Μετά την παρέλευση 18 μηνών πανδημίας, με την κοινωνική αποστασιοποίηση, τη χρήση μάσκας και τα αλλεπάλληλα lockdown, όλοι έχουν μία βασική ερώτηση: «Πότε θα τελειώσει όλο αυτό;»
Μέσα από τη στήλη του στην ιστοσελίδα «The Conversation», ο καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του East Anglia, Πολ Χάντερ, επιχειρεί να δώσει μια απάντηση.
Η COVID-19, σημειώνει, δεν ήταν ο πρώτος κορωνοϊός που προκάλεσε μια παγκόσμια πανδημία. Εικάζεται δε ότι η «ρωσική γρίπη», που εμφανίστηκε το 1889, δεν ήταν στην πραγματικότητα μια γρίπη αλλά προκλήθηκε από τον κορωνοϊό OC43.
Η πανδημία της ρωσικής γρίπης προκάλεσε τέσσερα ή πέντε κύματα στο διάστημα μιας πενταετίας και μετά άρχισε να εξαφανίζεται.
Στην Αγγλία και την Ουαλία, οι περισσότεροι από τους θανάτους που προκάλεσε καταγράφηκαν την περίοδο 1890-91. Ο κορωνοϊός OC43, που ήταν η πιθανή αιτία, κυκλοφορεί ακόμα και σήμερα, αν και σπάνια προκαλεί σοβαρή ασθένεια.
Τα τρέχοντα στοιχεία δείχνουν ότι ο SARS-CoV-2 -ο κορωνοϊός που προκαλεί την COVID-19- είναι επίσης εδώ για να μείνει, συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν πριν από μερικούς μήνες πολλοί επιστήμονες που εργάζονται πάνω σε αυτόν τον ιό. Ούτε τα εμβόλια ούτε η φυσική ανοσία δεν μπορούν να σταματήσουν τη διάδοση του ιού.
Ο ρόλος των εμβολίων και η ανοσία
Ενώ τα εμβόλια μειώνουν τη μετάδοση, δεν περιορίζουν τη μόλυνση σε τόσο υψηλό βαθμό ώστε να εξαλείφει ο ιός. Ακόμα και πριν τη μετάλλαξη Δέλτα, υπήρξαν διπλοεμβολιασμένοι που κολλούσαν τον ιό και τον μετέδιδαν σε άλλους. Κι έτσι, με την Δέλτα, απέναντι στην οποία τα εμβόλια είναι κατά τι λιγότερο αποτελεσματικά, η πιθανότητα μόλυνσης ακόμα και μετά τον εμβολιασμό έχει αυξηθεί.
Η ανοσία αρχίζει, επίσης, να μειώνεται εντός εβδομάδων από τη λήψη δεύτερης δόσης εμβολίου. Και επειδή η ανοσία στη μόλυνση δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε μόνιμη, η ανοσία της αγέλης είναι ανέφικτη. Αυτό σημαίνει ότι η COVID-19 είναι πιθανό να γίνει ενδημική, με τα ημερήσια ποσοστά επιμόλυνσης να αυξάνονται αναλόγως της ανοσίας και του συγχρωτισμού του πλήθους.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι άλλοι ανθρώπινοι κορωνοϊοί προκαλούν επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις κατά μέσο όρο κάθε τρία έως έξι χρόνια. Εάν ο SARS-CoV-2 καταλήξει να έχει την ίδια συμπεριφορά, αυτό υποδηλώνει ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ του ενός έκτου και του ενός τρίτου των ανθρώπων- ή μεταξύ 11 με 22 εκατ.- θα μπορούσαν να μολυνθούν κάθε χρόνο. 30.000 60.000 την ημέρα, κατά μέσο όρο. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι τόσο τρομακτικό, όσο ακούγεται.
Ναι, υπάρχει έρευνα (ακόμα δεν έχει δημοσιευτεί) που υποδηλώνει ότι η ανοσοπροστασία από την ανάπτυξη συμπτωματικού COVID-19 φαίνεται να μειώνεται. Ωστόσο, η προστασία από σοβαρή νόσηση διαρκεί πολύ περισσότερο. Επίσης, μπορεί να αντιμετωπίσει νέες μεταλλάξεις.
