Πριν από έναν μήνα, στις 7 Αυγούστου 2021, όταν η σημερινή χαοτική κατάσταση του Αφγανιστάν βρισκόταν ακόμη στο αρχικό της στάδιο, ο στρατός του Πακιστάν ολοκλήρωνε μια σειρά κινήσεων που αποσκοπούσαν στο σφράγισμα των μήκους 2.600 χιλιομέτρων συνόρων με το γειτονικό του κράτος. Σύμφωνα με τις δηλώσεις κυβερνητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων προοιωνιζόταν ήδη την ταχεία προέλαση των Ταλιμπάν και η χώρα των 220 και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων, η οποία φιλοξενούσε ήδη 3 εκατομμύρια αφγανούς πρόσφυγες, δεν μπορούσε να απορροφήσει περισσότερους ούτε και να ρισκάρει τον κίνδυνο τρομοκρατικών επιθέσεων στο έδαφός της. Αυτό δεν εμπόδισε τον πρωθυπουργό του Πακιστάν, Ιμράν Χαν, να σχολιάσει στις 16 Αυγούστου την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν ως «θραύση των αλυσίδων της δουλείας». Εμπρηστική, λαϊκιστική, αλλά διόλου ξένη προς το προφίλ του, η δήλωση του 69χρονου ηγέτη ήταν η αναμενόμενη για έναν δημόσιο άνδρα του οποίου οι ιδέες διαμορφώθηκαν στη Δύση αλλά ενσωμάτωσαν τα πολιτικά ήθη της Ανατολής, ο οποίος επαγγέλλεται κοσμικές μεταρρυθμίσεις αλλά κυβερνά με το βλέμμα στους ισλαμιστές, εξελέγη με σημαία του τον πόλεμο κατά της διαφθοράς αλλά αποδέχθηκε ουκ ολίγους κατεστημένους κομματάρχες στην παράταξή του, υπήρξε νέος πλεϊμπόι αλλά όψιμος πουριτανός. Χαρισματικός, ενεργητικός και δυναμικός, γοητευτικός ως προσωπικότητα, αντιφατικός ως πολιτικός, ο Ιμράν Χαν χρειάστηκε μία εικοσαετία για να εξαργυρώσει τη μεγάλη διεθνή καριέρα του ως παίκτη του κρίκετ με την άνοδο στον πρωθυπουργικό θώκο.
Η Οξφόρδη, το κρίκετ και οι «μυστηριώδεις ξανθές»
Γεννημένος στη Λαχόρη το 1952, ο Χαν ανήκει στη δυτικής παιδείας πακιστανική ελίτ. Γόνος οικογένειας της ανώτερης μεσαίας τάξης (ο πατέρας του ήταν πολιτικός μηχανικός), το μοναδικό αγόρι μεταξύ πέντε παιδιών, σπούδασε φιλοσοφία, πολιτική και οικονομικά (PPE) στην Οξφόρδη, όπου διακρίθηκε στην κληρονομιά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας προς τις πρώην ασιατικές κτήσεις της – το κρίκετ. Εγινε διάσημος ως παίκτης συλλόγων της Μ. Βρετανίας και της πατρίδας του, αλλά κυρίως ως kaptaan (αρχηγός) της ομάδας του Πακιστάν, που ερχόμενη από το πουθενά πήρε το Παγκόσμιο Κύπελλο Κρίκετ νικώντας στον τελικό την Αγγλία το 1992. Επίτευγμα αρκετό για να τον καταστήσει εθνικό ήρωα, ήταν ταυτόχρονα και το κύκνειο άσμα του. Στα 40 του βρισκόταν αντιμέτωπος με το υπαρξιακό ερώτημα κάθε αθλητή: μετά την αποχώρηση, τι; Τα χρήματα και οι χορηγίες που είχε εισπράξει δεν ήταν λίγες (αν και πολύ αργότερα θα παραπονιόταν ότι «σήμερα βγάζουν σε δύο μήνες όσα έβγαλα εγώ σε είκοσι χρόνια»), ωστόσο μια άλλη σταδιοδρομία θα απαιτούσε και άλλον τρόπο ζωής. Ο Χαν υπήρξε για πολλά χρόνια θαμώνας των νάιτ κλαμπ του Λονδίνου (ιδιαίτερα του εμβληματικού Annabel’s στην Berkeley Square, που πήρε το όνομά του από τη