Με τις ταινίες «Σπένσερ» και «Η εξουσία του σκύλου», οι πρωταγωνιστές τους, αντιστοίχως Κρίστεν Στιούαρτ και Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, κάνουν ένα σημαντικό βήμα στην καριέρα τους που πολύ πιθανόν να τους οδηγήσει ως τα Οσκαρ
Κρίστεν Στιούαρτ – Νταϊάνα στο «Σπένσερ»
Ξεκίνησε να παίζει από παιδί και εξελίχθηκε σε ποπ είδωλο με την επιτυχία του franchise «Λυκόφως». Εδώ και αρκετά χρόνια αναζητεί ρόλους που μπορούν να αναδείξουν την υποκριτική της γκάμα και εκείνος της λαίδης Νταϊάνα στο «Σπένσερ» είναι το τελευταίο παράδειγμα.
«Τίποτα απ’ όσα έχω κάνει μέχρι σήμερα δεν μου έχει δώσει ευχαρίστηση ανάλογη με αυτή την ταινία» δήλωσε η ηθοποιός Κρίστεν Στιούαρτ στο 78ο τελευταίο Φεστιβάλ της Βενετίας που ολοκληρώνεται σήμερα. «Απόλαυσα τη φυσικότητά μου, ένιωσα περισσότερο ελεύθερη και ζωντανή, μπορούσα να έχω την απόλυτη ελευθερία κινήσεων, αισθάνθηκα ακόμη και ψηλότερη!». Μα ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος και σε ποια ταινία που έκανε την Κρίστεν Στιούαρτ να νιώσει έτσι;
Οπως αποδείχθηκε, ήταν ο δυσκολότερος αλλά και ο καλύτερος της καριέρας της: της λαίδης Νταϊάνα, πριγκίπισσας της Ουαλίας, ο θάνατος της οποίας τον Αύγουστο του 1997 συγκλόνισε την ανθρωπότητα. Σε μια μεγάλη στιγμή της η Στιούαρτ υποδύθηκε τη Lady Di στην ταινία του Πάμπλο Λαρέν «Σπένσερ» που έκανε την παγκόσμια πρώτη της στη Βενετία αποσπώντας θετικότατες κριτικές από τον διεθνή Τύπο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ζωή της λαίδης Νταϊάνα μεταφέρεται στο σινεμά, αλλά κανείς δεν θέλει να θυμάται την ταινία «Νταϊάν» με τη Ναόμι Γουότς. Επίσης δεν είναι η πρώτη φορά που ο χιλιανός σκηνοθέτης Π. Λαρέν ασχολείται με τη μεταφορά γεγονότων και προσώπων της πολιτικής σκηνής στον κινηματογράφο. Το «Νο», που πραγματευόταν την υπόθεση ενός διάσημου δημοψηφίσματος στη Χιλή επί δικτατορίας Αουγκούστο Πινοσέτ, έφτασε ως τα Οσκαρ διεκδικώντας το Διεθνούς Ταινίας, ενώ στα ίδια βραβεία, έχοντας περάσει πρώτα από τη Βενετία, βρέθηκε και η «Τζάκι» στην οποία η Νάταλι Πόρτμαν έδωσε μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία στον ρόλο της Τζάκι Κένεντι, την περίοδο της δολοφονίας του συζύγου της, προέδρου των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι. Στη «Σπένσερ» ο Λαρέν δίνει τη δική του άποψη για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στο βασιλικό παλάτι της Αγγλίας λίγο πριν από την 31 Αυγούστου 1997 όταν η λαίδη Νταϊάνα σκοτώθηκε. Η Νταϊάνα ήταν το «μαύρο» πρόβατο της βασιλικής οικογένειας και η καταπίεση που της ασκείτο, όχι μόνο από τα μέλη της οικογενείας αλλά και από το προσωπικό του παλατιού, την είχε οδηγήσει στη βαθιά κατάθλιψη, λέει η «Σπένσερ», «ένα παραμύθι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα» όπως διαβάζουμε μετά τους τίτλους αρχής.
Ηθοποιός από παιδί
Στα 31 της σήμερα, η Κρίστεν Στιούαρτ μετρά περισσότερες από 40 ταινίες. Ξεκίνησε στο σινεμά πολύ μικρή, ήταν 11 ετών όταν βρέθηκε στο θρίλερ «Δωμάτιο πανικού» (2002) του Ντέιβιντ Φίντσερ, όπου υποδύθηκε την κόρη της Τζόνι Φόστερ. Επτά χρόνια αργότερα, στα 18 της, η ζωή της επρόκειτο να αλλάξει ριζικά. Με τις εμφανίσεις της στη σειρά ταινιών «Λυκόφως» (Twilight), μιας ανατρεπτικής ματιάς πάνω στον μύθο των βρικολάκων, η Στιούαρτ, όπως και ο συμπρωταγωνιστής της Ρόμπερτ Πάτινσον, έγιναν ποπ είδωλα των τινέιτζερ εκείνης της εποχής (η πραγματική σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους έληξε άδοξα). Προτού ακόμα το franchise του «Λυκόφωτος» ολοκληρωθεί με το δεύτερο μέρος της «Χαραυγής», η Στιούαρτ είχε ήδη αρχίσει να αναζητεί κινηματογραφικά σχέδια πολύ μακριά από τον «κόσμο» αυτού του franchise, γεγονός που δηλώνει τη διαρκή ανησυχία της. Μια ταινία, για παράδειγμα, στην οποία έπαιξε τότε ήταν το «Στον δρόμο» του Γουόλτερ Σάλες, μια προσπάθεια μεταφοράς στο σινεμά του μυθιστορήματος-Βίβλου της γενιάς των μπίτνικ «Στον δρόμο» του Τζακ Κέρουακ.
