Σωτήρης Δημητρίου
Ουρανός απ’ άλλους τόπους
Εκδόσεις Πατάκη, 2021, σελ. 584,
τιμή 22,20 ευρώ
«Ωι πατέρα δεν λες, ώι μάνα λες». Ετσι είναι. «Μυστικό μπορεί να μη λες, αλλά η μάνα είναι ο αφαλός. Δεν λέω για το κεφάλι μου, λέω για όλον τον κόσμο». Η Αλέξω, η θαυμάσια αφηγήτρια στο νέο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου με τίτλο Ουρανός απ’ άλλους τόπους, είναι μια «μπάμπω», μια γυναίκα από την Ηπειρο που κοντοζυγώνει τα εκατό της χρόνια και (ευρισκόμενη πια στην Ηγουμενίτσα, μακριά από το χωριό της στην ορεινή Μουργκάνα, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία) εξιστορεί τη ζωή της, με τη μοναδική, γάργαρη και λαγαρή λαλιά της. Την ίδια (κόρη μιας πολύτεκνης, φτωχής και «ανταρτόπληκτης» οικογένειας) τη στοιχειώνει ακόμη και στα γηρατειά μια συμφορά: ο χαμός της μητέρας της, της «νοητικής και καλής» Μηλιάς, από τα χέρια των κομμουνιστών στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Η Αλέξω (η οποία έχει εμφανιστεί και σε άλλα, παλαιότερα κείμενα του 66χρονου συγγραφέα, γεννημένου στην Πόβλα Θεσπρωτίας) ανασυγκροτεί εδώ τις πυκνές συντεταγμένες ενός ολόκληρου «χωριανικού» κόσμου, σκληροτράχηλου και θελξικάρδιου, μετουσιώνοντας τη φωνή της σε προέκταση της μνήμης της, μιας μνήμης συνειρμικής που ενσωματώνει όχι μόνο συλλογικά ήθη αλλά και βιώματα, ριζωμένα στον χώρο και στον χρόνο.
Σολωμικός δρόμος
Τούτο το μυθιστόρημα που συναπαρτίζεται από 96 επιμέρους ιστορίες, το πλέον εκτεταμένο έργο του Δημητρίου ως σήμερα, φαντάζει μια επιτομή της συστηματικής εργασίας του πάνω στο καταγωγικό του ιδίωμα. «Κι αυτό, όπως και τα περασμένα δημώδη αφηγήματά μου, τα οποία αποτελούν το 1/5 της δουλειάς μου, είναι στον δρόμο τον σολωμικό. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» διερωτάται ο ποιητής. Συμφωνώ με τη λέξη επιτομή, αν και η έκταση, κάθε φορά, επιβάλλεται από το θέμα. Εδώ πάντως ξεπηδούσαν συνεχώς πράγματα, έρχονταν αβίαστα στη μνήμη, κατά το πρότυπο της Αλέξως που λέει και ξαναλέει «αφολοή». Ωστόσο κάθε κεφάλαιο αποτελεί και μια ακτίνα η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει κι άλλον έναν τροχό, ένα άλλο βιβλίο ξεχωριστό με άλλες τόσες ενότητες. Είναι κάπως ομόκεντρο το βιβλίο, σαν το βότσαλο που πέφτει στη λίμνη και προκαλεί επάλληλους σχηματισμούς στην επιφάνεια. Γίνονται αδιάλειπτα θεματολογικοί κυματισμοί που αρχίζουν όμως πάντοτε από το βασικό σημείο εκκίνησης, τον καημό της πρωταγωνίστριας για τη δολοφονία της μάνας της».
Η αινιγματική «αφολοή» έχει διττή σημασία. «Η πρώτη έχει να κάνει με την «αχολοή» που, χάριν ευφωνίας, έγινε «αφολοή». Η μάνα μου, ας πούμε, όποτε ακούει κάτι στον δρόμο, λέει «μο’ ‘ρθε αφολοή» η φωνή της τάδε γυναίκας, εννοώντας απλώς αυτόν τον ήχο, το αχολογητό. Δευτερογενώς όμως η ίδια λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει και μια άλλη διαδικασία, την ανάκληση της μνήμης, η οποία δεν σχετίζεται αναγκαστικά με κάποιο άκουσμα αλλά με εσώτερες, μυστηριώδεις διεργασίες. Oπως από μακριά έρχεται μια φωνή, έρχεται κι από βαθιά μια ανάμνηση» εξήγησε ο Δημητρίου. Και συνέχισε: «Το είχε πει άριστα ο Σεφέρης, ότι τίποτα δεν είναι δικό μας. Ισχύει ότι «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Oλοι μας από κάπου βυζαίνουμε και ιστορίες και θέματα και τρόπους. Εν πάση περιπτώσει, μάλλον ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για ένα τέτοιο βιβλίο. Κάποια μοίρα με βοήθησε να μην το γράψω νωρίς. Κι ευτυχώς που έγινε έτσι. Γιατί αν το είχα γράψει πριν από μερικά χρόνια θα είχα κάνει πολλά στρογγυλέματα στη δημώδη γλώσσα, όπως στο «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» (1993) ή στο «Τους τα λέει ο Θεός» (2002). Θεωρούσα, κακώς ίσως, ότι διευκόλυνα, διαφύλαττα τους αναγνώστες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, εν προκειμένω, έκανα τις λιγότερες δυνατές παρεμβάσεις, ήπιες προσαρμογές» ανέφερε ο Δημητρίου, που επέλεξε να μην υπάρχει κάποιο επεξηγηματικό γλωσσάρι στο κείμενο.