μητέρα της πρώην συζύγου του, Τζεμάιμα Γκόλντσμιθ, της οποίας ο πρώτος σύζυγος, Μαρκ Μπίρλι, ήταν ο ιδιοκτήτης του), όπου συνήθιζε να συνοδεύεται από επώνυμες συντρόφους ή «μυστηριώδιες ξανθές», κατά προτίμηση από τον χώρο της αριστοκρατίας, της τέχνης, του κινηματογράφου και των μέσων ενημέρωσης – Εμα Σάρτζεντ, Στέφανι Μπίτσαμ, Γκόλντι Χον, Κριστιάνε Μπάκερ, Λίζα Κάμπελ, Χάνα Μέρι Ρότσιλντ είναι μερικά μόνο από μία λεγεώνα ονομάτων. Το 1995 παντρεύτηκε την Τζεμάιμα Γκόλντσμιθ, κόρη του μεγιστάνα σερ Τζέιμς Γκόλντσμιθ και της λαίδης Αναμπελ Βέιν-Τέμπεστ-Στιούαρτ, σεναριογράφο, δημοσιογράφο, παραγωγό και φίλη της πριγκίπισσας Νταϊάνα. (Το ζεύγος μάλιστα συνέβαλε στη διετή θυελλώδη σχέση της με τον φημισμένο καρδιοχειρουργό Χασνάτ Χαν, συγγενή του Ιμράν, διευκολύνοντας το 1996 με πρόσκλησή του στη Λαχόρη τη μυστική επίσκεψη της Νταϊάνα στην οικογένειά του.) Επειτα από δύο παιδιά και εννέα χρόνια ο γάμος λύθηκε φιλικά το 2004 και για την επόμενη τριετία η Γκόλντσμιθ διατηρούσε δεσμό με τον ηθοποιό Χιου Γκραντ. Στο μεταξύ, ο Χαν είχε όντως βρει τη νέα του σταδιοδρομία, αυτή όμως αποδεικνυόταν ακανθώδης και απαιτητική, όπως είναι κατά κανόνα η πολιτική. Πόσω μάλλον σε μια ασταθή δημοκρατία, όπως αυτή του Πακιστάν, όπου τις εκλεγμένες κυβερνήσεις διαδέχονταν συχνά στρατιωτικές δικτατορίες.
Η συντηρητική στροφή και η ανάρρηση στην εξουσία
Ωστόσο, σε μια χώρα όπου εκλογικά τον πρώτο λόγο έχουν οι δυναστείες (βλ. οικογένεια Μπούτο) ή οι παστεριωμένοι πολιτικοί μακράς διάρκειας (βλ. τις τρεις πρωθυπουργίες του Ναουάζ Σαρίφ μεταξύ 1990 και 2017), ο Ιμράν Χαν ήταν ένα νέο πρόσωπο. Παραδόξως, για να γίνει αντιληπτός από το ευρύ κοινό ως τέτοιο χρειάστηκε πολύς χρόνος και πολλή ενέργεια. Ισως ευθύνεται γι’ αυτό η αρχική του στήριξη στον στρατηγό Περβέζ Μουσάραφ, μετά το πραξικόπημα του 1999, στο πλαίσιο της πάταξης της διαφθοράς. Ισως το γεγονός ότι το «Κίνημα για τη Δικαιοσύνη» ήταν ένα κόμμα που απευθυνόταν στην αστική μεσαία τάξη μιας κοινωνίας της οποίας αυτή αποτελεί μόλις το 35%, ενώ το 29,5% του πληθυσμού διαβιοί κάτω από το όριο της φτώχειας. Ισως η αξίας 4,7 εκατ. δολαρίων κατοικία του στο Μπάνι Γκάλα, από όπου βλέπει όλο το Ισλαμαμπάντ («ευτυχώς που η Τζεμάιμα με έπεισε να αγοράσουμε το οικόπεδο»). Για να ανεβάσει τα ποσοστά του, ο Χαν ανέβασε τους τόνους: στηλιτεύοντας τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία και τη φοροδιαφυγή, υποσχόμενος και κράτος πρόνοιας και απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, συντασσόμενος με το διάχυτο αντιαμερικανικό ρεύμα, καταδικάζοντας τη διά των drones διεξαγωγή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας που στοίχισε πλήθος «παράπλευρων απωλειών», πρωτοπορώντας μακράν οποιουδήποτε άλλου στη χρήση των κοινωνικών μέσων, συνέθεσε ως το 2012 μια ετερόκλητη συμμαχία που μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία.
