Και πατά φρένο -στο έκτακτο «πανδημικό» πρόγραμμα αγοράς ομολόγων – και καθησυχάζει η Κριστίν Λαγκάρντ. Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την αρχή της πανδημίας ενεργοποίησε όλα τα εργαλεία για την στήριξη των οικονομιών και φαίνεται πως ξεκινά η έξοδος από τα έκτακτα μέτρα. Στη χθεσινή συνεδρίαση τα μέλη της ΕΚΤ έκαναν πραγματικότητα τα σενάρια: η Κεντρική Τράπεζα θα μειώσει τα ποσά των ομολόγων που αγοράζει μηνιαίως για το επόμενο τρίμηνο- στο οποίο πρόγραμμα συμμετέχει και η Ελλάδα- σηματοδοτώντας έτσι την σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα.
Η αγορά απορρόφησε την απόφαση και το επενδυτικό ακροατήριο δείχνει προετοιμασμένο για το γεγονός ότι η ΕΚΤ – εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων και ανάκαμψης- αρχίζει να αφήνει το γκάζι. Ως προς την Ελλάδα η Λαγκάρντ κράτησε τα χαρτιά της κλειστά. Η επικεφαλής της ΕΚΤ στο ερώτημα αν η κεντρική τράπεζα προτίθεται να ξεκαθαρίσει ότι θα διατηρηθεί η ευελιξία στις αγορές τίτλων (δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν είναι σε επενδυτική βαθμίδα και κατ’ εξαίρεση τα ομόλογά της περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα αγορών), απάντησε ότι είναι πολύ νωρίς και δεν είναι χρήσιμο σε αυτό το στάδιο να συζητήσουμε μακροπρόθεσμα ζητήματα που αφορούν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων PEPP. Αυτό θα συζητηθεί επί μακρόν, θα γίνει τεχνική ανάλυση. Η κατάσταση της Ελλάδας σίγουρα θα εξεταστεί και θα αντιμετωπιστεί συγκεκριμένα. Είναι πολύ πρόωρο να το κάνουμε τώρα.
H πρόεδρος της ΕΚΤ έσπευσε να καθησυχάσει πως η απόφαση για επιβράδυνση των αγορών ομολόγων δεν συνιστά «tapering» αλλά μια αναπροσαρμογή της νομισματικής τόνωσης για τους επόμενους τρεις μήνες. Η ΕΚΤ δεν συζήτησε τι θα ακολουθήσει, ενώ θα επανεξετάσει το PEPP τον Δεκέμβριο. Αιτιολόγησε την απόφαση επισημαίνοντας ότι η ανάκαμψη της οικονομίας της ευρωζώνης έχει προχωρήσει σημαντικά και η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα ως το τέλος του έτους.
Η κίνηση αυτή, ως έχει, δεν επηρεάζει την Ελλάδα – που δανείζεται με πολύ χαμηλά επιτόκια τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Ο ετήσιος προγραμματισμός, εξάλλου, έχει ολοκληρωθεί από πριν το καλοκαίρι και ως εκ τούτου οι όποιες κινήσεις εκδόσεων πραγματοποιούνται έχουν κύριο στόχο την τόνωση της δευτερογενούς αγοράς. Μετά και την τελευταία, διπλή έξοδο τον Σεπτέμβριο ( 5ετες και του 30ετες ομόλογα) και την άντληση 2,5 δισ. ευρώ, το ελληνικό δημόσιο μέχρι τον Ιούλιο είχε αντλήσει από τις αγορές περίπου 11,5 δισ. ευρώ ξεπερνώντας δηλαδή τον ετήσιο προγραμματισμό. Η ονομαστική αξία των ελληνικών ομολόγων που έχει αγοράσει η ΕΚΤ ανέρχεται σε 29,4 δισ. Ευρώ και η χώρα από το 2019 έχει δανειστεί περίπου 30 δισ. Ευρώ.
Το βλέμμα της Αθήνας πλέον είναι στον Μάρτιο του 2022 και στο τέλος του εκτάκτου προγράμματος και αυτό διότι η χώρα δεν έχει επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα που αποτελεί προϋπόθεση για το παραδοσιακό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP) της ΕΚΤ. Οι πληροφορίες πάντως δείχνουν ότι υπάρχει λύση «γέφυρα», μετά τη λήξη του «QE της πανδημίας». Προσεχώς μάλιστα η ελληνική οικονομία έχει το πρώτο της φθινοπωρινό ραντεβού καθώς ο οίκος DBRS στις 17 Σεπτεμβρίου (μετά στις 22 Οκτωβρίου με τον S&P και με την Moody’s στις 19 Νοεμβρίου) δημοσιεύει την αξιολόγησή του.
