Το ότι οι εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου θα καθορίσουν τον μελλοντικό προσανατολισμό της χώρας με επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα είναι γνωστό από τον Οκτώβριο του 2018. Μετά από εκλογική καθίζηση των Χριστιανοδημοκρατών σε τοπικές εκλογές η Άγκελα Μέρκελ, παίρνοντας τον αέρα από τα πανιά των επικριτών της, ανακοίνωνε την παραίτησή της από την προεδρία του κόμματος και την αποχώρησή της από την πολιτική. Ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία που δρομολόγησε αστοχίες στην αλλαγή ηγεσίας, για αναλάβει τελικά τα ηνία του κόμματος ο Άρμιν Λάσετ, τον Ιανουάριο του 2021, και να εκλεγεί λίγους μήνες αργότερα υποψήφιος καγκελάριος τη Χριστιανικής Ένωσης.
Πολιτική «μητροκτονία»
«Ήταν απόλυτα αναμενόμενο μετά από 16 χρόνια να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κενό που θα διαρκέσει και μετά τις εκλογές, δεν έχει να κάνει μόνο με πρόσωπα, αλλά με τον μελλοντικό προσανατολισμό της χώρας» υποστηρίζει ο Χαράλαμπος Κουταλάκης, στρατηγικός αναλυτής, σύμβουλος επιχειρήσεων και ιδρυτής της συμβουλευτικής εταιρείας CK Advisory με έδρα το Βερολίνο. «Η Μέρκελ ήταν πολύ καλή στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, διεθνούς οικονομικής συνεργασίας και εμπορικών συναλλαγών της χώρας της, αλλά δεν ήταν η καγκελάριος που θα εστίαζε σε θέματα καθημερινότητας του πολίτη. Κι αυτό προκάλεσε δυσφορία στο κόμμα της, που εντάθηκε στην πανδημία. Η βασική κριτική στις πολιτικές της κυβέρνησης δεν προήλθε ούτε από τους Σοσιαλδημοκράτες ούτε από τους Πράσινους, αλλά από το δικό της δεξιό χώρο, από ανθρώπους που θεώρησαν ότι θα μπορούσε να υιοθετηθεί εναλλακτικό μοντέλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Όλα αυτά συνετέλεσαν στην πρωτοφανή πτώση των ποσοστών που εάν επιβεβαιωθούν θα είναι τα χαμηλότερα στην μεταπολεμική ιστορία του CDU».
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν ένα κόμμα που υπέστη φυσιολογική φθορά επί 16 χρόνια στην εξουσία, χωρίς νέα ηγεσία με την ακτινοβολία της Μέρκελ και σε φάση γενικότερης αναζήτησης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, συμβατού με την κλιματική αλλαγή, να κερδίσει εκλογές με τον Άρμιν Λάσετ; Ο Χαράλαμπος Κουταλάκης, που διετέλεσε επίσης επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, επικαλείται τη λογική των επικοινωνιολόγων για την αναγκαιότητα πολιτικής «μητροκτονίας», έτσι ώστε ο διάδοχος μιας φωτεινής προσωπικότητας να βρει τον βηματισμό του.
Σολτς, η αρσενική εκδοχή Μέρκελ
«Ο Λάσετ δεν κατόρθωσε να κάνει διακριτό ένα δικό του προφίλ, στηρίχθηκε στη συνέχεια, στην στήριξη βουλευτών και μελών που ελέγχει ακόμη η Μέρκελ. Νομίζω ότι το κόμμα βρίσκεται ενώπιον διλήμματος σε σχέση με την πορεία του. Εάν θα συνεχίσει στη ρότα ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κεντρώου κόμματος ή θα κάνει στροφή προς τις παραδοσιακές του αξίες, που ίσως του δώσουν μελλοντικά κάποια εκλογικά οφέλη, αλλά δεν θα οδηγήσουν σε παγιοποίηση του ηγεμονικού ρόλου που είχε επί Μέρκελ». Τέτοιου είδους προβλήματα δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει καταρχήν το SPD. Ο Όλαφ Σολτς, υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού, χειρίστηκε σοβαρά ζητήματα και απέφυγε ρήξεις. «Απέκτησε προφίλ ως η αρσενική εκδοχή της Μέρκελ» εκτιμά ο Χ. Κουταλάκης. «Από τη συνολική του πορεία καλλιέργησε εντύπωση ανθρώπου συναινετικού, κάτι που ο Γερμανός ψηφοφόρος αξιολογεί θετικά δεδομένου ότι, όπως φαίνεται, θα προκύψει τρικομματική κυβέρνηση. Πρέπει να υπάρχει κάποιος που να έχει την ικανότητα να συνθέσει την επόμενη ημέρα των εκλογών, κι αυτό νομίζω ότι είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που οδήγησε το SPD σε εκτόξευση των ποσοστών που βλέπουμε σήμερα».