Η στροφή του προς την πολιτική για πολύ καιρό γινόταν αποδεκτή με σκεπτικισμό. Σε μια συνέντευξη για το περιοδικό «Time», ισομερώς επιθετική και περιπαικτική, τον Οκτώβριο του 2011, η δημοσιογράφος Μπελίντα Λάσκομπ, αφού έθιξε το κρίκετ και τον αντιαμερικανισμό του, κατέληξε να τον ρωτά αν θα υπάρξει άλλη κυρία Χαν και αν ποντάρει στο ότι θα γνωρίζει περισσότερες γυναίκες εφόσον εκλεγεί, όπως ο Νικολά Σαρκοζί («ό,τι κι αν συμβεί, ο Σαρκοζί δεν είναι το πρότυπό μου»). Εναν χρόνο αργότερα, το 2012, σε μια άλλη συνέντευξη στο «Time», η Αριν Μπέικερ πρόβαλλε ως λόγο της δικαιολογημένης δυσπιστίας της τα εμπεδωμένα δίκτυα πατρωνίας που δεν ευνοούσαν το κόμμα του. Ο Χαν τής αντιπαρέθεσε το Παγκόσμιο Κύπελλο Κρίκετ του 1992, όπου επανήλθε από την αποστρατεία σε ηλικία 39 ετών και, παρά τη βεβαιότητα του Τύπου ότι ήταν ένας «ηλικιωμένος μαχητής», οδήγησε την ομάδα στη νίκη επί της Αγγλίας. Με τον ίδιο τρόπο προσδοκούσε, έλεγε, να ανατρέψει τα καθιερωμένα, διεκδικώντας την ψήφο των νέων και όσων απείχαν από την πολιτική – περίπου το 45% του εκλογικού σώματος. Στην πράξη όμως είχε ήδη αρχίσει να προσεταιρίζεται το κατεστημένο προσφέροντας θέση στις εκλογικές λίστες σε ανακυκλωμένους πολιτικούς των παραδοσιακών κομμάτων με έδρες θεμελιωμένες σε φατρίες, οικονομικά συμφέροντα, θρησκευτική επιρροή. Κατακτώντας τελικά την εξουσία στις εκλογές του 2018, το έκανε ως θρήσκος επικεφαλής ενός λαϊκιστικού ρεύματος – συνταγή κάθε άλλο παρά άγνωστη στα κράτη της ινδικής υποηπείρου.
Ο εκκοσμικευμένος γόης του Λονδίνου βέβαια δεν μπορούσε να είναι ταυτόσημος με τον θρησκευόμενο πολιτικό του Ισλαμαμπάντ. Ο Χαν το διαπίστωσε από νωρίς, όταν η μετριοπάθειά του τον καθιστούσε αξιοπρόσεκτο για τη διεθνή κοινότητα, δεν απέδιδε όμως όσα ανέμενε δημοσκοπικά. Θα θεράπευε το έλλειμμα με μια σειρά μελετημένων κινήσεων, όπως η θορυβώδης αποχώρηση από ένα συνέδριο όπου θα ήταν ο κεντρικός ομιλητής τον Μάρτιο του 2012, ισχυριζόμενος ότι δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση όπου θα λάμβανε μέρος και ο Σάλμαν Ρούσντι, «ο οποίος έχει προκαλέσει βαθύτατα τραύματα στους μουσουλμάνους όλου του κόσμου». («Πριν από 30 χρόνια, το 1982, ο Ιμράν Χαν ήταν παρών σε διάλεξή μου στο Δελχί και συντασσόταν με την πλευρά των εκκοσμικευμένων» σχολίαζε δηκτικά ο Ρούσντι στο Twitter, στολίζοντάς τον επίσης με τον χαρακτηρισμό του «δικτάτορα σε αναμονή».) Στην ίδια κατηγορία θα κατέτασσε κάποιος και την πορεία των γάμων του: από την Τζεμάιμα Γκόλντσμιθ το 1995 στη δημοσιογράφο Ρεχάμ Χαν το 2015, στην κόρη ισχυρής πολιτικά συντηρητικής οικογένειας και πεπλοφορούσας Μπούσρα Μπίμπι το 2018, έξι μήνες πριν από τις εκλογές. Επιπλέον, ένας πρωθυπουργός που σέβεται τον εαυτό του οφείλει πάντοτε να παράγει και αμφιλεγόμενα λεγόμενα. Ετσι, πλάι στις τακτικές χειρονομίες για την ώριμη προσήλωσή του στη μωαμεθανική πίστη, πιο πρόσφατα παίρνουν θέση δηλώσεις που αποδίδουν τον αυξανόμενο αριθμό βιασμών στο Πακιστάν στις «ελαφρά ενδεδυμένες» γυναίκες ή θέλουν τον Οσάμα μπιν Λάντεν «μάρτυρα». Για να μην αναφέρουμε την πάγια χαλαρή του στάση προς τους φανατικούς της διπλανής χώρας, για την οποία χλευαζόταν μέχρι πρόσφατα ως «Ταλιμπάν Χαν». Ολα αυτά όμως, είτε εκφράζουν τις πραγματικές πεποιθήσεις του είτε όχι, είναι κυρίως όργανα μιας πολιτικής εργαλειοθήκης.
