Ο αδόκητος θάνατος του εξαιρετικά δημοφιλούς τράπερ Mad Clip από τροχαίο την προηγούμενη εβδομάδα πυροδότησε πάλι μια αδιέξοδη συζήτηση που επαναλαμβάνεται μια στο τόσο, στο πλαίσιο της οποίας οι παλιότερες γενιές εγκαλούν τη νεολαία για τα μουσικά γούστα της με τους εκπροσώπους της Gen-Z να απαντούν βαριεστημένα «ΟΚ ΜΠΟΥΜΕΡ» – κάνοντας συνήθως ταυτόχρονα eyerolling.
Κανένας έφηβος ή 20άρης δεν χρειάζεται φυσικά οποιαδήποτε έγκριση προκειμένου να ακούει ό,τι τραγούδια θέλει και το γεγονός ότι η τραπ έχει τόσο μεγάλη πέραση (παγκοσμίως, όχι μόνο στην Ελλάδα) τα τελευταία χρόνια κάτι σημαίνει. Οποιος δεν βρίσκει καμία γοητεία στο είδος μπορεί απλώς να το προσπεράσει. Στην εποχή μας ειδικά, την τόσο on-demand και κατακερματισμένη, είναι εξόχως εύκολο για τον καθέναν από εμάς να φτιάξει έναν μικρόκοσμο με τις δικές του αναφορές και να μην έρχεται καθόλου σε επαφή ακόμη και με πολύ δημοφιλή προϊόντα της ποπ κουλτούρας.
Μόνο τυχαίο άλλωστε δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός πως για πολλούς άνω των 40 χρειάστηκε να πεθάνει έτσι πρόωρα και άδοξα ένας νέος τράπερ για να μπουν στη διαδικασία να ακούσουν κάποιο κομμάτι του – παρ’ όλο που ευθύνεται για μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των τελευταίων ετών.
Μετεξέλιξη της ραπ
Το βασικό θέμα μας ωστόσο είναι η τραπ, μια ρυθμική και ατμοσφαιρική μετεξέλιξη της ραπ που το βασικό αφήγημα τη θέλει να έχει πάρει το όνομά της από τα λεγόμενα «trap houses» των νότιων Πολιτειών των ΗΠΑ στα οποία γινόταν το «μαγείρεμα» των ναρκωτικών. Εξ ου και οι τράπερ μιλούν στους στίχους τους για τις περιπέτειές τους με τα ναρκωτικά και τα όπλα, για τα μπλεξίματά τους με τον νόμο. Οι παράνομες δραστηριότητες οδηγούν στον εύκολο πλουτισμό και οι καλλιτέχνες του είδους διακρίνονται από μια εμμονή με τα ακριβά αυτοκίνητα, τους διάσημους οίκους μόδας, τα premium ποτά και τις χρυσές αλυσίδες τους, κομπάζουν για την επιτυχία και την απότομη ταξική άνοδό τους, προσκυνούν τον υλισμό, μιλούν όλη την ώρα για τον εαυτό τους και τους φίλους τους και αναφέρονται στις γυναίκες με απίστευτα υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς. Δημοφιλές παρακλάδι της τραπ είναι και το drill, η βρετανική ειδικά εκδοχή του θεωρείται εσχάτως πολύ επιδραστική, Πρόκειται για μια μετεξέλιξη του grime και της garage, με στίχους στους οποίους κυριαρχούν η βία, ο μηδενισμός, η ωμότητα και οι εμπειρίες μιας ζωής που βιώνεται στο περιθώριο. Αναφορικά με το μουσικό κομμάτι οι μελωδίες είναι πιο σκοτεινές και το τέμπο ελαφρώς πιο αργό.
