Ανησυχία σε κυβέρνηση και ειδικούς προκαλούν τα νούμερα των εμβολιασμών μετά τις διακοπές του καλοκαιριού, καθώς μέχρι στιγμής δεν επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις ότι θα βλέπαμε μια εκτόξευση των εμβολιασμένων έτσι ώστε να χτιστεί το τείχος ανοσίας για να αποφύγουμε τις δυσμενείς συνέπειες από το κύμα του κορωνοϊού τον χειμώνα.
Την ίδια ώρα τα σχολεία έχουν ήδη ανοίξει, ενώ τα πανεπιστήμια παίρνουν σειρά, με τους ειδικούς να φοβούνται ότι θα παρατηρηθεί αύξηση κρουσμάτων στις νεότερες ηλικίες. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι αυτή η έκρηξη κρουσμάτων στην εκπαίδευση δεν είναι δεδομένη, όπως σημείωσε ο καθηγητής Νίκος Τζανάκης σήμερα Πέμπτη.
Ο στόχος για να χτιστεί το τείχος ανοσίας είναι να υπάρξουν ένα ακόμα εκατομμύριο εμβολιασμοί έτσι ώστε να φτάσουμε τα 7 με 7,5 εκατομμύρια εμβολιασμένων έστω με μία δόση. Τι δείχνει, όμως, ο ρυθμός εμβολιασμών για το πότε θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος;
Πόσοι εμβολιασμοί έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα
Αυτή την στιγμή, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία από το emvolio.gov.gr, έχουν πραγματοποιηθεί 5.886.915 ολοκληρωμένοι εμβολιασμοί. Εμβολιασμένοι με έστω μία δόση είναι 6.319.108 πολίτες. Επίσης, έχουν γίνει 4.107 εμβολιασμοί αναμνηστικής δόσης σε πολίτες που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες.
Ο ρυθμός των εμβολιασμών, όμως, έχει πέσει. Όπως σημειώνει και ρεπορτάζ της «Καθημερινής», με την πρώτη δόση εμβολιάζονται περίπου 20.000 ανά ημέρα. Όπως όλοι καταλαβαίνουμε, αυτό απέχει πολύ από τους 100 χιλιάδες εμβολιασμούς που είχαμε «πιάσει» πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές.
Οι ηλικιακές ομάδες που έχουν μείνει πολύ πίσω
Η ηλικιακή ομάδα 60-64 ετών είναι αυτή στην οποία παρατηρείται το μικρότερο ποσοστό εμβολιασμένων. Μόλις το 67% αυτών των ανθρώπων έχουν εμβολιαστεί με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν. Άλλωστε, οι άνθρωποι αυτών των ηλικιών αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα υγείας με αποτέλεσμα αν νοσήσουν να κινδυνεύουν να εισαχθούν σε ΜΕΘ, δημιουργώντας επιπλέον πίεση στο ΕΣΥ. Χαμηλά στα ποσοστά του εμβολιασμού είναι και οι ηλικίες 70 με 74 ετών που έχουν εμβολιαστεί σε ποσοστό μόλις 69%.
Πόσες εβδομάδες χρειάζονται για το τείχος ανοσίας
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Καθημερινής», το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, παρά την καθολική επιστροφή των αδειούχων του Αυγούστου, δεν ήρθε η εκτόξευση των εμβολιασμών που αναμενόταν. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου με βάση τα ραντεβού που έχουν κλειστεί, δεν αναμένεται οι εμβολιασμοί ανά ημέρα να ξεπεράσουν τους 25.000.
Αυτό σημαίνει ότι αν το επόμενο διάστημα γίνονται 120.000 νέοι εμβολιασμοί ανά εβδομάδα, χρειάζονται επτά με οκτώ εβδομάδες για να φτάσουμε το ένα εκατομμύριο εμβολιασμών που χρειάζεται για να δημιουργηθεί το τείχος ανοσίας.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο στόχος των 7 με 7,5 εκατομμυρίων εμβολιασμών με τουλάχιστον μία δόση μπορεί να επιτευχθεί τον Νοέμβριο, αργότερα από ό, τι αναμενόταν. Τα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου είναι κρίσιμη περίοδος, όπως φάνηκε και το 2020, αφού το κρύο πλέον αρχίζει να γίνεται πιο αισθητό, οι πολίτες μένουν περισσότερο σε κλειστούς χώρους και τότε αναμένεται το επόμενο κύμα κοροναϊού.
Εμβολιαστικά κέντρα κατεβάζουν ρολά εξαιτίας της μικρής προσέλευσης
Την πτώση στον ρυθμό των εμβολιασμών υπογραμμίζει και το κλείσιμο εμβολιαστικών κέντρων εξαιτίας της μικρής προέλευσης πολιτών. Μόλις 29.065 εμβολιασμοί πραγματοποιήθηκαν χθες Πέμπτη. Έτσι, η διατήρηση των mega εμβολιαστικών κέντρων κρίθηκε ασύμφορη από την κυβέρνηση με αποτέλεσμα στο τέλος Σεπτεμβρίου αρκετά να κατεβάσουν ρολά.
Αναλυτικότερα, η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στην κούρσα των εμβολιασμών καθώς έχει εμβολιαστεί το 56.6% του πληθυσμού, τη στιγμή που η Πορτογαλία ξεπέρασε το 80%, στο Βέλγιο το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 72% και στην Ιταλία 64,5%.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η μάχη για να δημιουργηθεί το τείχος ανοσίας έγκαιρα είναι πολύ δύσκολη. Ερωτηματικό αποτελεί αν η κυβέρνηση για να αυξηθούν οι εμβολιασμοί με γοργότερους ρυθμούς επεκτείνει και σε άλλους κλάδους εργαζόμενων την υποχρεωτικότητα. Βέβαια, πολλοί τονίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να βοηθήσει σε σχέση με τις ηλικιακές ομάδες που έχουν μείνει πίσω στους εμβολιασμούς, αλλά είναι και πιο ευάλωτες να νοσήσουν βαρύτερα από τον κορωνοϊό.