Η απάντηση στην αμφισβήτηση
Η επιλογή της Κ. Στιούαρτ για τον ρόλο της λαίδης Νταϊάνα έκανε πολλά πρόσωπα στο Χόλιγουντ να μορφάσουν από αμφισβήτηση όταν πέρυσι ανακοινώθηκε επισήμως ότι θα την υποδυθεί. Πολλοί ίσως να είχαν ξεχάσει πόσο καλή δουλειά η Στιούαρτ είχε ήδη κάνει παίζοντας ένα άλλο πραγματικό πρόσωπο, την ηθοποιό Τζιν Σίμπεργκ που το 1970 έδωσε τέλος στη ζωή της. Συμπτωματικά η ταινία «Seberg» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της επίσης στη Βενετία. Σε ό,τι αφορά τη «Σπένσερ», η απάντηση της Στιούαρτ βρίσκεται στην οθόνη. Εκτός από μια πειστική βρετανική προφορά πολυτελείας, η ηθοποιός ενσωματώνει προσεκτικά τους τρόπους και τη συμπεριφορά της Νταϊάνα σε όλη την ταινία, ενώ βάζει και τη δική της πινελιά σε μερικές από τις πιο φαντασμαγορικές σκηνές της. Σε γενικές γραμμές πάντως ο Λαρέν ακολουθεί τα βήματα που ο ίδιος χάραξε με την «Τζάκι». Και ίσως το αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά τα Οσκαρ να είναι επίσης το ίδιο και να δούμε τη Στιούαρτ να διεκδικεί το Α’ ρόλου όπως η Πόρτμαν το είχε διεκδικήσει με την «Τζάκι».
«Η εξουσία του σκύλου»
Στα 45 χρόνια του σήμερα, ο γιος των ηθοποιών Τίμοθι Κάρλτον και Γουάντα Βένταμ, Μπένεντικτ Τίμοθι Κάρλτον Κάμπερμπατς, είναι ένας από τους πιο αξιοσέβαστους ηθοποιούς της Βρετανίας.
Λίγα λεπτά να παρακολουθήσεις από κοντά τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς είναι αρκετά για να σου δώσουν μια ιδέα για τον άνθρωπο. Ο ίδιος αποδίδει την ικανότητά του να μιλά πολύ γρήγορα στον καφέ που καταναλώνει σε τεράστιες ποσότητες σε καθημερινή βάση. Ισως όμως να οφείλεται και στις πολύ καλές σπουδές του. Ο Κάμπερμπατς, ένας από τους πιο καλλιεργημένους ηθοποιούς της γενιάς του, τελείωσε ένα από τα πιο αυστηρά, παραδοσιακά και ακριβά σχολεία της Αγγλίας, το Χάρου, και αργότερα σπούδασε δράμα στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και στην Ακαδημία Μουσικής και Δραματικών Τεχνών του Λονδίνου. Το σίγουρο είναι ότι από τις αρχές του μιλένιουμ όταν μπήκε στον χώρο του θεάτρου και των οπτικοακουστικών μέσων – μετά την περίοδο που πέρασε στο Θιβέτ ως εθελοντής δάσκαλος σε μοναστήρι – η πορεία του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς στην υποκριτική είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή και διαρκώς εξελίσσεται. Τελευταία πρόκλησή του: «Η εξουσία του σκύλου» («The power of the dog») της Τζέιν Κάμπιον που παρουσιάστηκε εντός διαγωνισμού στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Ο Σέρλοκ Χολμς καβάλα στο άλογο
Ενας σκληρός κτηνοτρόφος «βυθισμένος» στα βάθη του τοπίου της Κεντροδυτικής Αμερικής των πρώτων χρόνων του 20ού αιώνα δεν είναι ακριβώς ο ρόλος στον οποίο το μυαλό σου πηγαίνει για έναν ηθοποιό που έγινε διάσημος ανά τον πλανήτη δίνοντας μια πολύ ιδιαίτερη, προσωπική και εκμοντερνισμένη εικόνα πάνω στον ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς στην επιτυχημένη σειρά του BBC «Σέρλοκ». Αντιθέτως, ένας τόσο ακραίος ρόλος μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι: αν κάτι στραβώσει στην πορεία, το αποτέλεσμα ενδέχεται να αγγίξει την καρικατούρα, κάτι που έχουμε δει πολλές φορές να συμβαίνει. Αλλά και κάτι που δεν γίνεται ποτέ στην «Εξουσία του σκύλου». Η ερμηνεία του Κάμπερμπατς είναι τόσο ακριβής και καλά δουλεμένη που μια υποψηφιότητα για Οσκαρ ίσως να τον περιμένει σε μερικούς μήνες. Ολα πάντως προέρχονται από το προσωπικό στυλ του, ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς είναι ένας ηθοποιός που μπορεί να σε συνεπάρει θυμίζοντας εκπρόσωπο περασμένων μεγαλείων του Ηνωμένου Βασιλείου την ώρα που κάτι μέσα σου σού λέει ότι ίσως και να μην αντιμετωπίζει και τόσο στα σοβαρά τον εαυτό του.
