Με τις τιμές των ακινήτων να σημειώνουν άνοδο, τις καταθέσεις να αυξάνονται, αλλά και τις αποδόσεις των ομολόγων με τη βοήθεια της ΕΚΤ να υποχωρούν, η αξία του χρηματοοικονομικού πλούτου – δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχικοί τίτλοι κ.λπ.) – και μη χρηματοοικονομικού πλούτου – κυρίως ακίνητα -, μετά την αφαίρεση του συνόλου του ιδιωτικού χρέους των ελληνικών νοικοκυριών, σημείωσε εν μέσω πανδημίας άνοδο, ξεπερνώντας σύμφωνα με σχετική έρευνα της Credit Suisse το 2020 τα 900 δισ. δολάρια.
Καθώς οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, όπως και οι τιμές των ομολόγων, έχοντας μάλιστα προστεθεί και οι μετοχές, οι οποίες από απώλειες 13,4% το 2020 κερδίζουν εφέτος 14% και βρίσκονται πλέον 90% υψηλότερα από τα χαμηλά (16.3.2020), όταν η έλευση της COVID-19 τρόμαξε τον κόσμο, η περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών αναμένεται να αυξηθεί και το 2021. Εξάλλου ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλός, καθώς προσεγγίζει το 70% του συνολικού πλούτου της χώρας, ένδειξη της σημασίας που έχει η ακίνητη περιουσία (η οποία ύστερα από μία 10ετία πτώσης έχει εισέλθει σε πολυετή ανοδικό κύκλο) για τη μέση ελληνική οικογένεια.
Η αποτίμηση του πλούτου
Το 70% των ενηλίκων στην Ελλάδα κατείχαν το 2020 πλούτο έως και 100.000 δολάρια, με το 50% να ανήκει στην κατηγορία 10.000-100.000 δολάρια. Περιουσία 100.000-1.000.000 δολάρια κατείχε το 28% του ενήλικου πληθυσμού, ενώ λιγότερο από το 1% έχει προσωπική περιουσία άνω του 1.000.000. Η μέση περιουσία ανά ενήλικο στην Ελλάδα ανερχόταν στο τέλος του 2020, βάσει των στοιχείων της Credit Suisse, σε 104.603 δολάρια, έναντι 79.952 δολαρίων του μέσου όρου παγκοσμίως αντίστοιχα. Το 2020 σε σχέση με το 2019 πάντως στην Ελλάδα αυξήθηκαν τόσο τα ποσοστά του ενήλικου πληθυσμού με περιουσιακά στοιχεία 100.000-1.000.000 δολαρίων όσο όμως και τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, τα νοικοκυριά δηλαδή με ατομική περιουσία μικρότερη των 10.000 δολαρίων (22,1% το 2020 έναντι 14,3% το 2019). Επίσης οι ζημιές στις επιχειρήσεις και η πτώση των τιμών των μετοχών περιόρισαν τον πλούτο και των πολύ πλούσιων Ελλήνων. Συνολικά 66.892 άτομα εμφανίζονται με περιουσία 1.000.000-5.000.000 δολάρια, 4.062 άτομα με περιουσία 5.000.000-10.000.000 δολάρια και 1.394 άτομα με περιουσία 10.000.000-50.000.000 δολάρια. Σε διάφορες λίστες επίσης, από αυτήν του «Forbes» έως αυτές των Knight Frank, Wealth-X, αλλά και σε άλλες πλατφόρμες αποτίμησης πλούτου, καταγράφονται κατά καιρούς 300-500 υπερπλούσιοι Ελληνες με περιουσία άνω των 50.000.000 δολαρίων, εκ των οποίων και 17 έλληνες ή ελληνικής καταγωγής, πολλοί εξ αυτών Ελληνοαμερικανοί, δισεκατομμυριούχοι.
Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ως απόρροια της πανδημίας είχαν ως αποτέλεσμα πάντως, από τη μία πλευρά, την αύξηση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, σε αρκετές περιπτώσεις και άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων, αλλά, από την άλλη, η μεταβίβαση εισοδήματος από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και ο περιορισμός των καταναλωτικών δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα την ανθεκτικότητα του πλούτου των νοικοκυριών. Με βάση τα στοιχεία της Credit Suisse που επεξεργάστηκε η Alpha Bank, προκύπτει πάντως πως η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας στην Ελλάδα οδήγησε σε απώλειες οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακτηθεί. Είναι χαρακτηριστικό πως πριν από τη «μεγάλη ελληνική ύφεση», η μέση καθαρή περιουσία ανά ενήλικο στην Ελλάδα ξεπερνούσε στο ρεκόρ της τα 170.000 δολάρια, ήταν δηλαδή σχεδόν 60% μεγαλύτερη σε σχέση με το 2020.
Η αξία των ΧΠΣ
Για να υπάρχει μια καλύτερη εικόνα της αξίας των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων (ΧΠΣ) των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, του ΙΟΒΕ, αλλά και διαφόρων άλλων οργανισμών και τραπεζών, σημειώνεται ότι σήμερα οι καταθέσεις των νοικοκυριών φθάνουν τα 131,7 δισ. (171,7 δισ. ευρώ μαζί με τις καταθέσεις των επιχειρήσεων), 65 δισ. ευρώ αφορούν θέσεις σε μη εισηγμένες αλλά και εισηγμένες στο χρηματιστήριο μετοχές, 9 δισ. ευρώ αμοιβαία κεφάλαια, 8 δισ. ευρώ ομόλογα και άλλα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που περιλαμβάνουν και κεφάλαια επενδυμένα σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα και λοιπές απαιτήσεις.
Οι επίσημες επίσης καταγεγραμμένες τοποθετήσεις στο εξωτερικό των Ελλήνων είχαν φθάσει στο υψηλό των 88,5 δισ. ευρώ το 2015 (τότε που η χώρα ξαναφλέρταρε όπως και το 2012 με το Grexit), για να υποχωρήσουν το 2019 στα 55 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος, περί τα 32 δισ. ευρώ, αφορούσε καταθέσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί πως τα μη καταγεγραμμένα ελληνικών συμφερόντων κεφάλαια που βρίσκονται σε διάφορα ισχυρά χρηματοπιστωτικά και υπεράκτια κέντρα, σύμφωνα με ορισμένες άτυπες έρευνες που έχουν κάνει κατά καιρούς τα τμήματα διαχείρισης πλούτου ελβετικών τραπεζών, ξεπερνούν τα 120 δισ. ευρώ.
Τα ελληνικά νοικοκυριά παραδοσιακά επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους στην αγορά ακινήτων και πολύ μικρό μέρος σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς, με αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται στη δεύτερη θέση ανάμεσα σε 26 ευρωπαϊκά κράτη με βάση τον δείκτη αξίας κατοικιών προς την αξία των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων (ΧΠΣ) των νοικοκυριών. Ως αποτέλεσμα, το μέγεθος των ελληνικών επενδύσεων σε κινητές αξίες μέσα από θεσμικούς επενδυτές είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ. Τα ελληνικά νοικοκυριά συμμετέχουν σε μικρό μόνο βαθμό σε επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά. H αξία των επενδύσεων των νοικοκυριών σε εισηγμένες μετοχές και επενδυτικά κεφάλαια κυμαίνεται σήμερα μόλις στο 20% του ΑΕΠ έναντι 70% αντίστοιχα του μέσου όρου στην Ευρώπη. Σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία της ελληνικής Ενωσης Θεσμικών Επενδυτών για το 2020, ο αριθμός των ενεργών μεριδιούχων ελλήνων ιδιωτών ήταν μικρότερος από 4% του συνολικού αριθμού των υπόχρεων σε φορολογική δήλωση.
Σε ιστορικά ρεκόρ ο παγκόσμιος πλούτος και οι ανισότητες
Παρά την πανδημία, που οδήγησε το 2020 στη μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων 70 και πλέον ετών, ο παγκόσμιος ιδιωτικός πλούτος, σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας του Ινστιτούτου της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse για το 2021, το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού πλούτου, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχικοί τίτλοι κ.λπ.), και μη χρηματοοικονομικού πλούτου – κυρίως ακίνητα -, μετά την αφαίρεση του συνόλου του ιδιωτικού χρέους, έφθασε στο ιστορικό υψηλό των 418,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σημειώνοντας το τελευταίο 12μηνο αύξηση 7,4%.
