Σε επίπεδα-ρεκόρ κινούνται οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρώπη, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να βάλουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνται ακόμη σε μεγάλο βαθμό για την παραγωγή ρεύματος – σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρικό ρεύμα, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία προσπαθεί να ανακάμψει από τον Covid-19 – είναι οι βασικότεροι λόγοι των ανατιμήσεων.
Ο «χάρτης» με τις τιμές της Energy Live που παρουσιάζουν «ΤΑ ΝΕΑ» σήμερα είναι αποκαλυπτικός της κατάστασης που διαμορφώνεται. Στη Γερμανία, που αποτελεί το βαρόμετρο για όλη την Ευρώπη, οι τιμές χθες ξεπέρασαν τα 127 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh) και διαμορφώνονται κοντά στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, καταγράφοντας αύξηση πάνω από 63% από τις αρχές του έτους.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι τιμές έφτασαν τα 116 ευρώ ανά MWh. Θα πρέπει να σημειωθεί πως ειδικά στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, πρόκειται για τιμές πολύ υψηλότερες ακόμη κι από αυτές που είχαν καταγραφεί στη Γηραιά Ηπειρο εν μέσω του μεγάλου καύσωνα και των πυρκαγιών στα μέσα Αυγούστου. Τότε η Γερμανία είχε τιμή ρεύματος περίπου 93 ευρώ ανά MWh. Στην Ελλάδα, εκείνη την περίοδο οι τιμές είχαν ξεπεράσει ακόμη και τα 160 ευρώ ανά MWH λόγω της πολύ μεγάλης ζήτησης.
Η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια αυξάνεται συνεχώς μετά την πανδημία και όσο υπάρχει πρόβλημα με την τροφοδοσία της αγοράς με επαρκείς ποσότητες φυσικού αερίου. Οι τιμές του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ρεύματος διαμορφώνονται και αυτές σε πολύ υψηλά επίπεδα, καταγράφοντας φέτος αύξηση 170%, όπως δείχνουν στοιχεία του Bloomberg, με αποτέλεσμα να ακολουθεί ντόμινο ανατιμήσεων σε όλη την αλυσίδα της οικονομίας.
Οι καταναλωτές παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις με τις αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος από τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, σε μια χρονική περίοδο που βρίσκονται «περικυκλωμένοι» και από άλλες ανατιμήσεις σε σειρά προϊόντων και υπηρεσιών – από τρόφιμα μέχρι μεταφορές.
Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι, αντίθετα, είναι οι εταιρείες ανανεώσιμης ενέργειας. Αυτές όχι μόνο δεν επηρεάζονται από την αύξηση στις τιμές των καυσίμων, αλλά στο τέλος κερδίζουν επιπλέον επειδή οι τιμές χονδρικής στο ρεύμα είναι συνδεδεμένες και με την παραγωγή τους, σύμφωνα με το Bloomberg.
Στους χαμένους, εκτός από τα νοικοκυριά, είναι και οι βιομηχανίες οι οποίες χρειάζονται πολύ μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικού για να λειτουργήσουν. Πολλές από αυτές μάλιστα σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν δικά τους φωτοβολταϊκά ή αιολικά πάρκα για να θωρακιστούν από τις ανατιμήσεις.
Αύξηση πίεσης
Ολα αυτά αυξάνουν σημαντικά τις πιέσεις και προς τις κυβερνήσεις ώστε να παρέμβουν για να ανακοπεί το ράλι των τιμών στο ρεύμα, καθώς δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις.
Η πρόκληση όμως είναι μεγάλη και καθόλου εύκολα αντιμετωπίσιμη και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Η Ευρώπη στο σύνολό της και μεμονωμένες χώρες επιδιώκουν αυτό το διάστημα να ηγηθούν της μετάβασης σε μια πιο πράσινη οικονομία η οποία θα βασίζεται περισσότερο σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ομως για να συμβεί αυτό και να ανοίξει ο δρόμος για περισσότερα φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα, υπάρχουν ήδη σχέδια τα οποία υλοποιούνται για να κλείσουν εργοστάσια τα οποία παράγουν ρεύμα από ορυκτά καύσιμα. Οι ηλεκτροπαραγωγές αυτές μονάδες όμως από όσο όλα δείχνουν είναι σήμερα ακόμη απαραίτητες για να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση.
Οι αποφάσεις δεν είναι πλέον καθόλου εύκολες. Αναλυτές της Bank of America αναφέρουν σε έκθεσή τους, την οποία παρουσίασε το Bloomberg, ότι μέχρι το 2023 αναμένεται να τεθούν εκτός λειτουργίας μονάδες συνολικής παραγωγής 9.000 μεγαβάτ, που αναλογούν σε περίπου εννέα πυρηνικούς αντιδραστήρες.