Ο Στιβ Κολ, καθηγητής Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, χρονικογράφος του πολέμου κατά της τρομοκρατίας και βαθύς γνώστης των δεδομένων της περιοχής, έγραφε στον «New Yorker» μετά τη νίκη του Ιμράν Χαν το 2018 ότι τα όρια και τα μειονεκτήματά του δεν διέφεραν από εκείνα των υπόλοιπων πακιστανών πολιτικών: βασικά, ήταν υπόλογος στον στρατό. Ως εκ τούτου, θα συνέχιζε τον σιωπηρά συμπεφωνημένο εδώ και δύο δεκαετίες καταμερισμό ευθυνών – η εξωτερική πολιτική και η ασφάλεια ορίζονται από τους στρατιωτικούς, η οικονομία από τους πολιτικούς. Πράγματι, ο Χαν φρόντισε να σταθεροποιήσει τα δημοσιονομικά δεδομένα με ένα δάνειο 6 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ – όπως και να προωθήσει το ύψους 62 δισ. δολαρίων πρόγραμμα επενδύσεων σε δρόμους, σιδηροδρόμους και υποδομές που είχε ήδη συμφωνηθεί με την Κίνα. Η κυβέρνηση εξήγγειλε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατά της κλιματικής αλλαγής προχωρώντας στη φύτευση 3,3 (από τα 10 που προγραμματίζει) δισεκατομμυρίων δέντρων ως το 2021 και δεσμευόμενη για την προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πέτυχε επίσης στο μέτωπο της διαφθοράς την επιστροφή μέσα σε τρία χρόνια ποσών που οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν χρειαστεί μία δεκαετία για να συγκεντρώσουν. Η δημοτικότητά του δεν είναι βέβαια αυτή που ήταν και προφανώς το «Νέο Πακιστάν» που επικαλούνταν κοσμητικές διαφορές μόνο έχει από το παλιό. Οσο για τους Ταλιμπάν και τον αντιαμερικανισμό, ο Κολ τώρα δικαιώνεται. Ο πακιστανικός στρατός από το 1994 τούς χρησιμοποιούσε ως μέσο επιρροής στο Αφγανιστάν και αποτροπής της αντίστοιχης επιρροής της Ινδίας. Μεταξύ ινδουιστικού εθνικισμού, Κίνας και τζιχαντιστών, οι ισορροπίες στην περιοχή είναι λεπτές και ο Χαν τις τηρεί ακολουθώντας τη γραμμή του στρατού – πασπαλίζοντάς τη με ψηφοθηρικές αντιαμερικανικές κορόνες. Αλλά πόσο αντιαμερικανός μπορεί να είναι ένας δυτικοθρεμμένος πρώην σταρ του αθλητισμού; «Μήπως είστε ένας πακιστανός Τραμπ;» τον ρωτούσε ο ανταποκριτής του «Time» Τσάρλι Κάμπελ το 2018. «Καλύτερα να με συγκρίνετε με τον Μπέρνι Σάντερς» ήταν η πληρωμένη απάντηση του Ιμράν Χαν.