Ακατέργαστη ντοπιολαλιά
Τι συμβαίνει επομένως στον Ουρανό απ’ άλλους τόπους; Η ντοπιολαλιά περνάει σε μας πιο ακατέργαστη, άρα πιο αυθεντική; «Οι άνθρωποι εκείνοι είχαν βρει τέλεια την προσωδία του νότιου ηπειρωτικού ιδιώματος. Αν μάλιστα είχατε την ευτυχία να ακούσετε ιδίως γυναίκες παλιές να μιλάνε στο χωριό, θα καταλαβαίνατε ότι πεζός λόγος και τραγούδι ήταν ένα και το αυτό. Και τα λόγια τους ποιητικές μεταφορικές εικόνες. Iσως για αυτό ορισμένοι αναγνώστες μπερδεύουν την ποιητική εκφορά με την ντοπιολαλιά. Απλά, απλούστατα ελληνικά είναι. Δεν θέλω να τρώω το δίκιο των ακουσμάτων που έχω κάνει. Προσπαθώ να μεταδώσω αυτή την προσωδία και να αποκομίσει ο αναγνώστης την απόλαυση και τη συγκίνηση από την προφορικότητα του βιβλίου, την ίδια απόλαυση και συγκίνηση που αποκομίζω κι εγώ – περισσότερο, καθότι την ακούω την προσωδία – από τις ομιλήτριες κυρίως, τις γερόντισσες, τη μάνα μου, τις θείες μου, είναι αγράμματες ποιήτριες αυτές, μάγισσες της γλώσσας. Για να μην τρώω όμως και το δίκιο του συγγραφέα, υπάρχει και το ύφος μου στο βιβλίο, γεγονός αναπόφευκτο. Oπως και η μυθοπλασία, σε κάμποσα κομμάτια. Νομίζω όμως, ευρύτερα μιλώντας, ότι είμαι το άλλο πρόσωπό τους, το αρσενικό. Των γυναικών, για αυτές μιλώ. Αυτές είναι η άσβεστη γλωσσική εστία. Δυστυχώς οι άντρες στην Hπειρο ωχριούν μπροστά στις γυναίκες, ως προς τη γλώσσα, για λόγους αισθαντικούς πρωτίστως αλλά και ιστορικούς. Διότι πήραν τα μάτια τους κι έφυγαν στις ξενιτιές και δεν έγινε βαλίτσα η γλώσσα να τους ακολουθήσει. Πιστεύω λοιπόν ότι η αφηγήτριά μου, η Αλέξω, είναι συν-συγγραφέας του βιβλίου. Μια πλευρά της Αλέξως είναι η μάνα μου. Είναι ο τρόπος της μάνας μου στην οποία οφείλω χάριτες. Εγώ σε όλα τα βιβλία μου νιώθω ενδιάμεσος, ακόμη και στα πιο προσωπικά, αλλά εδώ πια παρανιώθω ενδιάμεσος» τόνισε ο Δημητρίου.
Τι σηματοδοτεί για τον ίδιο αυτό το πέρασμα από τον προφορικό λόγο στον γραπτό, από το άκουσμα στην αποτύπωσή του; «Μόχθος μέγας. Ψυχικός και σωματικός. Αυτοί που λένε -το έλεγαν και για τον Θανάση Βαλτινό – ότι πρόκειται για μια αντιγραφή και τίποτε άλλο, αραδιάζουν χαζομάρες. Για εμένα είναι πιο εύκολο να γράψω τριάντα πρωτότυπα διηγήματα, ας πούμε, από το να γράψω, να μεταπλάσω δηλαδή αυτή την προφορικότητα σε μια σελίδα. Το δεύτερο είναι αφάνταστα πιο δύσκολο. Είναι χιλιάδες διαβαθμίσεις μαζί. Διότι η εκφορά του λόγου, σμιλεμένη από τόσα στόματα μες στους αιώνες, έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη και το καταστάλαγμά της αντιστέκεται».