Πράγματι, για τους άλλους ανθρώπινους κορωνοϊούς, η συντριπτική πλειονότητα των λοιμώξεων είναι είτε ασυμπτωματική είτε στη χειρότερη περίπτωση ήπιο κρυολόγημα. Και υπάρχουν σημάδια που υποδηλώνουν ότι η COVID-19 μπορεί να καταλήξει να κινείται στο ίδιο πλαίσιο.
Μια πανδημία με πολλαπλές καταλήξεις
Το πώς θα τελειώσει η COVID-19 θα διαφέρει από τη μια χώρα στην άλλη, ανάλογα σε μεγάλο βαθμό με το ποσοστό της ανοσοποίησης και της διασποράς από την αρχή της πανδημίας.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη και επίσης μεγάλο αριθμό παλαιότερων κρουσμάτων, οι περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν κάποια μορφή ανοσίας στον ιό.
Στην Αγγλία, για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου πάνω από το 94% του ενήλικου πληθυσμού είχε αντισώματα στην COVID-19. Μεταξύ αυτών με προηγούμενη ανοσία, έχει αποδειχθεί ότι η COVID-19 τείνει να είναι λιγότερο σοβαρή. Και καθώς η ανοσία των περισσότερων ανθρώπων ενισχύεται με την πάροδο του χρόνου από φυσικές επιμολύνσεις ή ενισχυτικούς εμβολιασμούς, μπορούμε να αναμένουμε ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό νέων λοιμώξεων θα είναι ασυμπτωματικό ή στη χειρότερη περίπτωση θα προκαλέσει ήπιες ασθένειες.
Ο ιός θα παραμείνει μαζί μας, αλλά η ασθένεια θα γίνει μέρος της ιστορίας μας. Αλλά σε χώρες χωρίς μεγάλα ποσοστά νόσησης, ακόμη και με υψηλή κάλυψη εμβολίων, πολλοί άνθρωποι θα παραμείνουν ευαίσθητοι. Ακόμη και σε χώρες με την υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη παγκοσμίως, πάνω από το 10% των ανθρώπων δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί. Σχεδόν όλοι όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί είναι πιθανό να μολυνθούν από τον ιό. Όταν μολυνθούν, θα διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο σοβαρής ασθένειας και θανάτου (ανάλογα με την ηλικία και την ιατρική τους κατάσταση) όπως οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Και σε αυτές τις χώρες, το άνοιγμα σχεδόν σίγουρα θα οδηγήσει σε εκθετική αύξηση κρουσμάτων λόγω του μεγάλου αριθμού ατόμων χωρίς ανοσία. Και καθώς αυξάνεται το ιικό φορτίο που κυκλοφορεί, θα προκύπτουν περισσότερα κρούσματα και σε εμβολιασμένα άτομα, δεδομένου ότι τα εμβόλια δεν παρέχουν 100% προστασία.
Μολονότι η COVID-19 είναι λιγότερο σοβαρή σε εμβολιασμένους, κάποιοι θα εξακολουθούν να ασθενούν. Αυτές οι χώρες ενδέχεται να δουν σημαντικό ποσοστό εμβολιασμένων που θα χρειαστούν νοσοκομειακή περίθαλψη. Όταν αυτές οι χώρες επιλέξουν να ανοίξουν, η κατάσταση θα παραμένει κρίσιμη. Πολλοί θα περιμένουν να εμβολιαστούν, αλλά την ίδια ώρα η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στα ήδη εμβολιασμένα άτομα ενδέχεται να βαίνει μειούμενη.
Το βασικό μάθημα από τη ρωσική γρίπη είναι ότι η COVID-19 θα γίνει λιγότερο σχετική τους προσεχείς μήνες και ότι οι περισσότερες χώρες έχουν αφήσει πίσω τους τα χειρότερα της πανδημίας. Ωστόσο είναι εξαιρετικά σημαντικό να δοθούν εμβόλια και στους υπόλοιπους ευάλωτους πληθυσμούς του κόσμου.
Γίνεται σαφές ότι ο κύριος στόχος του εμβολιασμού δεν είναι η αποτροπή της νόσησης, αλλά η μείωση της σοβαρότητας της, όταν οι άνθρωποι θα μολύνονται για πρώτη φορά. Σε όσους έχουν νοσήσει αποκτώντας ένα 1ο και 2ο κύμα φυσικής ανοσίας, τα εμβόλια θα προσθέτουν σχετικά μικρή προστασία.
Για υπάρξει η μεγαλύτερη μείωση σοβαρής ασθένειας, τα εμβόλια πρέπει να διατεθούν τώρα σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.