Η επιστροφή από το «έκτακτο» στο «κλασικό»
Ως τον Δεκέμβριο αναμένονται οι οριστικές αποφάσεις καθώς στις 22 Μαρτίου του επόμενου έτους, το PEPP των 1,85 τρισ. ευρώ θα ολοκληρωθεί χωρίς να χρησιμοποιήσει το συνολικό ποσό (εκτιμάται πως θα περισσέψουν 70 δισ. ευρώ). Οι αγορές ομολόγων θα συνεχιστούν κάτω από μία άλλη ομπρέλα, δηλαδή του κλασικού προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP), το οποίο αναμένεται να αυξηθεί (από τα 20 δισ. ευρώ/μήνα σήμερα) στα 40 δισ. ευρώ/μήνα τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2023, ενώ οι αγορές περιουσιακών στοιχείων (βάσει του APP) θα ολοκληρωθούν λίγο πριν αρχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει όταν τελειώσει το πρόγραμμα καθώς η Ελλάδα δεν διαθέτει την «επενδυτική βαθμίδα» και δεν αναμένεται να την αποκτήσει πριν το 2023. Στο πρόγραμμα APP υπάρχει η πρόβλεψη πως η ΕΚΤ δεν μπορεί να κατέχει περισσότερο από το 33% του χρέους μιας χώρας. Για ορισμένους αποτελεί ερώτημα αν τα όρια του APP καταστούν δεσμευτικά και μετά το τέλος του PEPP αν και θεωρείται απίθανο η ΕΚΤ να προχωρήσει σε συρρίκνωση του χρέους που έχει αγοράσει αν αυτό ξεπερνά το 33%, είτε είναι της Ελλάδας είτε άλλης χώρας.
Αναλυτές και παράγοντες της αγοράς δεν φαίνεται να ανησυχούν για μετά το τέλος του προγράμματος καθώς οι επαναγορές ομολόγων θα συνεχιστούν ως το τέλος το 2023, την ώρα που τα ελληνικά ομόλογα που διαπραγματεύονται είναι πολύ περιορισμένα, οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλές και η Ελλάδα διαθέτει ένα υψηλό «μαξιλάρι» ρευστότητας κοντά στα 40 δισ. Ευρώ. Οι πληροφορίες μάλιστα αναφέρουν ότι δεν αποκλείεται μία «γέφυρα» με σκοπό την ομαλή μετάβαση και τη αποφυγή της αναστάτωσης στις αγορές που μπορεί να προκληθεί στα ομόλογα της περιφέρειας μετά το τέλος του «QE Πανδημίας».
Η «Γέφυρα»
Το χτίσιμο αυτό της «γέφυρας» φαίνεται πως θα βασιστεί στην παραδοχή ότι η ανάκαμψη και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσουν ένα από τα «όπλα» της ελληνικής κυβέρνησης ώστε να ενισχύσει τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της, εξισορροπώντας τα δημόσια οικονομικά και έτσι η ελληνική οικονομία θα έχει “πιάσει” τους στόχους του σχεδίου ανάκαμψης, των μεταρρυθμίσεων και θα βρίσκεται εντός των δημοσιονομικών προβλέψεων. Οι οίκοι αξιολόγησης καλλιεργούν προσδοκίες για αναβαθμίσεις όμως στέλνεται το μήνυμα πως οι πιθανότητες για επιστροφή στη επενδυτική βαθμίδα δεν θα συμβεί εντός του 2022.
Είναι βέβαιο πλέον (μετά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2021) πως από το δεύτερο μισό του 2021 η Ελλάδα έχει εισέλθει σε ένα 12μηνο υψηλών προσδοκιών και η έξοδος από την κατηγορία «σκουπίδια» δεν αποκλείεται όμως το υπουργείο Οικονομικών έχει βάλει το στοίχημα για επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας έως το πρώτο εξάμηνο του 2023. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική οικονομία το 2022 θα παρουσιάζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κοντά 6-7%, ενώ παράλληλα θα μειώνει τα υψηλά ελλείμματα επιστρέφοντας ξανά στα πλεονάσματα. Αναφορικά με το υψηλό χρέος, αν και ο δείκτης θα παραμείνει υψηλός η εξυπηρέτηση του είναι πιο βιώσιμη λόγω των χαμηλών επιτοκίων και της μακράς διάρκειας.
Πηγή: ΟΤ