Το ελληνικό χιπ-χοπ
Η προαναφερθείσα εικονοποιία πάντως μεταφέρθηκε αυτούσια στον κόσμο του ελληνικού χιπ-χοπ και έτσι η θεματολογία των ελληνικών τραπ κομματιών κατέληξε σε ένα μονότονο αναμάσημα τέτοιων κλισέ παρ’ όλο που όσον αφορά τον ήχο και την παραγωγή δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα σε σχέση με το εξωτερικό. Παρότι η ζωή στα αμερικανικά ή ευρωπαϊκά γκέτο δεν βρίσκει την ακριβή αναλογία της εντός των ελληνικών συνόρων, οι έφηβοι ανταποκρίθηκαν με θέρμη στην τραπ και το είδος έχει αλώσει το Διαδίκτυο εδώ και χρόνια, ωστόσο την τελευταία διετία η ψηφιακή του κυριαρχία άρχισε να επεκτείνεται και στη mainstream κουλτούρα, με εμφανίσεις των τράπερ σε γνωστές εκπομπές της τηλεόρασης, συνεργασίες με ονόματα της ποπ σκηνής (όπως αυτές του Mad Clip με την Josephine και την Ελένη Φουρέιρα ή του Mente Fuerte με την Tamta). Το μόνο μέσο που δεν έχει αγκαλιάσει πιο μαζικά την τραπ είναι το ραδιόφωνο, όμως αναρωτιέται μοιραία κανείς τι ποσοστό των νεαρότερων ηλικιών ενημερώνεται μουσικά από αυτή την πηγή.
Ο σουπερστάρ Snik
Ενας από τους μεγαλύτερους σουπερστάρ του είδους αυτή τη στιγμή είναι χωρίς αμφιβολία ο Snik. Το πιο πρόσφατο τραγούδι του, το «Dominicana Latina» (feat. Salva), άγγιξε τα 2 εκατομμύρια views στο YouTube μέσα σε μόλις μία εβδομάδα, το «Wet» (μια συνεργασία του με τον Toquel, τον MG και τον Gameboy) συγκέντρωσε 5,6 εκατομμύρια views σε έναν μήνα, ενώ το «Diamanti» που κυκλοφόρησε πριν από τέσσερις μήνες έχει ξεπεράσει τα 8 εκατομμύρια views στο YouTube (και τα 5 εκατομμύρια streams στο Spotify).
Ο Θεσσαλονικιός Light έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από 250 εκατομμύρια views στο YouTube για τα βίντεό του, ενώ το άλμπουμ του «Immortale» βρέθηκε πριν από λίγους μήνες στο παγκόσμιο Tοp 10 του Spotify, κάτι που ως κατόρθωμα μόνο εντυπωσιακό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Τραγούδια σαν το «Goοdfella» ή το «Anexartita» σε παρασύρουν με τον ρυθμό τους και δεν γίνεται να μην εκτιμήσεις το υψηλό επίπεδο της παραγωγής, όσο κι αν σου φαίνονται απωθητικοί οι στίχοι του. Και οι δύο καλλιτέχνες πάντως δίνουν την εντύπωση ότι έχουν κατασκευάσει προσεκτικά τη δημόσια εικόνα τους με σκοπό να υπηρετήσουν το είδος. Ειδικά ο Light στις συνεντεύξεις του μοιάζει συγκροτημένος και καλλιεργημένος, καμία σχέση με τη «μαφιόζικη», αθυρόστομη περσόνα που παρουσιάζει στα κομμάτια του.
Ο Sin Boy
Υπάρχουν φυσικά και πιο ιδιοσυγκρασιακές φιγούρες, όπως ο Sin Boy που έγινε διάσημος χάρη στην τεράστια επιτυχία «Mama?» και αποσύρθηκε για λίγο συνειδητά από το προσκήνιο. Στον απολαυστικό τελευταίο δίσκο του με τίτλο «Nos» βαδίζει σε πιο ποπ/ρεγκετόν μονοπάτια, ξεκινά με μια απαγγελία του «Πάτερ Ημών» ενώ κάνει ευθεία αναφορά ακόμη και σε στίχους του Νότη Σφακιανάκη (στο κομμάτι «Cherry»).
Στο σινγκλ «Killuminatti» που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες εστιάζει στη θρησκευτική πίστη του: «Δύο χρόνια μέσα στις σκέψεις / Ηρθε η ώρα σου να πονέσεις / Εχετε μεσσία πουτάνας γιο / Εμείς αγαπάμε μόνο Χριστό / Για όσα πέρασε πάνω στο σταυρό / Να μετανοήσω και να σωθώ (αμήν)». Οσο κι αν κριντζάρει κανείς, δεν μπορεί πάντως να τον κατηγορήσει για έλλειψη αυθεντικότητας. Ισως η τραπ αποκτήσει περισσότερο βάθος όταν οι καλλιτέχνες του είδους αρχίσουν να εκφράζονται πιο ειλικρινά και αδιαμεσολάβητα στα τραγούδια τους χωρίς να εγκλωβίζονται σε αυτά που θεωρούν ότι απαιτεί το κοινό τους.