Δεκτή έκανε το Συμβούλιο της Επικρατείας την αίτηση ακύρωσης που είχαν ασκήσει γονείς μαθητών που φοιτούσαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ζητώντας την ανάκληση των υπουργικών αποφάσεων της υφυπουργού Παιδείας, οι οποίες αφορούσαν στην απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών.
Κατόπιν τούτων, η Ολομέλεια του ΣτΕ, με την υπ΄ αριθμ. 1362/2021 απόφασή της, επισημαίνει ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις ρυθμίζονται, πρώτον, κατά τρόπο δεσμευτικό, μεταξύ άλλων, τα θέματα που αφορούν στους φορείς του δικαιώματος της απαλλαγής, στο περιεχόμενο της δήλωσης απαλλαγής, στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης και στην απασχόληση των μαθητών που απαλλάσσονται. Έτσι, με τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι οι επίμαχες υπουργικές πράξεις εισάγουν νέες ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου και, επομένως, έχουν εκτελεστό χαρακτήρα.
Επιπλέον, κρίθηκε από την Ολομέλεια του ΣτΕ ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις του υφυπουργού Παιδείας, για να λάβουν νόμιμη υπόσταση, έπρεπε να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κάτι που δεν έγινε και, για το λόγο αυτό, ακυρώθηκαν για λόγους ασφαλείας δικαίου.
Ολόκληρη η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ
Με την 1362/2021 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτή η αίτηση, που είχαν ασκήσει γονείς μαθητών, που φοιτούσαν στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ατομικώς αλλά και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, και ακυρώθηκαν αφενός μεν εν μέρει η Φ1/104795/ΓΔ4/10.8.2020 πράξη της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, αφετέρου δε εν όλω η θεωρούμενη ως συμπροσβαλλόμενη νεότερη Φ1/119410/γδ4/11.9.2020 πράξη της ίδιας Υφυπουργού, με την οποία παρατάθηκε η προθεσμία υποβολής υπεύθυνης δήλωσης για τη χορήγηση απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών για το σχολικό έτος 2020-2021.
Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις ρυθμίζονται το πρώτον, κατά τρόπο δεσμευτικό για τους αποδέκτες τους, μεταξύ άλλων, τα θέματα που αφορούν στους φορείς του δικαιώματος της απαλλαγής, στο περιεχόμενο της δήλωσης απαλλαγής, στην προθεσμία υποβολής της δήλωσης και στην απασχόληση των μαθητών που απαλλάσσονται. Με τα δεδομένα αυτά κρίθηκε ότι οι ως άνω πράξεις εισάγουν νέες ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου και, επομένως, έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Μειοψήφησε ένα μέλος του Δικαστηρίου, κατά την άποψη του οποίου η ένδικη πράξη, κατά το μέρος που προσβάλλεται, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και, συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλεται, διότι όσα ορίζονται σ’ αυτήν – σχετικά με τους φορείς του δικαιώματος της απαλλαγής, το περιεχόμενο της δηλώσεως απαλλαγής και την απασχόληση των μαθητών που απαλλάσσονται – δεν ρυθμίζονται πρωτογενώς από τη Διοίκηση αλλά έχουν ήδη γίνει δεκτά με τις 1749/2019 και 1750/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Περαιτέρω κρίθηκε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ως κανονιστικές, για να λάβουν νόμιμη υπόσταση, έπρεπε να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, επειδή δεν δημοσιεύθηκαν, πρέπει να ακυρωθούν για λόγους ασφαλείας δικαίου. Επιπροσθέτως κρίθηκε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι ακυρωτέες και για τον λόγο ότι έχουν εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, ενώ κρίθηκε ότι δεν συνιστούν τέτοια εξουσιοδότηση αφενός μεν η διάταξη του άρθρου 89 παρ. 2 περ. β του ν. 4485/2017, με την οποία δίνεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων να ρυθμίσει θέματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη φοίτηση και τις απουσίες των μαθητών στα γυμνάσια και αφετέρου η διάταξη του άρθρου 42 παρ. 8 του ν. 4186/2013, με την οποία δίνεται εξουσιοδότηση στον ίδιο Υπουργό να ρυθμίσει τα ίδια ως άνω θέματα στα γενικά λύκεια.