Ο Έλληνας αναλυτής δίνει επίσης πολύ μεγάλη σημασία στο ότι το κόμμα κατέβηκε με καλά επεξεργασμένη την κλασσική σοσιαλδημοκρατική ατζέντα σε θέματα, όπως ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό, κοινωνική ασφάλιση, ζητήματα κρίσιμα για την γερμανική κοινωνία. Σε αντίθεση με τους Πράσινους, που ξεκίνησαν μεν με φρεσκάδα, με νέα ηγεσία, συναινετική και συμμετοχική, αλλά σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής η ατζέντα τους δεν είναι τόσο ολοκληρωμένη και δεν έχει το βάθος που έχει αυτή για την κλιματική αλλαγή.
«Ίσως να αλλάξει ο τόνος απέναντι στην Ελλάδα»
Πώς όμως όλα αυτά μεταφράζονται στην ελληνική πραγματικότητα; Ξυπνούν κάποιες προσδοκίες για βελτίωση των ελληνογερμανικών σχέσεων; Ο Χαράλαμπος Κουταλάκης ξεκαθαρίζει εκ των προτέρων ότι όλοι οι πιθανοί εταίροι, με εξαίρεση ίσως το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) είναι φιλοευρωπαϊστές κι αυτό είναι προς όφελος της Ελλάδας. «΄Ίσως η ατζέντα των Πρασίνων να είναι πιο φιλελληνική σε μια σειρά από ζητήματα, όπως οι γερμανικές αποζημιώσεις και το θέμα του χρέους, όπως το ίδιο ισχύει και για το SPD. Πιστεύω ότι ενδεχομένως κάποιοι τομείς των ελληνογερμανικών σχέσεων να μεταβληθούν ειδικά σε επίπεδο ρητορικής, θα έχουμε μια πιο καλή εικόνα με το SPD και τους Πράσινους, που ήταν σταθερά υποστηρικτές της Ελλάδας τις κρίσιμες χρονιές του 2011 και 2012. Θα αλλάξει ο τόνος και ίσως και η ουσία σε κάποια ζητήματα, αλλά όχι κάτι το συνταρακτικό». Και ο «Τούρκο-Λάσετ», όπως τον αποκαλούν ορισμένοι με αυτό το παρατσούκλι για να υποδηλώσουν την φιλοτουρκική του στάση;
«Υπάρχουν ζωτικής σημασίας γερμανικά συμφέροντα στην Τουρκία, είναι φυσιολογικό, κάθε κυβέρνηση στο μέλλον να κοιτά ζητήματα γερμανικών επενδύσεων στην Τουρκία, όπως και το προσφυγικό που δημιουργεί ανακλαστικά στη γερμανική κοινωνία. Αλλά από την άλλη πλευρά, είχαμε αρκετή υποστήριξη από την Γερμανία, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων και στο Κυπριακό, που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη φάση αυτό το διάστημα». Γενικά πάντως όπως πιστεύει ο Χαράλαμπος Κουταλάκης, όποια κι αν είναι τα σενάρια για μετεκλογική συνεργασία, «ο σκληρός πυρήνας των γερμανικών συμφερόντων που είναι η προάσπιση του κεκτημένου της ΕΕ αποτελεί τη λογική μέσα από την οποία κάθε γερμανική κυβέρνηση διαλέγει την στρατηγική της σε κάθε κρίση. Αυτό είναι θετικό για Ελλάδα, γιατί αποτελεί μέλος ΕΕ».
Το διακύβευμα
Οι εκλογές τις 26 Σεπτεμβρίου λοιπόν, από κάθε άποψη αποτελούν σταθμό. Οι προσδοκίες των Γερμανών ανεξαρτήτως πολιτικού αυτοπροσδιορισμού είναι μεγάλες. Η κλιματική αλλαγή, αναπόσπαστο κομμάτι προγραμματικού λόγου όλων των κομμάτων, δεν συνδέεται μόνο με πλημμύρες και φωτιές, αλλά με την ανάγκη για ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας. «Αποτελεί πολύ σημαντικό οικονομικό διακύβευμα πόσο γρήγορα η Γερμανία θα προσαρμοστεί στις νέες τεχνολογίες για να διατηρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της» συνοψίζει την κουβέντα μας ο Έλληνας πολιτικός αναλυτής. «Η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να διορθώσει στρεβλώσεις που άφησε πίσω της η Μέρκελ».
Ποιες είναι αυτές; «Η Γερμανία είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, που μεταφράζονται σε ανισότητες ευκαιριών στα νέα παιδιά. Υπάρχει μεγάλη κατηγορία πολιτών που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, παρά το ότι η Γερμανία είναι από τις πλουσιότερες χώρες της ΕΕ. Στο συνταξιοδοτικό, στην κοινωνική ασφάλεια υπάρχει αδιέξοδο, τα νούμερα δεν βγαίνουν, άρα θα πρέπει να βρεθεί ένα νέο μοντέλο κοινωνικής πολιτικής. Στο ζήτημα αυτό υπάρχουν διακριτές διάφορες μεταξύ των κομμάτων. Άρα, οι διαφορετικές εκδοχές κυβερνήσεων συνασπισμού μπορεί να σηματοδοτήσουν και θεμελιακές αλλαγές στην κατεύθυνση της χώρας».
Ειρήνη Αναστασοπούλου