Λίγοι κατάφεραν με το φευγιό τους να χωρίσουν τον χρόνο στα δύο, στο πριν και στο μετά. Ευλογημένοι ή όχι, έγιναν οι ίδιοι το σαρκωμένο πάθος, υπερέβησαν τον Λόγο, ακόμη και την τέχνη τους με το ίδιο τους το σώμα. Ο Μίκης κατάφερε κάτι μοναδικό για καλλιτέχνη. Δεν κατέγραψε απλά το αίσθημα, δεν αφηγήθηκε την Ιστορία, ήταν ο ίδιος υποκείμενο της Ιστορίας. Το κορμί του έχει χαρακιές, σπασίματα, βαθιά σημάδια από τη νεότερη Ιστορία μας. Οχι μεταφορικά, όχι ποιητικά, απτά σημάδια από εκείνα που σου γδέρνουν την αφή. Σωματοποιημένη ιδεολογία – εντελώς αδόκιμος όρος – σε συνδυασμό με το θηριώδες ταλέντο αλλά και το ακλόνητο λαϊκό ένστικτο.
Συνηθίσαμε τα τελευταία χρόνια να ξεστομίζουμε με ιδιαίτερη ευκολία ότι μας αναγκάζει να τον συγχωρήσουμε κάθε φορά που έκανε ή έλεγε κάτι που δεν ήταν μέσα στις δικές μας νόρμες. Στην πραγματικότητα γινόταν το εντελώς αντίθετο. Εκείνος μας συγχώρησε δεκάδες φορές μέσα από τα τραγούδια του. Η ομορφιά που έφτιαχνε μας συγχωρούσε που είμαστε κάτι λιγότερο από εκείνο που θα μπορούσαμε να γίνουμε. Αυτή είναι η δουλειά του μεγάλου καλλιτέχνη. Να φτιάχνει κόσμους που αν είμαστε ικανοί και αν το αξίζουμε, κάποτε ίσως τους ζήσουμε.
Ηταν ενωτικός. Οχι ακυρώνοντας την ιδεολογία του και τη διάκριση, όχι παροτρύνοντάς μας να γλιτώσουμε τους πολέμους μας, αλλά κάποιος που καταφέρνει να βάζει έστω και ένα ρεφρέν στα χείλη ενός ολόκληρου λαού, μόνο ενωτική λειτουργία μπορεί να έχει.
Ο Μίκης έφτιαξε μεγαλύτερους κόσμους, διεύρυνε την περίμετρό τους. Ιδιαίτερα σημαντική παρακαταθήκη σε μια εποχή που το παγκόσμιο δόγμα είναι πως δεν χωράμε όλοι. Μεγάλωσε το τραπέζι να μας χωρέσει, «κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές του παλάμες».
Χαρακτηρίστηκε επικός και δωρικός στην τέχνη του. Αυτό λεγόταν με μία υποψία μομφής. Το ίδιο που προσπάθησαν να κολλήσουν και στον Ρίτσο. Σε εκείνους τους δύο τόσο βαθιά ερωτικούς, τόσο ακαριαία συναισθηματικούς, που η αγάπη για τον άνθρωπο ήταν τρεχούμενο αίμα στην τέχνη τους.
Ο Μίκης μπορούσε να είναι τα πάντα. Ηταν κερδισμένο δικαίωμα. Και μέσα στα πάντα βάζω όλους τους ανθρώπινους σπασμούς, από την ανιδιοτέλεια μέχρι τον εγωισμό, από την αυταπάρνηση και τη θυσία μέχρι την πρόκληση. Ηθελε να αγαπιέται, ποιος δεν θέλει; Ποιος δεν θέλει ένα μικρό αντίδωρο στα δώρα του; Δεν ήταν Θεός – αν και τελευταία είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε πως είναι αθάνατος -, ήταν άνθρωπος, αλλά τόσο έξω από τον μέσο όρο, τόσο έξω από το μέτρημα, τόσο μακριά από τους κανόνες.