Στην «Εξουσία του σκύλου» ο Φιλ του Κάμπερμπατς είναι ένας σκληροτράχηλος κτηνοτρόφος, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του, τον Τζορτζ (Τζέσι Πλέμονς), διαχειρίζεται το επιτυχημένο αγρόκτημά τους στη Μοντάνα του 1925. Είναι πραγματικά συναρπαστικό να παρακολουθείς έναν τόσο καθαρόαιμο Βρετανό όπως ο Κάμπερμπατς να φτιάχνει με τόση ακρίβεια την εικόνα ενός κτηνοτρόφου της παλιάς κοπής, τραχύ, προσβλητικού (απέναντι στον αδελφό του), που θεωρεί ότι το μπάνιο είναι για τα μαμμόθρεφτα, που κυκλοφορεί φορώντας διαρκώς τις μπότες και το στέτσον του, και που είναι πραγματικά ευτυχής μόνον όταν διασχίζει τις πεδιάδες με άλογο (ακόμα και τότε όμως η έκφρασή του κάθε άλλο παρά χαρούμενη είναι). Και το ερώτημα που θα προκύψει είναι κατά πόσο η απόφαση του αδελφού του όχι απλώς να παντρευτεί (την Κίρστεν Ντανστ) αλλά να φέρει στο αγρόκτημα και τον γιο της γυναίκας του (Κόντι Σμιτ – Μακ Φι) θα αλλάξει τον χαρακτήρα του Φιλ – και φυσικά προς ποια κατεύθυνση θα είναι αυτή η αλλαγή.
Η κινηματογραφική έκρηξη
Μετά την επιτυχία του «Σέρλοκ», για την οποία απέκτησε φανατικό γυναικείο κοινό, τις Cumberbitches, ο Μπένεντικ Κάμπερμπατς αντιλήφθηκε ότι χρειαζόταν και μια προσωπική κινηματογραφική επιτυχία. Είχε παίξει βέβαια σε ταινίες (το δεύτερο και το τρίτο «Χόμπιτ», το «12 χρόνια σκλάβος», το «Star Trek into darkness», το «Αλογο του πολέμου» του Στίβεν Σπίλμπεργκ κ.ά.), όμως όλες αυτές οι ταινίες δεν εστίαζαν πάνω του. Σε αυτό ο Κάμπερμπατς είχε σταθεί σχετικά άτυχος γιατί ο «Ανθρωπος που πούλησε τον κόσμο», όπου σε πρωταγωνιστικό ρόλο υποδύθηκε τον Τζούλιαν Ασάνζ, δεν συνάντησε επιτυχία.
Δεν έχασε την αισιοδοξία του. Αργότερα θα έλεγε ότι «όταν είναι να έρθει η ώρα σου για το μεγάλο βήμα, θα έρθει. Το ταξίδι κάθε ηθοποιού είναι φυσικά διαφορετικό αλλά σε γενικές γραμμές ο κανόνας λέει ότι τα βήματα γίνονται αργά-αργά και σε κάποιες περιπτώσεις η τύχη χτυπά την πόρτα σου και όλα αλλάζουν». Και πράγματι, όλα άρχισαν να αλλάζουν μετά «Το παιχνίδι της μίμησης» όπου ο Κάμπερμπατς έφτασε για πρώτη φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ (Α’ ρόλου) έχοντας υποδυθεί τον μαθηματικό και αναλυτή Αλαν Τούρινγκ, που κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε καθοδηγήσει με επιτυχία μια ομάδα επιστημόνων «σπάζοντας» τον κώδικα της περίφημης γερμανικής μηχανής Enigma. Συγχρόνως, κέρδισε και έναν ήρωα από το σύμπαν της Marvel Comics που τον έκανε ακόμα πιο αναγνωρίσιμο στα εκατομμύρια των φαν της: τον «Dr. Strange». Τι άλλο θα μπορούσε να θελήσει;