Για σοκ από τη μια άκρη της Ευρώπης μέχρι την άλλη, εξαιτίας των επιπέδων ρεκόρ που καταγράφουν οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, κάνει λόγο το Bloomberg.
Όπως επισημαίνεται στο σχετικό άρθρο, η ανεπάρκεια στον εφοδιασμό με φυσικό αέριο αυξάνει το κόστος παραγωγής ενέργειας από το Ηνωμένο Βασίλειο στη Γερμανία, καθώς οι επιχειρήσεις ανοίγουν ξανά και οι εργαζόμενοι επιστρέφουν στα πόστα τους αυξάνοντας τη ζήτηση για ενέργεια.
Οι αυξανόμενες τιμές τροφοδοτούν τον πληθωρισμό και απειλούν να ανακόψουν την οικονομική ανάκαμψη, καθώς οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας από λιπάσματα έως χάλυβα μπορεί να χρειαστεί να περιορίσουν την παραγωγή.
Οι τιμές καταγράφουν ράλι ανόδου, παρόλο που είναι ακόμα καλοκαίρι, περίοδος, δηλαδή, κατά την οποία η ζήτηση είναι συνήθως χαμηλή, προδιαθέτοντας για έναν δύσκολο χειμώνα.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας αυξάνουν τις τιμές για τους καταναλωτές, ενώ την ίδια στιγμή επιβάλλονται ανατιμήσεις σε όλα τα είδη και υπηρεσίες ευρείας κατανάλωσης, από τα τρόφιμα έως το κόστος μεταφοράς. Τα δεδομένα αυτά προκαλούν πονοκέφαλο για τους κυβερνώντες, οι οποίοι προσπαθούν να κερδίσουν υποστήριξη για την ενεργειακή μετάβαση, επισημαίνει το Bloomberg.
Ο χειμώνας θα είναι δύσκολος
«Το πρόβλημα δεν έχει καν ξεκινήσει καλά-καλά», δήλωσε ο Ζουλιέν Ορό, επικεφαλής της EnergyScan, της μονάδας ανάλυσης της γαλλικής εταιρείας Engie SA. «Η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει έναν πολύ πιο δύσκολο χειμώνα», τόνισε.
Τα ευρωπαϊκά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση στην Ολλανδία, αυξήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ τη Δευτέρα, όπως και οι τιμές στο Ην. Βασίλειο.
Οι βραχυπρόθεσμες τιμές ενέργειας στη Βρετανία σκαρφάλωσαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, όπως και τα προθεσμιακά ενός έτους στη στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.
Ο ζεστός καιρός και οι χαμηλοί άνεμοι περιορίζουν την παραγωγή ΑΠΕ, δημιουργώντας μεγαλύτερη ζήτηση για χρήση ορυκτών καυσίμων και αυξάνοντας την τιμή του άνθρακα πάνω από 70% στην Ευρώπη φέτος. Όλα αυτά οδήγησαν το κόστος της ρύπανσης στην Ευρώπη στα υψηλότερα επίπεδα από ποτέ.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ανεπάρκεια στον εφοδιασμό με φυσικό αέριο, σε συνέχεια ενός βαρύ χειμώνα που εξάντλησε τα αποθέματα, επισημαίνεται.
Η ενίσχυση των αποθεμάτων – που είναι στα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και μια δεκαετία – δεν ήταν εύκολη, με τον κορυφαίο πάροχο, τη Ρωσία, να μειώνει τις ροές σε μια περίοδο που η Ασία συλλέγει φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου που μπορεί να κατέληγαν και στην Ευρώπη.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να βασιστεί ούτε στη δική της παραγωγή, με αρκετές διακοπές να δημιουργούν προβλήματα στις ροές από τη Βόρεια Θάλασσα. Η εγχώρια παραγωγή είναι επίσης σε πτώση, με το Groningen στην Ολλανδία να κλείνει πιθανώς τρία χρόνια πριν από το χρονοδιάγραμμα.
Οι αυξανόμενες τιμές ενέργειας έχουν εκτινάξει ήδη τον πληθωρισμό στη Γερμανία σε επίπεδα που δεν έχει δει από το 2008 και μετά. Οι τιμές αυξήθηκαν 3,4% τον Αύγουστο, υψηλότερο από το 2% στο οποίο στοχεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την ευρωζώνη.
Τα πράγματα μπορούν να επιδεινωθούν, εάν επαναληφθεί ο κρύος χειμώνας του 2018, όταν το «Κτήνος από την Ανατολή» έφερε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες στη Δυτική Ευρώπη. Σε αυτή την περίπτωση, προειδοποιεί ο Ορό, δεν θα τον εξέπληττε εάν έβλεπε τριψήφιες τιμές.
Στελέχη από τον ιταλικό κολοσσό κοινωφελών υπηρεσιών Enel SpA και την αυστριακή εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου OMV AG έχουν ήδη προειδοποιήσει για έναν δύσκολο επερχόμενο χειμώνα.
Σύμφωνα με τη Citigroup, οι χονδρικές τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μέση αύξηση 20% για τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
«Το φάντασμα της ενεργειακής φτώχειας μπορεί να σκιάσει γρήγορα όλη την Ευρώπη τον ερχόμενο χειμώνα», ανέφεραν χαρακτηριστικά αναλυτές της Citi, συμπεριλαμβανομένης της Alastair Syme.
Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ήδη αυξήσει τις εγχώριες τιμές.
«Καθώς η τρέχουσες ανατιμήσεις στη χονδρική θα μετακυλύονται όλο και περισσότερο στα τιμολόγια για τους λιανικούς καταναλωτές τους επόμενους μήνες, το ενδιαφέρον θα επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην προσπάθεια των κυβερνήσεων να μετριάσουν τις επιπτώσεις από τις ανατιμήσεις, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα», δήλωσε ο Γκλεν Ρίκσον, από την S&P Global Platts στο Λονδίνο.