Τον Μίκη Θεοδωράκη δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά. Φυσικά έχει σφραγίσει τη ζωή μου μέσα από τη δύναμη της μουσικής του, όπως και τη ζωή όλων των Ελλήνων, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, γεμάτες ελπίδα μέσα απ’ την ορμή της νεότητάς μας. Ο Μίκης με τα τραγούδια του, είτε στη συναυλία είτε στη διαδήλωση, είχε τη μοναδική ικανότητα να σε ενώνει με τους ανθρώπους γύρω σου, να υγραίνει τα βλέμματα, να πλαταίνει τα χαμόγελα, να λειτουργεί σαν ασπίδα ακόμα και στον φόβο.
Θέλω λοιπόν να καταθέσω μια εικόνα του Μίκη από τα παιδικά μου χρόνια, μαθητής Δημοτικού ακόμα, που έχει με βεβαιότητα επηρεάσει τη ζωή και τις επιλογές μου. Στη δεκαετία του ’60 κάναμε συχνές εξορμήσεις στον Σταυρό Αττικής, όπου είχε εξοχικό η αγαπημένη μου θεία Αργυρώ. Ηταν Μάης του 1964, και ο πατέρας μου μας πήρε και βγήκαμε στη Μεσογείων, που ήταν ακόμη χωματόδρομος, για να δούμε την Πορεία Ειρήνης που πλησίαζε. Αργότερα έμαθα πως έναν χρόνο πριν είχε δολοφονηθεί ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Η πορεία ήταν συγκλονιστική, μια εικόνα κινηματογραφική θα έλεγα. Μεγάλο πλήθος και μεγάλο πάθος. Περπατούσαν και τραγουδούσαν, και στην πρώτη σειρά, πανύψηλος, ένας γίγαντας, ο Θεοδωράκης, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Ενα μεγάλο γελαστό παιδί. Η εικόνα αυτή της πορείας, που άστραψε μέσα μου σαν ένα φως, έμεινε στη μνήμη μου, και μεγαλώνοντας ένιωθα τον Μίκη σαν ένα φωτεινό πρότυπο: και καλλιτέχνης και αριστερός και χαμογελαστός. Κάπως έτσι θα ήθελα να γίνω κι εγώ, και το πρώτο έναυσμα πιστεύω πως ήταν εκείνη η εξ αποστάσεως συνάντησή μου με τον Μίκη, που τη θυμάμαι πάντα με ευγνωμοσύνη.
Ο κ. Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι σκηνοθέτης, δημιουργός του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.