Η ποίηση της γλώσσας
Τότε ο Σωτήρης Δημητρίου πήρε το βιβλίο του κι άρχισε να μας υπενθυμίζει την ομορφιά των μεταφορών, με παραδείγματα. «Πλούτος, ένα ατέλειωτο γλωσσικό γλέντι είναι η χώρα μας. Ο λόγος των χωριατών είναι εικονοποιητικός, δηλαδή ποιητικός. Ακούω τη μάνα μου, τον ευφρόσυνο τρόπο με τον οποίο μιλάει, και σκέφτομαι τι κρίμα που αυτό είναι μονάχα ο απόηχος, κάτι που τελειώνει. Φανταστείτε μετά το 1821 που απελευθερωθήκαμε (προ εκπαιδεύσεως, προ τηλεοράσεως και μαζικής επικοινωνίας) τι καμπάνες γλυκόηχες έβγαιναν από τα στόματα των ανθρώπων. Πλην όμως, ακόμη κι εκείνος ο πράγματι λόγιος άνθρωπος, ο Αδαμάντιος Κοραής, δεν είχε την υποδοχή να αντιληφθεί το θαύμα και το λοιδόρησε. Φοβούμαι ότι εδώ και δύο αιώνες μισούμε τη γλώσσα μας. Μετά τη δεκαετία του ’60 μάλιστα φτάσαμε στο αποκορύφωμα, φτάσαμε στο σημείο τα χωριάτικα, αυτή την ποιητική χρήση της γλώσσας, να τα αποκαλούμε υποτιμητικά «βλάχικα». Στο γλωσσικό ζήτημα, βεβαίως, ο χρόνος έδωσε τη λύση. Ο έλληνας συγγραφέας σήμερα είναι ευλογημένος, γιατί κορφολογάει σαν μέλισσα από όλα τα λουλούδια της παράδοσης, όμως στο σχολείο, λυπάμαι που το λέω, δεν υφίσταται ακόμη μια γέφυρα προς τη χαρά και τη γλωσσική ευφορία. Το σχολείο αποδείχθηκε σφαγείο της γλώσσας. Βάζει στα παιδιά στεγανά, τα στοιχίζει, τα τιθασεύει, με αποτέλεσμα να βγαίνουν από εκεί μέσα χωρίς σπινθηροβολήματα, να βγαίνουν δηλαδή νοητικά και γλωσσικά νωθρά».
Και έσπευσε να προσθέσει: «Και πού είναι η ποίηση της γλώσσας μας έξω από τον δημώδη λόγο στις μέρες μας; Μονάχα στις παρυφές. Στις λαϊκές αγορές, στις φτωχοσυνοικίες, σε κάνα γήπεδο, στα λούμπεν στοιχεία, στο περιθώριο δηλαδή, εκεί ρέει ο ποιητικός λόγος. Από τα σχολεία, τα πανεπιστήμια ή τους γραμματολόγους έχεις να περιμένεις μόνο χασμουρητά, απέραντη πλήξη. Κοιτάξτε, δεν είναι αστείο πράγμα η γλώσσα. Δεν ανταλλάσσουμε πληροφορίες απλώς. Οι χωριάτες, τουλάχιστον εκείνοι, άρδευαν την ψυχή τους με τη γλώσσα. Μετά από κάθε τους επικοινωνία, συντελείτο μια εξάχνωση του κακού διά του λόγου, καθάριζε η ψυχή τους. Ευρισκόμενοι μέσα στο περιβάλλον, μέσα σε ήχους και εικόνες γοητευτικές, έπλασαν ως αντίδωρο μια γλώσσα τραγουδιστή καθ’ομοίωσιν της φύσεως. Aκουγα όταν ήμουν μικρός ένα κοπαδάκι με αίγες και τη γυναίκα που το οδηγούσε και, στ’ αλήθεια, δεν μπορούσα να διακρίνω εκείνη από τα ζωντανά. Θα έλεγα ότι οι χωριάτες, γενικότερα, διατηρούσαν την ψυχή ανοιχτή στα ερεθίσματα του κόσμου, κάτι που μας το έχει κόψει ο σαρωτικός ορθολογισμός, με τον ατομισμό, τον εγωισμό, τον ανταγωνισμό. Δεν γευόμαστε πια τη ζωή σαν όνειρο, όπως οι χωριάτες. Μπορεί να είχαν στερήσεις, εξωτερικές και πρακτικές, αλλά αυτές υστερούν μπροστά στην ψυχική και πνευματική πενία που μας ταλανίζει σήμερα».
Εξιδανικευτικά μας τα λέτε, κύριε Δημητρίου, του επισημάναμε. «Oχι, καθόλου. Eχω ζυγιάσει τα υπέρ και τα κατά. Ο κοινοτικός τρόπος, όσο κι αν τον επικρίνουμε για τα στραβά του, την πίεσή του, είχε επιτύχει μια ισορροπία ζωής, μεταξύ λύπης και χαράς. Απορροφούσε τους ατομικούς κραδασμούς η κοινότητα. Και σας το λέω τώρα που έχω αφομοιωθεί και απολαμβάνω τη ζωή του άστεως. Σας το λέω έχοντας πλήρη συνείδηση για τη βίαιη αποκόλληση που υπέστην κι εγώ, που με εξώθησε, χωρίς να το επιδιώκω, στη μεγέθυνση της ταυτότητάς μου. Ας είναι. Με τη λογοτεχνία μου συμμετέχω σε εκείνη τη χαμένη ζωή. Είναι όμως πίκρα περισσότερο, δεν είναι τόσο νοσταλγία αυτό που περιγράφω. Υποψιάζομαι πάντως ότι αν ήμουν στο χωριό, θα ήμουν πιο προστατευμένος ψυχικά».