Τον Ιούλιο του 2007 σε μία συνέντευξη μου είχε πει «μια χούφτα άνθρωποι φτιάξαμε αυτό που τόσα χρόνια τιμάει ο λαός μας» αναφερόμενος στο τραγούδι. Ετσι είναι, μια χούφτα άνθρωποι έφτιαξαν το σημαντικότερο κομμάτι του νεοελληνικού πολιτισμού. Ο Μίκης μαζί με τον Χατζιδάκι και τον Τσιτσάνη ήταν κάτι σχεδόν απόκοσμο που μας συνέβη. Απλά μας συνέβη. Και τρέξαμε να κρατηθούμε. Δεν ξέρω πού θα ήμασταν χωρίς αυτούς. Αναγνωρίζω πως αυτά τα λόγια ακούγονται υπερβολικά σε αρκετούς. Το δέχομαι και το καταλαβαίνω, απλά θα τους ευχόμουν να αγαπήσουν τόσο πολύ κάποιους ανθρώπους και το έργο τους που να μπορέσουν κι εκείνοι να πουν τις δικές τους υπερβολές, να νιώσουν ερημιά όταν τους χάσουν, ευγνωμοσύνη που ήταν σύγχρονοί τους. Και ας είναι άλλα τα πρόσωπα, το πάθος είναι που μετράει.
Στον Μίκη χρωστάμε ότι τραγουδήσαμε τους ποιητές μας. Οταν το 1958 μελοποίησε τον Επιτάφιο του Ρίτσου, αρκετοί ήταν εκείνοι που αντέδρασαν στο γεγονός πως το συγκεκριμένο ποίημα έγινε χασάπικα και ζεϊμπέκικα. Ηθελαν κάτι πιο λόγιο, ίσως κάτι πιο συμφωνικό, κάτι δηλαδή τόσο ξένο στην ψυχή μας. Σε καμία άλλη χώρα οι σπουδαίοι ποιητές της δεν πέρασαν με τέτοιον τρόπο στη λαϊκή έκφραση, στον κοινό κώδικα. Ο Μίκης το έκανε, γιατί ήταν ξεροκέφαλος, γιατί άκουγε μόνο τον Μίκη, πάντα άκουγε μόνο τον Μίκη, αλλά ταυτόχρονα μπορούσε να κάνει υψηλή τέχνη το νοιάξιμο για τον συνάνθρωπο.
Βαθιά αριστερός, ουσιαστικά δημοκράτης, το πάθος του για να βρεθούν κοινοί τόποι τον οδήγησε σε ρήξεις κι αν θέλετε και σε ακατανόητες τοποθετήσεις. Παράφορος, ταμένος σε έναν σκοπό, δεν το διαχειρίζεσαι εύκολα αυτό. Ζεις τόσο τους ενθουσιασμούς σου όσο και τις απογοητεύσεις σου στην επίτασή τους. Πώς γίνεται να έχεις ζήσει τόσες φορές την παράτασή σου, να έχεις έρθει φάτσα με τον θάνατο και να αφηγείσαι τις ιστορίες σου χαμογελαστός; Μιλούσε σαν παιδί. Κουνούσε τα τεράστια χέρια του και κυρίως αυτό, γελούσε. Τι σόι ξόρκισμα είναι αυτό; Οι φίλοι του έφευγαν ένας-ένας, ο θάνατος του αγαπημένου του αδερφού Γιάννη τον τσάκισε, αλλά εκείνος με πατημένα τα ενενήντα ονειρευόταν νέο κόσμο, τον ήθελε, μιλούσε για αυτόν, φλέρταρε, χτυπιόταν η ζωή ορμητική από κάθε σημείο του σώματός του και ήθελε να ελευθερωθεί. Κι άλλο, συνέχεια κι άλλο, κι ας είπε κάποτε πως είχε τόσο γεμάτη ζωή που θα ήταν υπερβολή να ζήσει πολύ ακόμα.
Η κόρη του Μαργαρίτα είπε δυο λόγια στους δημοσιογράφους έξω από το σπίτι λίγες ώρες μετά τον θάνατό του και έκλεισε με τη φράση «Να τον αγαπάτε!».
Κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται μόνο αυτό. Οχι για εκείνους, για μας. Να τους αγαπάμε. Είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για τον εαυτό μας. Υπάρχουν τόσοι λόγοι, τόσοι τρόποι να ανταλλάσσουμε τις χολές μας, ας αφήσουμε κάποιους απ’ έξω.
Στην τελευταία σκηνή ο Μίκης βρίσκει κάποια ποιήματα του αδερφού του, τσαλακωμένα χαρτιά, πεταμένα στον κήπο. Κάθεται στο πιάνο. Θα τα θυμηθούν όλα οι δυο τους τώρα φαντάζομαι…
«Δακρυσμένα μάτια – νυσταγμένοι κήποι – όνειρα κομμάτια – ας ήτανε να ζω – στους μεγάλους δρόμους – κάτω απ’ τις αφίσες – στα χιλιάδες χρώματα – ας ήταν να βρεθώ».