«Είμαστε όλοι Αμερικανοί» είχε γράψει την επομένη της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης ο διευθυντής της έγκυρης γαλλικής εφημερίδας «Le Monde», διερμηνεύοντας με τη συμβολική αυτή φράση τα αισθήματα συμπάθειας και συμπαράστασης όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και γενικότερα της Ευρώπης για την πρωτοφανή τραγωδία που στοίχισε τη ζωή σε 3.000 αθώα θύματα. Είκοσι χρόνια αργότερα και ενώ η τρομοκρατική απειλή της Αλ Κάιντα δεν έχει εκλείψει (καθώς μάλιστα τώρα προβάλλουν και άλλα επικίνδυνα παρακλάδια της, ακόμη και στην Αφρική), ποιος αλήθεια στην Ευρώπη θα μπορούσε να γράψει ένα ανάλογο άρθρο; Προφανώς κανείς και τούτο διότι η αμερικανική πολιτική (θύμα της μονομέρειάς της) δεν κατέρρευσε μόνο στο Αφγανιστάν, αλλά προκάλεσε και ένα πρωτοφανές ρήγμα στις σχέσεις με τους ευρωπαίους συμμάχους, που αγνοήθηκαν πλήρως.
Το κύριο πρόβλημα όμως είναι ότι δεν σχεδιάστηκε σωστά από την αρχή η στρατιωτική επέμβαση στην περιοχή αυτή. Μια επέμβαση που δεν περιορίστηκε στην εξάλειψη της Αλ Κάιντα, που ήταν υπεύθυνη για το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, αλλά προχώρησε και στην εισβολή στο Ιράκ, με το ψευδές επιχείρημα ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν διατηρούσε όπλα μαζικής καταστροφής. Το αποτέλεσμα ήταν το σουνιτικό στρατιωτικό κατεστημένο του Σαντάμ να ενισχύσει τις τάξεις της σουνιτικής Αλ Κάιντα (λόγω του κοινού μίσους κατά των Αμερικανών) και να ενισχυθεί παράλληλα το σιιτικό Ιράν, που αποδυνάμωνε με συνεχείς πολέμους ο σουνίτης Σαντάμ. Ενώ σε περιοχές του Ιράκ και της Συρίας ιδρύθηκε και το πρώτο χαλιφάτο του ΙSIS.
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, μοιραία υπήρξε και η απόφαση για την παράλληλη οικοδόμηση ενός νέου κράτους στο Αφγανιστάν, καθώς αποδείχθηκε ότι οι ηγεσίες που επιλέχθηκαν όχι μόνο ήταν διεφθαρμένες, αλλά και εντελώς ανίκανες να κυβερνήσουν, ενώ το έβαλαν στα πόδια με την επανεμφάνιση των Ταλιμπάν, οι οποίοι κυβερνούν και πάλι ανενόχλητοι. Ετσι όχι μόνο πήγαν χαμένες όλες οι προσπάθειες των Αμερικανών όλα αυτά τα χρόνια, αλλά κατέρρευσε οριστικά και η στρατιωτικοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή αυτή, η οποία είχε αφήσει ελεύθερο το πεδίο στην ενδυνάμωση της Κίνας και της Ρωσίας, που πριν από είκοσι χρόνια ήταν εντελώς ανίσχυρες απέναντι στη μοναδική υπερδύναμη, που μεσουρανούσε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης. Και είναι οι δύο αυτές χώρες που έχουν να αντιμετωπίσουν τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες, παράλληλα με την πρόκληση για την αποκατάσταση της διατλαντικής συνεργασίας, μέσα σ’ ένα εντελώς νέο πλαίσιο από εκείνο που είχε δημιουργηθεί μεταπολεμικά.