Η πανδημία αποτέλεσε μάλιστα ένα «δώρο» για τους πλούσιους, καθώς εκτιμάται ότι 5,2 εκατ. άνθρωποι προστέθηκαν στη σχετική λίστα των εκατομμυριούχων, ενώ ο αριθμός εκείνων που η περιουσία τους είναι τουλάχιστον 50 εκατ. δολάρια αυξήθηκε κατά περίπου 25%. Από την πυραμίδα του πλούτου της Credit Suisse προκύπτει ότι οι εισοδηματικές ανισότητες εκτινάχθηκαν και πάλι. Στα δύο άκρα βρίσκεται το 1,1% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη με περιουσία άνω του 1 εκατ. δολ., ήτοι 56 εκατομμύρια εκατομμυριούχοι, οι οποίοι ελέγχουν περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους 191,6 τρισ. δολ., δηλαδή το 45,8% του παγκόσμιου πλούτου. Στην άλλη πλευρά, το 55% του ενήλικου πληθυσμού, δηλαδή 2,87 δισεκατομμύρια άνθρωποι, έχουν περιουσία κάτω από 10.000 δολάρια έκαστος, ελέγχοντας μόλις το 13,7% του παγκόσμιου πλούτου που κυμαίνεται στα 5,5 τρισ. δολ., δηλαδή δεν φθάνει ούτε στο μισό της περιουσίας των 2.792 δισεκατομμυριούχων του πλανήτη.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της Wealth-Χ, κορυφαίας εταιρείας του τομέα που συμβουλεύονται και τα τμήματα διαχείρισης πλούτου κορυφαίων τραπεζών, συνολικά 295.450 άτομα παγκοσμίως έχουν πλέον περιουσία άνω των 30 εκατ. δολ., που φθάνει συνολικά τα 35,5 τρισ. δολ., εκ των οποίων οι 2.792 είναι δισεκατομμυριούχοι έχοντας συνολικά περιουσία που ξεπερνά τα 11 τρισ. δολ.
Από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2020 πάντως, καθώς η εξέλιξη του κορωνοϊού τρόμαξε τον κόσμο και πάγωσε τις οικονομίες, τα νοικοκυριά παγκοσμίως έχασαν πλούτο 17,5 τρισ. δολαρίων. Αλλά αυτό που έγινε το δεύτερο εξάμηνο του 2020 ήταν πρωτοφανές, καθώς οι παρεμβάσεις ύψους τρισεκατομμυρίων από τις ισχυρές κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις οδήγησαν αρκετά περιουσιακά στοιχεία σε άνοδο, με τις χρηματιστηριακές αγορές μάλιστα να αγγίζουν, μετά το «γύρισμα» του Μαρτίου, νέα ιστορικά υψηλά, ενώ οι αγορές ακινήτων ενισχύθηκαν με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Ετσι τα νοικοκυριά παγκοσμίως όχι μόνο κάλυψαν τις απώλειες αλλά αύξησαν τελικά τον πλούτο τους κατά 28,7 τρισ. δολάρια. Οι διακυμάνσεις του παγκόσμιου πλούτου συσχετίζονται επίσης με τις χρηματιστηριακές αγορές, καθώς σύμφωνα με την Goldman Sachs πάνω από τις μισές μετοχές ανήκουν στο 1% των πλουσιότερων επιχειρηματιών του πλανήτη. Γι’ αυτό και πολλοί από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο έχουν επωφεληθεί από την πανδημία. Η Credit Suisse υπολογίζει μάλιστα ότι ο πλούτος παγκοσμίως θα αυξηθεί κατά 39% τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ ο μέσος πλούτος ανά ενήλικο αναμένεται να αυξηθεί κατά 31%, περνώντας το φράγμα των 100.000 δολαρίων (από 79.952 δολάρια σήμερα), με τον αριθμό των εκατομμυριούχων να αγγίζει έως το 2025 τα 84 εκατομμύρια άτομα.